Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο;

Η δρακόντεια κληρονομιά του Trump για τη μετανάστευση θα είναι δύσκολο να εξαλειφθεί

Η πανδημία του κορωνοϊού υπερενίσχυσε τις προσπάθειες της διοίκησης στα νότια σύνορα. Τον Μάρτιο του 2020, ο διευθυντής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (U.S. Centers for Disease Control and Prevention, CDC) εξέδωσε εντολή που επέτρεπε την απέλαση όλων των αλλοδαπών υπηκόων που δεν είχαν λάβει άδεια να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην συνέχεια, δεκάδες χιλιάδες πιθανοί αιτούντες άσυλο απελάθηκαν πίσω στο Μεξικό ή στις χώρες τις οποίες είχαν αρχικά εγκαταλείψει και οι αξιώσεις ασύλου στα σύνορα μειώθηκαν από κατά μέσο όρο 4.600 τον μήνα σε μόλις μερικές εκατοντάδες. Ενώ το «Παραμείνετε στο Μεξικό» και άλλες περιοριστικές πολιτικές είχαν στραγγαλίσει σταδιακά το σύστημα ασύλου, η διαταγή του CDC ουσιαστικά το έπνιξε εντελώς.

ΟΧΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Την ίδια στιγμή που κατέστρεψε το σύστημα ασύλου στα σύνορα, η κυβέρνηση Τραμπ μείωσε την επανεγκατάσταση των προσφύγων από το εξωτερικό σε μια σταγόνα. Το αμερικανικό πρόγραμμα επανεγκατάστασης ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο, τακτοποιώντας περισσότερους από τους μισούς πρόσφυγες που επανεγκαθίστανται παγκοσμίως κάθε χρόνο. Ωστόσο, μέσα σε λίγους μήνες από την ανάληψη της εξουσίας, η κυβέρνηση Τραμπ έκοψε το όριο για τις εισόδους προσφύγων από 110.000 σε 50.000, σταμάτησε προσωρινά την επανεγκατάσταση και εφάρμοσε νέα εμπόδια ασφαλείας που επιβράδυναν την διαδικασία εισόδου προσφύγων στην χώρα.

Ο Τραμπ μείωσε το ανώτατο όριο για την είσοδο προσφύγων το 2018 και κάθε επόμενο έτος της προεδρίας του. Πέρυσι, έθεσε το όριο για το οικονομικό έτος 2021 σε 15.000 -το χαμηλότερο που ορίστηκε ποτέ από έναν πρόεδρο σύμφωνα με το τρέχον σύστημα. Ως αποτέλεσμα, το πρόγραμμα επανεγκατάστασης μαράθηκε. Τουλάχιστον 51 τοπικά πρακτορεία επανεγκατάστασης έκλεισαν τα γραφεία τους (και 41 ακόμη σταμάτησαν να παρέχουν υπηρεσίες) ως απάντηση στη μείωση των αριθμών. Επίσης, η κυβέρνηση Τραμπ μετέθεσε προσωρινά προσωπικό από τις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο προσφύγων για επανεγκατάσταση, [σε άλλες θέσεις] ώστε να ασχοληθούν με υποθέσεις ασύλου, επιβραδύνοντας την επεξεργασία προσφύγων και προσθέτοντας [προβλήματα] στις ταχέως αυξανόμενες καθυστερήσεις στο σύστημα. Αυτά τα διαδικαστικά εμπόδια παρακώλυσαν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των οργανισμών να μετακινούν πρόσφυγες μέσω της διαδικασίας επανεγκατάστασης και, τελικά, να εισέρχονται μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εισαγωγές προσφύγων από μουσουλμανικές χώρες υπέφεραν ιδιαίτερα, μειούμενες κατά σχεδόν 90% μεταξύ 2016 και 2019.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΑ ΝΟΤΙΑ ΣΥΝΟΡΑ

