Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα υποδεχτεί ξανά η Αμερική τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο;

Η δρακόντεια κληρονομιά του Trump για τη μετανάστευση θα είναι δύσκολο να εξαλειφθεί

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προήδρευσε του πιο περιοριστικού καθεστώτος μετανάστευσης και ασύλου στην σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Σε μόλις τέσσερα χρόνια, η διοίκησή του παρέλυσε το σύστημα ασύλου και μείωσε δραστικά τον αριθμό των προσφύγων που υποδέχτηκε από το εξωτερικό. Το 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες χορήγησαν άσυλο περίπου στο ήμισυ του ποσοστού των αιτούντων από όσο στο τέλος της διοίκησης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Επανεγκατέστησε επίσης λιγότερους από 12.000 πρόσφυγες το 2020 -μια μείωση κατά 85% από το τελευταίο έτος της θητείας του Ομπάμα.

05022021-1.jpg

Μια οικογένεια από την Γουατεμάλα που ζητά άσυλο κοντά στην Penitas, στο Τέξας, τον Μάρτιο του 2019. Adrees Latif / Reuters
--------------------------------------------------------------------

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν άρχισε να ανατρέπει ορισμένες από τις περιοριστικές πολιτικές του Τραμπ και υποσχέθηκε να αντιστρέψει πολλές περισσότερες. Οι υποστηρικτές των μεταναστών και των προσφύγων, οι ηγέτες των επιχειρήσεων και άλλοι έχουν μεγάλες ελπίδες ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα διαλύσει απλώς την καταστροφική κληρονομιά του Τραμπ για τη μετανάστευση, αλλά θα προωθήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό των νότιων συνόρων.

Όμως, το να αναιρεθούν οι ζημιές των τελευταίων τεσσάρων ετών δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο η υπογραφή μιας πλειάδας εκτελεστικών εντολών. Η διοίκηση του Τραμπ διέλυσε όλα τα συστήματα επανεγκατάστασης των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επανοικοδόμησή τους θα είναι μια Ηράκλεια υπόθεση -ακόμη περισσότερο εν μέσω μιας πανδημίας και της επακόλουθης οικονομικής κρίσης που θα έχει αφήσει πολλούς Αμερικανούς να αισθάνονται πολύ λιγότερο γενναιόδωροι απέναντι στις νέες αφίξεις.

Ο ΑΡΓΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ

Όσοι φεύγουν από την βία ή τις διώξεις μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω δύο μεγάλων οδών. Μπορούν να φτάσουν στο έδαφος των ΗΠΑ και να ζητήσουν άσυλο, ή μπορούν να εγγραφούν ως πρόσφυγες στα Ηνωμένα Έθνη και να ελπίζουν να επανεγκατασταθούν μέσω ενός ομοσπονδιακού προγράμματος που έχει φέρει 3,1 εκατομμύρια πρόσφυγες στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1980. Η κυβέρνηση Τραμπ έκανε σχεδόν τα πάντα που μπορούσε για να κλείσει και τις δύο οδούς, καθιστώντας πολύ πιο δύσκολο [για κάποιον] να ζητήσει άσυλο και μειώνοντας ριζικά τον αριθμό των προσφύγων που γίνονται δεκτοί κάθε χρόνο.

Η εχθρότητα του Τραμπ προς το άσυλο είναι εν μέρει μια φυσική συνέπεια της εμμονής του [2] με την ασφάλεια των συνόρων. Στην [προεκλογική] εκστρατεία του 2016, ο Τραμπ υποσχέθηκε να κλείσει τα νότια σύνορα. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα, αγωνίστηκε να ελέγξει τις εισροές από την Κεντρική Αμερική και το Μεξικό. Πολλές από τις νέες αφίξεις δεν ήταν οικονομικοί μετανάστες που προσπαθούσαν να αποφύγουν τον εντοπισμό. Ήταν αιτούντες άσυλο -συχνά παιδιά που ταξίδευαν μόνα τους ή με τις οικογένειές τους- οι οποίοι αναζητούσαν ενεργά τους πράκτορες των συνοριακών περιπολιών των ΗΠΑ για να ζητήσουν καταφύγιο. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορούσαν να αποτραπούν από την ενισχυμένη ασφάλεια.

