Γιατί παραμελείται συστηματικά η ανταγωνιστικότητα; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί παραμελείται συστηματικά η ανταγωνιστικότητα;

Η αριστερά, ο μερκαντιλισμός και το διεθνές εμπόριο*
Περίληψη: 

Η αριστερή ιδεολογία, ιδίως στην ακραία εξισωτική της μορφή, βρίσκεται σε μετωπική σύγκρουση με την επιδίωξη ανταγωνιστικότητας. Όχι μόνο ο ανταγωνισμός αλλά και ο συναγωνισμός βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με τον ακραίο εξισωτισμό της αριστεράς. Επομένως, στον βαθμό που η αριστερή ιδεολογία επηρεάζει την κοινή γνώμη, είναι αναμενόμενο ότι ούτε η επιδίωξη ισχυρότερου ανταγωνισμού στην οικονομία, ούτε η ενίσχυση της εθνικής ανταγωνιστικότητας θα αποτελούν προτεραιότητα στην πολιτική ζωή.

Ο ΘΑΝΟΣ ΣΚΟΥΡΑΣ είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο άμεσος λόγος για τον οποίο η ανταγωνιστικότητα παραμελείται στην άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι αναμφίβολα πολιτικός. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και κάθε μεταρρύθμιση αναπόφευκτα θίγει κάποια συμφέροντα. Η αντίδραση των θιγομένων συμφερόντων, ιδίως εάν αυτά είναι καλά οργανωμένα, πιέζει την κυβέρνηση και επιτυγχάνει να ματαιώσει ή ουσιαστικά να αποδυναμώσει τις μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα.

23022021-2.jpg

Διαδηλωτής φωνάζει συνθήματα κατά την διάρκεια διαμαρτυρίας δασκάλων και μαθητών ενάντια σε μια νομοθεσία σχετικά με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, μπροστά από το κοινοβούλιο στην Αθήνα, στις 13 Μαΐου 2020. REUTERS/Alkis Konstantinidis
-------------------------------------------------------

Ο άμεσος λόγος για την παραμέληση της ανταγωνιστικότητας δεν είναι όμως απαραίτητα ο πιο βασικός. Τα θιγόμενα συμφέροντα πάντα εμποδίζουν όσο μπορούν τις ανεπιθύμητες πολιτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Πάντα υπάρχουν εμπόδια και αντιρρήσεις, κι όμως κάποιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις προχωρούν. Το ερώτημα επομένως είναι τι ενισχύει και κάνει πιο αποτελεσματικές τις αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις για την ανταγωνιστικότητα.

Οι βαθύτεροι λόγοι που καθιστούν ισχυρότερα τα εμπόδια σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις και κάμπτουν την πολιτική βούληση για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι δυο: ο ένας προέρχεται από την κοινή αντίληψη της ανταγωνιστικότητας που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Ο δεύτερος σχετίζεται με την προβληματική κατανόηση και αποδοχή της ανταγωνιστικότητας στην οικονομική θεωρία και την επιφυλακτικότητα των οικονομολόγων στην επιδίωξή της. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον καθίσταται πιο δεκτικό στις αντιδράσεις των θιγομένων κοινωνικών ομάδων και λιγότερο αποφασιστικό στην επιδίωξη μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας.

«ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» [1]

Η έννοια της ανταγωνιστικότητας μπορεί να έχει θετική ή αρνητική χροιά και η σημασία της δεν είναι πάντα προφανής. Ας ξεκινήσουμε από τον ορισμό που δίνει το λεξικό του Μπαμπινιώτη [2]. Σύμφωνα με το λεξικό, η ανταγωνιστικότητα έχει δύο έννοιες, 1. ο ανταγωνισμός, η δημιουργία αντιπαλότητας, π.χ. η ανταγωνιστικότητα μεταξύ των μαθητών για την πρωτιά οδηγεί στην βαθμοθηρία, 2. η ικανότητα ή δυνατότητα να είναι κανείς/κάτι ανταγωνιστικός/ό, π.χ. η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Και τι σημαίνει ανταγωνιστικός; Σύμφωνα με το λεξικό, αυτός που σχετίζεται με τον ανταγωνισμό ή είναι ικανός για ανταγωνισμό. Διόλου διαφωτιστικοί κυκλικοί ορισμοί που τελικά παραπέμπουν στον ορισμό του ανταγωνισμού, αν δεν εξισώνουν πλήρως την ανταγωνιστικότητα με τον ανταγωνισμό.