Στην πορεία της [προεκλογικής] εκστρατείας, ο Μπάιντεν δεσμεύθηκε να αντιστρέψει πολλές από τις πολιτικές ασύλου του Τραμπ μέσα στις πρώτες 100 ημέρες του ως πρόεδρος. Και την πρώτη του ημέρα στο αξίωμα, η κυβέρνησή του έπαψε να εγγράφει νέους αιτούντες άσυλο μέσω της πολιτικής «Παραμείνετε στο Μεξικό». Εκτός όμως από την εντολή για μια αναθεώρηση της πολιτικής, η ομάδα του Μπάιντεν ήταν σιωπηλή για την τύχη έως και 25.000 αιτούντων άσυλο που είναι εγγεγραμμένοι στο πρόγραμμα «Remain in Mexico» και περιμένουν στα βόρεια σύνορα του Μεξικό. Και η εντολή του CDC που επιβάλλει την απέλαση των περισσότερων μη εγκεκριμένων μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων άσυλο, παραμένει σε ισχύ.

Ο Λευκός Οίκος φαίνεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων, φοβούμενος ότι μια ξαφνική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να γίνει καταλύτης για μια μεγάλη εισροή μεταναστών από τα σύνορα. Ακόμα και πριν από την ορκωμοσία, τα μέλη της ομάδας του Μπάιντεν φάνηκαν να μετριάζουν τις προσδοκίες. Η Susan Rice, η νέα διευθύντρια του Συμβουλίου Εσωτερικής Πολιτικής του Λευκού Οίκου, είπε στο ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων EFE [4] ότι η διοίκηση θα συνεχίσει την διαδικασία ασύλου στα σύνορα όταν έχει «την ικανότητα να το πράξει με ασφάλεια και να προστατεύσει την δημόσια υγεία». Με την πανδημία να μαίνεται και τα καραβάνια των μεταναστών να οργανώνονται νότια των συνόρων, η διοίκηση προσέχει να μην κινηθεί πολύ γρήγορα.

Αλλά ο Μπάιντεν πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο το τι έκανε η κυβέρνηση Τραμπ στο σύστημα ασύλου, αλλά και το τι δεν έκανε. Η γραφειοκρατική υποδομή, οι δυνατότητες και οι διαδικασίες της Συνοριοφυλακής των ΗΠΑ και άλλων υπηρεσιών που ασχολούνται με την ασφάλεια των συνόρων είναι ξεπερασμένες και χρειάζονται απεγνωσμένα μεταρρύθμιση. Σε γενικές γραμμές, σχεδιάστηκαν για ένα προηγούμενο κύμα μετανάστευσης, το οποίο κυριαρχείτο από ενήλικα άτομα που έρχονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες για αναζήτηση εργασίας. Καθώς οι αιτούντες άσυλο, οι οικογένειες, και τα παιδιά έχουν φτάσει να αποτελούν ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό αφίξεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ενημερώσει την στρατηγική τους στα νότια σύνορα. Παραμένουν επικεντρωμένες στην επιβολή πάνω απ' όλα τα άλλα, και δεν κατάφεραν να επενδύσουν στην ικανότητα της ανθρωπιστικής και αποτελεσματικής εξέτασης και επεξεργασίας των ευάλωτων πληθυσμών.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επομένως να εξισορροπήσει τις δρακόντειες πολιτικές του Τραμπ με τον εκσυγχρονισμό της στρατηγικής για τα νότια σύνορα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει μικτές ροές μεταναστών και αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, θα πρέπει να το πράξει σιγά-σιγά, ώστε να μην δώσει την εντύπωση ότι απελευθερώνει ξαφνικά τις πολιτικές ασύλου, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλες νέες ροές από την Κεντρική Αμερική [5] και το Μεξικό.

ΑΝΑΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ο Μπάιντεν έχει επίσης δεσμευτεί να αποκαταστήσει την ηγεσία των ΗΠΑ στην επανεγκατάσταση των προσφύγων. Ως πρόεδρος, έχει πλέον την εκτελεστική εξουσία να λάβει πολλά από τα απαιτούμενα μέτρα για να το πράξει. Για παράδειγμα, έχει την διακριτική ευχέρεια, ύστερα από διαβούλευση με το Κογκρέσο, να εκπληρώσει την υπόσχεσή του να αυξήσει το ανώτατο όριο για τις εισαγωγές από 15.000 σε 125.000 για το οικονομικό έτος 2022, που ξεκινά τον Οκτώβριο.