Μόλις βρίσκονταν μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτοί οι μετανάστες έμπαιναν σε ένα βαθιά ελαττωματικό σύστημα ασύλου. Συχνά, έπρεπε να περιμένουν για χρόνια τα εντόνως καθυστερημένα μεταναστευτικά δικαστήρια για να κρίνουν τις υποθέσεις τους˙ εκείνοι που είχαν έγκυρες αξιώσεις αφήνονταν σε μακρόχρονο κενό ενώ εκείνοι με κάτι λιγότερο από δικαιολογημένες αξιώσεις χρησιμοποιούσαν την καθυστέρηση ως προσωρινή άδεια παραμονής στην χώρα. Αργό και υπερφορτωμένο, αυτό το σύστημα δεν παρείχε ούτε ασφάλεια στους νομιμοποιημένους αιτούντες άσυλο ούτε ασφάλεια στα σύνορα των ΗΠΑ.

Ωστόσο, αντί να μεταρρυθμίσει ένα ελαττωματικό σύστημα, η κυβέρνηση Τραμπ είχε εμμονή για αυτό που θεωρούσε απάτη και κατάχρηση από μεμονωμένους αιτούντες άσυλο, καταδικάζοντας τις πολιτικές «σύλληψης και απελευθέρωσης» που επέτρεψαν στους αιτούντες άσυλο να παραμένουν και να εργάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ περίμεναν να κριθούν οι ισχυρισμοί τους. Ο αριθμός των οικογενειών και των παιδιών που έφταναν αυξήθηκε απότομα το 2018, ωθώντας την κυβέρνηση Τραμπ να εφαρμόσει μια σειρά ολοένα και πιο τιμωρητικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του σκόπιμου διαχωρισμού των οικογενειών στα σύνορα σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τους ανθρώπους από την αναζήτηση ασύλου.

Η κυβέρνηση Τραμπ καθιέρωσε τα Πρωτόκολλα Προστασίας Μεταναστών, επίσης γνωστά ως πολιτική «Παραμείνετε στο Μεξικό», που απαιτούσε από τους αιτούντες άσυλο να περιμένουν στο Μεξικό [3] ενώ οι αιτήσεις τους εκδικάζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης, υπέγραψε συμφωνίες με το Ελ Σαλβαδόρ, την Γουατεμάλα, και την Ονδούρα που επέτρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να στείλουν αιτούντες άσυλο σε αυτές τις χώρες για να υποβάλουν τις αιτήσεις τους, στερώντας τους την ευκαιρία να υποβάλουν αίτηση για προστασίες από τις ΗΠΑ. Η διοίκηση συμπλήρωσε αυτά τα περιοριστικά μέτρα με νομικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν τους λόγους ασύλου -για παράδειγμα, δηλώνοντας ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι γενικά ανεπαρκής για μια έγκυρη αξίωση- και έκανε την διαδικασία υποβολής αιτήσεων πιο επαχθή.

Μέχρι το 2019, οι αλληλοσυνδεόμενες πολιτικές της διοίκησης είχαν δυσχεράνει σοβαρά το σύστημα ασύλου των ΗΠΑ στα σύνορα. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου μειώθηκε κατά το ήμισυ μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου 2019 -από 10.210 αξιόπιστους ισχυρισμούς φόβου σε 4.782. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο αριθμός των συλλήψεων στα σύνορα μειώθηκε επίσης, από 130.000 σε μόλις 22.000.