Τι λέει λοιπόν το λεξικό για τον ανταγωνισμό; Ανταγωνισμός είναι ο αγώνας μεταξύ αντιπάλων που έχουν τις ίδιες ή παραπλήσιες επιδιώξεις, με σκοπό την ανάδειξη , την επικράτηση, τη νίκη του ενός. Παράδειγμα, ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών συχνά επιδρά βλαπτικά στις μεταξύ τους σχέσεις. Ως συνώνυμα του ανταγωνισμού, αναφέρονται η αντιπαλότητα και η αντιζηλία, ενώ αντίθετα είναι η αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, σύμπραξη, συνεργασία.

Διευκρινίζεται επίσης, ότι «ο ανταγωνισμός διαφέρει από τον συναγωνισμό στο ότι ο ανταγωνισμός προϋποθέτει αντιπαλότητα που μπορεί να φτάνει μέχρι την σύγκρουση, ενώ ο συναγωνισμός δηλώνει τον παράλληλο αγώνα, τον διαγωνισμό και την διεκδίκηση, απαλλαγμένη από διαμάχες και συγκρούσεις». Τέλος, το λεξικό μάς πληροφορεί σχετικά με την ετυμολογία του ανταγωνισμού, και αυτό είναι ίσως κρίσιμης σημασίας, ότι «η λέξη μαρτυρείται από το 1886». Πρόκειται επομένως για σχετικά νέα λέξη που κατά πάσα πιθανότητα προέκυψε από μετάφραση της λατινογενούς λέξης competition.

Είναι νομίζω σαφές ότι, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, ο ανταγωνισμός και η ανταγωνιστικότητα έχουν αρνητική χροιά. Επομένως, είναι αναμενόμενο ότι η κοινωνία προσδίδει αρνητική χροιά και στην ανταγωνιστικότητα πού αφορά στην οικονομική δραστηριότητα. Η ανταγωνιστικότητα στο οικονομικό πεδίο δεν είναι αυταπόδεικτα κοινωνικά επιθυμητή και η επιδίωξή της, ακόμη και εάν πρόκειται για την εθνική οικονομία, αντιμετωπίζεται αν όχι αρνητικά τουλάχιστον ιδιαίτερα επιφυλακτικά.

Δεδομένης της παραπάνω κοινωνικής αντίληψης, δεν είναι περίεργο ότι η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας δεν αποτελεί δημοφιλή πολιτικό στόχο για κανένα κόμμα, ούτε ότι το κοινωνικό σύνολο είναι δεκτικό στις αντιδράσεις κοινωνικών ομάδων που θίγονται από σχετικές μεταρρυθμίσεις. Η δυσκολία σθεναρής υποστήριξης μέτρων για την ανταγωνιστικότητα στην ελληνική περίπτωση εξηγείται και από έναν πρόσθετο παράγοντα που επιτείνει την αρνητική χροιά του ανταγωνισμού και της ανταγωνιστικότητας.

Η αριστερή ιδεολογία έχει μεγάλο βάρος στην ελληνική κοινωνία και η επιδίωξη της ισότητας, που είναι πάντα το βασικό αίτημα της αριστεράς, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής πολιτικός στόχος. Για ένα σημαντικό μέρος, μάλιστα, της αριστεράς, η ισότητα αποτελεί την αναμφίβολα πρωτεύουσα αν όχι αποκλειστική επιδίωξη της πολιτικής δραστηριοποίησης. Επιπλέον, η επιδιωκόμενη ισότητα αφορά όχι μόνο στις ευκαιρίες αλλά και στα αποτελέσματα κάθε πολιτικής πράξης, πράγμα που κατά κανόνα μπορεί πρακτικά να επιτευχθεί μόνο με εξισωτισμό προς τα κάτω.