Η πανδημία του κορωνοϊού υπερενίσχυσε τις προσπάθειες της διοίκησης στα νότια σύνορα. Τον Μάρτιο του 2020, ο διευθυντής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (U.S. Centers for Disease Control and Prevention, CDC) εξέδωσε εντολή που επέτρεπε την απέλαση όλων των αλλοδαπών υπηκόων που δεν είχαν λάβει άδεια να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην συνέχεια, δεκάδες χιλιάδες πιθανοί αιτούντες άσυλο απελάθηκαν πίσω στο Μεξικό ή στις χώρες τις οποίες είχαν αρχικά εγκαταλείψει και οι αξιώσεις ασύλου στα σύνορα μειώθηκαν από κατά μέσο όρο 4.600 τον μήνα σε μόλις μερικές εκατοντάδες. Ενώ το «Παραμείνετε στο Μεξικό» και άλλες περιοριστικές πολιτικές είχαν στραγγαλίσει σταδιακά το σύστημα ασύλου, η διαταγή του CDC ουσιαστικά το έπνιξε εντελώς.

ΟΧΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Την ίδια στιγμή που κατέστρεψε το σύστημα ασύλου στα σύνορα, η κυβέρνηση Τραμπ μείωσε την επανεγκατάσταση των προσφύγων από το εξωτερικό σε μια σταγόνα. Το αμερικανικό πρόγραμμα επανεγκατάστασης ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο, τακτοποιώντας περισσότερους από τους μισούς πρόσφυγες που επανεγκαθίστανται παγκοσμίως κάθε χρόνο. Ωστόσο, μέσα σε λίγους μήνες από την ανάληψη της εξουσίας, η κυβέρνηση Τραμπ έκοψε το όριο για τις εισόδους προσφύγων από 110.000 σε 50.000, σταμάτησε προσωρινά την επανεγκατάσταση και εφάρμοσε νέα εμπόδια ασφαλείας που επιβράδυναν την διαδικασία εισόδου προσφύγων στην χώρα.

Ο Τραμπ μείωσε το ανώτατο όριο για την είσοδο προσφύγων το 2018 και κάθε επόμενο έτος της προεδρίας του. Πέρυσι, έθεσε το όριο για το οικονομικό έτος 2021 σε 15.000 -το χαμηλότερο που ορίστηκε ποτέ από έναν πρόεδρο σύμφωνα με το τρέχον σύστημα. Ως αποτέλεσμα, το πρόγραμμα επανεγκατάστασης μαράθηκε. Τουλάχιστον 51 τοπικά πρακτορεία επανεγκατάστασης έκλεισαν τα γραφεία τους (και 41 ακόμη σταμάτησαν να παρέχουν υπηρεσίες) ως απάντηση στη μείωση των αριθμών. Επίσης, η κυβέρνηση Τραμπ μετέθεσε προσωρινά προσωπικό από τις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο προσφύγων για επανεγκατάσταση, [σε άλλες θέσεις] ώστε να ασχοληθούν με υποθέσεις ασύλου, επιβραδύνοντας την επεξεργασία προσφύγων και προσθέτοντας [προβλήματα] στις ταχέως αυξανόμενες καθυστερήσεις στο σύστημα. Αυτά τα διαδικαστικά εμπόδια παρακώλυσαν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των οργανισμών να μετακινούν πρόσφυγες μέσω της διαδικασίας επανεγκατάστασης και, τελικά, να εισέρχονται μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εισαγωγές προσφύγων από μουσουλμανικές χώρες υπέφεραν ιδιαίτερα, μειούμενες κατά σχεδόν 90% μεταξύ 2016 και 2019.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΑ ΝΟΤΙΑ ΣΥΝΟΡΑ

Στην πορεία της [προεκλογικής] εκστρατείας, ο Μπάιντεν δεσμεύθηκε να αντιστρέψει πολλές από τις πολιτικές ασύλου του Τραμπ μέσα στις πρώτες 100 ημέρες του ως πρόεδρος. Και την πρώτη του ημέρα στο αξίωμα, η κυβέρνησή του έπαψε να εγγράφει νέους αιτούντες άσυλο μέσω της πολιτικής «Παραμείνετε στο Μεξικό». Εκτός όμως από την εντολή για μια αναθεώρηση της πολιτικής, η ομάδα του Μπάιντεν ήταν σιωπηλή για την τύχη έως και 25.000 αιτούντων άσυλο που είναι εγγεγραμμένοι στο πρόγραμμα «Remain in Mexico» και περιμένουν στα βόρεια σύνορα του Μεξικό. Και η εντολή του CDC που επιβάλλει την απέλαση των περισσότερων μη εγκεκριμένων μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων άσυλο, παραμένει σε ισχύ.

Ο Λευκός Οίκος φαίνεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων, φοβούμενος ότι μια ξαφνική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να γίνει καταλύτης για μια μεγάλη εισροή μεταναστών από τα σύνορα. Ακόμα και πριν από την ορκωμοσία, τα μέλη της ομάδας του Μπάιντεν φάνηκαν να μετριάζουν τις προσδοκίες. Η Susan Rice, η νέα διευθύντρια του Συμβουλίου Εσωτερικής Πολιτικής του Λευκού Οίκου, είπε στο ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων EFE [4] ότι η διοίκηση θα συνεχίσει την διαδικασία ασύλου στα σύνορα όταν έχει «την ικανότητα να το πράξει με ασφάλεια και να προστατεύσει την δημόσια υγεία». Με την πανδημία να μαίνεται και τα καραβάνια των μεταναστών να οργανώνονται νότια των συνόρων, η διοίκηση προσέχει να μην κινηθεί πολύ γρήγορα.

Αλλά ο Μπάιντεν πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο το τι έκανε η κυβέρνηση Τραμπ στο σύστημα ασύλου, αλλά και το τι δεν έκανε. Η γραφειοκρατική υποδομή, οι δυνατότητες και οι διαδικασίες της Συνοριοφυλακής των ΗΠΑ και άλλων υπηρεσιών που ασχολούνται με την ασφάλεια των συνόρων είναι ξεπερασμένες και χρειάζονται απεγνωσμένα μεταρρύθμιση. Σε γενικές γραμμές, σχεδιάστηκαν για ένα προηγούμενο κύμα μετανάστευσης, το οποίο κυριαρχείτο από ενήλικα άτομα που έρχονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες για αναζήτηση εργασίας. Καθώς οι αιτούντες άσυλο, οι οικογένειες, και τα παιδιά έχουν φτάσει να αποτελούν ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό αφίξεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ενημερώσει την στρατηγική τους στα νότια σύνορα. Παραμένουν επικεντρωμένες στην επιβολή πάνω απ' όλα τα άλλα, και δεν κατάφεραν να επενδύσουν στην ικανότητα της ανθρωπιστικής και αποτελεσματικής εξέτασης και επεξεργασίας των ευάλωτων πληθυσμών.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επομένως να εξισορροπήσει τις δρακόντειες πολιτικές του Τραμπ με τον εκσυγχρονισμό της στρατηγικής για τα νότια σύνορα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει μικτές ροές μεταναστών και αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, θα πρέπει να το πράξει σιγά-σιγά, ώστε να μην δώσει την εντύπωση ότι απελευθερώνει ξαφνικά τις πολιτικές ασύλου, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλες νέες ροές από την Κεντρική Αμερική [5] και το Μεξικό.

ΑΝΑΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ο Μπάιντεν έχει επίσης δεσμευτεί να αποκαταστήσει την ηγεσία των ΗΠΑ στην επανεγκατάσταση των προσφύγων. Ως πρόεδρος, έχει πλέον την εκτελεστική εξουσία να λάβει πολλά από τα απαιτούμενα μέτρα για να το πράξει. Για παράδειγμα, έχει την διακριτική ευχέρεια, ύστερα από διαβούλευση με το Κογκρέσο, να εκπληρώσει την υπόσχεσή του να αυξήσει το ανώτατο όριο για τις εισαγωγές από 15.000 σε 125.000 για το οικονομικό έτος 2022, που ξεκινά τον Οκτώβριο.

Ωστόσο, πολλοί υποστηρικτές των προσφύγων πιέζουν τον Μπάιντεν να αναθεωρήσει το ανώτατο όριο του τρέχοντος έτους, το οποίο καθορίστηκε από τον Τραμπ. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Ο νόμος του 1980 για τους πρόσφυγες εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο να αναθεωρεί το ανώτατο όριο εισδοχής προσφύγων, αλλά μόνο ως απάντηση σε μια «απρόβλεπτη προσφυγική κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Δεδομένου ότι πολλές από τις κρίσεις που έχουν δημιουργήσει τους περισσότερους πρόσφυγες εξελίσσονται επί μακρόν, κάθε προσπάθεια αύξησης του ανώτατου ορίου χωρίς έναν ισχυρό λόγο θα μπορούσε να προκαλέσει νομικές προκλήσεις.

Ο Μπάιντεν πρέπει επίσης να εμφυσήσει νέα ζωή στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και στις συνεργαζόμενες οργανώσεις που επεξεργάζονται, εισάγουν, και δέχονται πρόσφυγες που επανεγκαθίστανται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2016, ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι και εργαζόμενοι του μη κερδοσκοπικού τομέα που εμπλέκονται στην διευθέτηση των προσφύγων εξέφρασαν ιδιωτικές ανησυχίες σχετικά με το εάν το σύστημα επανεγκατάστασης θα μπορούσε να αντέξει την προτεινόμενη αύξηση του ανώτατου ορίου του Ομπάμα από 85.000 σε 110.000 για το οικονομικό έτος 2017. Τώρα, το σύστημα βρίσκεται σε πολύ μεγαλύτερη πίεση -και αναμένεται να αυξήσει την επανεγκατάσταση σε 125.000 για το οικονομικό έτος 2022.

Οι οργανισμοί επανεγκατάστασης έχουν δηλώσει ότι είναι έτοιμοι να αναβιώσουν γρήγορα τις δραστηριότητές τους με την επαναπρόσληψη προσωπικού και το άνοιγμα των γραφείων. Η διοίκηση του Μπάιντεν μπορεί επίσης να προσλάβει νέα στελέχη για το Προσφυγικό Σώμα Υπηκοότητας και Μετανάστευσης των ΗΠΑ (USCIS), αν και κάτι τέτοιο θα απαιτήσει πρόσθετη χρηματοδότηση. Πιο δύσκολη θα είναι η υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων που θα δεχθούν μεγάλο αριθμό προσφύγων βάσει του σχεδίου της διοίκησης, βοηθώντας τους νεοεισερχόμενους να βρουν εργασία, να μάθουν αγγλικά και να αποκτήσουν πρόσβαση σε ιατρικές και ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες. Οι τρέχουσες πολιτικές περί εγκατάστασης τείνουν να συγκεντρώνουν τους πρόσφυγες σε σχετικά μικρό αριθμό τοποθεσιών, αυξάνοντας τον τοπικό αντίκτυπο της επανεγκατάστασης. Πολλές από αυτές τις κοινότητες -και οι ήδη πιεσμένοι πάροχοι κοινωνικών υπηρεσιών τους- παλεύουν κάτω από το βάρος της πανδημίας και της επακόλουθης ύφεσης. Μπορεί να δυσκολευτούν διπλά να εξυπηρετήσουν ευάλωτους νεοεισερχόμενους.

Ένα τελευταίο σύνολο εμποδίων για την αποκατάσταση της επανεγκατάστασης προσφύγων είναι οι νέες απαιτήσεις ελέγχου για πρόσφυγες ορισμένων εθνικοτήτων που καθιέρωσε η κυβέρνηση Τραμπ τον Οκτώβριο του 2017 και οι οποίοι έχουν επιβραδύνει δραστικά την επεξεργασία προσφύγων. Οι πρόσφυγες από περισσότερα εθνικά και δημογραφικά υπόβαθρα πρέπει τώρα να υποβληθούν σε πρόσθετα επίπεδα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της παροχής προφίλ στα social media και ενός ιστορικού των φυσικών διευθύνσεών τους σε βάθος δέκα ετών. Η συλλογή και αξιολόγηση όλων αυτών των δεδομένων δημιούργησε επιπλέον καθυστερήσεις, οι οποίες με την σειρά τους επιδεινώθηκαν λόγω ελλείψεων στελέχωσης.

Η διοίκηση Μπάιντεν μπορεί να καταργήσει τις περισσότερες από αυτές τις απαιτήσεις εκδίδοντας νέες εσωτερικές διαδικασίες και οδηγίες για τους ομοσπονδιακούς οργανισμούς και τους συνεργάτες τους, αλλά θα πρέπει να το πράξει με τρόπο που να μην προκαλεί κατηγορίες περί αποδυνάμωσης της ασφάλειας. Οι υποστηρικτές των προσφύγων ζήτησαν έτσι πλήρη έλεγχο των τρεχουσών διαδικασιών ασφαλείας για να προσδιορίσουν ποιες από αυτές προσθέτουν αξία και ποιες θα μπορούσαν να εξορθολογιστούν ή να εξαλειφθούν εντελώς. Μια παρόμοια αναθεώρηση των τοπικών πολιτικών και διαδικασιών εγκατάστασης θα μπορούσε να συμβάλει στην διασφάλιση ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο σχετικά με τον αριθμό των προσφύγων που πρέπει να γίνουν δεκτοί και πού να επανεγκατασταθούν, αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες και τις ανησυχίες των κοινοτήτων που τελικά θα υποδεχθούν τις νέες αφίξεις.

ΕΝΑ ΦΙΛΟΞΕΝΟ ΕΘΝΟΣ;

Για να αναστήσει τα αμερικανικά συστήματα του ασύλου και της επανεγκατάστασης προσφύγων, ο Μπάιντεν θα πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κοινού και την υποστήριξή του προς αμφότερα. Άλλοτε τομείς ευρείας δικομματικής υποστήριξης, το άσυλο και η επανεγκατάσταση έχουν πολιτικοποιηθεί -σταδιακά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και έπειτα γρήγορα υπό τον Τραμπ. Αντιμετωπίζοντας όλους τους αιτούντες άσυλο ως σαν αυτοί να εκμεταλλεύονται το σύστημα, και όλους τους πρόσφυγες σαν απειλές για την ασφάλεια, η κυβέρνηση Trump προσπάθησε να δυσφημίσει τα συστήματα ασύλου και επανεγκατάστασης και να μειώσει την αποτελεσματικότητά τους. Ένα τμήμα του κοινού έχει ενσωματώσει αυτό το αφήγημα και δεν θα μεταπεισθεί δια μιας.

Ωστόσο, η υποστήριξη για το άσυλο και την επανεγκατάσταση των προσφύγων παραμένει ισχυρή σε άλλα τμήματα του πληθυσμού και μπορεί ακόμη και να έχει ενισχυθεί μεταξύ των αντιπάλων του Τραμπ. Το 2019, ο Τραμπ εξέδωσε μια εντολή που απαιτούσε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να λάβει την συγκατάθεση των πολιτειών όπου επρόκειτο να επανεγκατασταθούν πρόσφυγες. Σύμφωνα με πληροφορίες, αξιωματούχοι της διοίκησης εξεπλάγησαν όταν 42 πολιτείες απάντησαν ότι ήθελαν να δεχτούν νεοεισερχόμενους -το αποτέλεσμα εκτεταμένων προσπαθειών υπεράσπισης από τοπικούς υποστηρικτές της επανεγκατάστασης. Δεν θα έπρεπε όμως να εκπλήσσονται˙ σε μια πρόσφατη έρευνα, σχεδόν τα τρία τέταρτα των Αμερικανών [5] δήλωσαν ότι η υποδοχή προσφύγων είναι ένας «σημαντικός στόχος» για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να διατηρήσει -και ιδανικά, να επεκταθεί- αυτή η υποστήριξη για ανθρωπιστικές προστασίες, η ομάδα του Μπάιντεν θα χρειαστεί να ανοικοδομήσει και να μεταρρυθμίσει τα συστήματα ασύλου και επανεγκατάστασης των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις σύγχρονες πραγματικότητες, να προστατεύσουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη, και να αποτρέψουν την κακή χρήση τους.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.migrationpolicy.org/
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-07-16/trumps-incendiary-rhe...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/mexico/2018-07-03/what-if-mexico...
[4] https://www.washingtonpost.com/national/biden-immigration-policy-changes...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/el-salvador/2018-11-07/migration...
[6] https://www.prri.org/wp-content/uploads/2020/03/PRRI_Mar_2020_Immigratio...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/central-america-caribbean/2021-0...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition