Τα μυστικά της γερμανικής επιτυχίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα μυστικά της γερμανικής επιτυχίας

Τι μπορεί να διδάξει στις ΗΠΑ η βιομηχανική ατμομηχανή της Ευρώπης

Η γερμανική αισιοδοξία φαίνεται διασφαλισμένη: Ενώ στις ΗΠΑ η ανεργία αυξήθηκε στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης από το 4,6% το 2007 στο 9% το 2011 (εποχικά προσαρμοσμένη), στη Γερμανία μειώθηκε από 8,5% στο 7,1% το ίδιο διάστημα. Για πρώτη φορά από το 1992 λιγότεροι από ένα εκατομμύριο Γερμανοί είναι άνεργοι. Από την εποχή που ο Πρόεδρος Ομπάμα απευθυνόταν στους αμερικανούς τον Ιανουάριο του 2011 στον λόγο του για την Κατάσταση του Έθνους (State of the Union) ότι οι ΗΠΑ πρέπει να διπλασιάσουν τις εξαγωγές τους, η Γερμανία, αθόρυβα, έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου (μετά την Κίνα). Όντως, οι γερμανικές εξαγωγές συνεισέφεραν τα δύο τρίτα της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας μέσα στην περασμένη δεκαετία και οδήγησαν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε γρηγορότερη αύξηση από όσο σε οποιοδήποτε άλλο μεγάλο βιομηχανικό κράτος.
¨όταν πρόκειται για την προώθηση των εξαγωγών, βεβαίως, η ανάγκη της διατήρησης ή και της αύξησης του μεγέθους του μεταποιητικού τομέα ειδικώς, αποτελεί για δεκαετίες αξίωμα στις κύριες ανεπτυγμένες χώρες. Πολιτικοί και ψηφοφόροι ομοίως πιστεύουν ότι το να έχουν επιχειρήσεις που «φτιάχνουν κάτι» είναι το κλειδί της οικονομικής επιτυχίας, κατά ένα μέρος επειδή ιστορικά η μεταποίηση πληρώνει μισθούς πάνω από τον μέσο όρο. Από την πλευρά της η Γερμανία αγκάλιασε την μεταποίηση, και μεγάλο μέρος της επιτυχίας της οφείλεται σε αυτή την απόφασή της.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ
Οι γερμανοί πιστώνουν τόσο τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα για την επιτυχία της χώρας τους. Η γερμανική κυβέρνηση, ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του Γκέρχαρντ Σρέντερ ο οποίος ήταν Καγκελάριος από το 1998 ως το 2005, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στις αρχές του 2005, ο Σρέντερ πέρασε από το κοινοβούλιο ένα τεράστιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο αποκάλεσε Ατζέντα 2010. Με την πράξη του αυτή δημιούργησε πολιτικό κόστος για την Καγκελαρία. Το κόμμα του υπέστη βαριά ήττα στις ανοιξιάτικες περιφερειακές εκλογές και όταν ο Σρέντερ προχώρησε σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, έχασε την εξουσία. Αλλά η Ατζέντα 2010 επιβίωσε και με επιτυχία περιέστειλε το κράτος πρόνοιας, μεταξύ άλλων μειώνοντας τα επιδόματα ανεργίας για να ενθαρρύνει την εργασία, χαλαρώνοντας τις αυστηρές ρυθμιστικές πρακτικές και διαμορφώνοντας μια μεγάλη συμφωνία με τα εργατικά συνδικάτα όπου οι συνδικαλιστές συμφώνησαν να κρατηθούν οι μισθοί σε χαμηλά επίπεδα με αντάλλαγμα την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας.
Αυτή η εξασφάλιση της εργασίας έγινε γενικώς εφικτή μέσω ενός σχήματος «περικεκομμένης εργασίας»: Οι εργαζόμενοι δούλευαν λιγότερες ώρες προκειμένου να αποφευχθούν απολύσεις και η κυβέρνηση κάλυπτε μέρος του χαμένου εισοδήματός τους. Περίπου 1,5 εκατομμύρια γερμανοί εντάχθηκαν στο πρόγραμμα όταν αυτό ήταν στο απόγειό του, το Μάιο του 2009, με κόστος για το δημόσιο στα 4,6 δις. ευρώ μόνο για εκείνη τη χρονιά. Σύμφωνα με μια μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 2009, το πρόγραμμα αυτό διέσωσε περίπου 500.000 θέσεις εργασίας στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.
Τουλάχιστον ίσης σπουδαιότητας ήταν ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα των αναρίθμητων μικρών και μεσαίων μεταποιητικών επιχειρήσεων που οι γερμανοί ονομάζουν Mittelstand. Αυτές οι επιχειρήσεις συνδυάζουν τα προτερήματα μιας σταθερής οικογενειακής ιδιοκτησίας με την επιδίωξη να κατασκευάζουν εξελιγμένα προϊόντα που οι αναδυόμενες αγορές δεν μπορούν εύκολα να αντιγράψουν. Όπως οι γερμανοί αρέσκονται να λένε «Φτιάχνουμε το πράγμα που πηγαίνει μέσα στο πράγμα που πηγαίνει μέσα στο πράγμα». Παρά το ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις υποκύπτουν σε θετικές και αρνητικές συνέπειες – μπλέκονται σε οικογενειακές διαμάχες και έχουν προβλήματα διαδοχής – η συνολική επιτυχία των εταιρειών αυτών αναγνωρίζεται γενικώς. Οι Mittelstand σήμερα απασχολούν εκατομμύρια εργαζόμενους και φαίνεται ότι έχουν ψηλότερα στις προτεραιότητές τους να μισθοδοτούν γερμανούς από όσο κάνουν οι εισηγμένοι πολυεθνικοί κολοσσοί. Πολλοί γερμανοί πιστεύουν ότι αφού οι Mittelstand ανήκουν σε ιδιώτες εστιάζουν περισσότερο στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη παρά στα βραχυπρόθεσμα κέρδη.
Ένα σημαντικό μέρος της γερμανικής βιομηχανικής επιτυχίας μπορεί να ανιχνευθεί σε δύο μεταποιητικούς τομείς. Ο πρώτος, κυριαρχείται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (Mittelstand) και περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις που κατασκευάζουν τις εξελιγμένες εργαλειομηχανές τις οποίες χρειάζονται οι αναδυόμενες οικονομίες προκειμένου να αναπτύξουν την δική τους μεταποίηση. Αυτό μπορεί να μοιάζει σαν να πουλά κάποιος όπλα στον αντίπαλό του αλλά έχει δουλέψει καλά για τη Γερμανία. Ο δεύτερος τομέας περιλαμβάνει τις εμβληματικές γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες (BMW, Daimler, Porsche, Audi, κ.λπ.). Η αυτοκινητοβιομηχανία, βεβαίως, αποτελεί το κέντρο της γερμανικής οικονομίας, συνθέτοντας περί το 20% του ΑΕΠ της. Ειδικότερα, τα ακριβά και πολυτελή αυτοκίνητα έχουν γίνει ανάρπαστα για τους πλούσιους καταναλωτές στις ταχέως αναπτυσσόμενες νέες αγορές, όπως η Κίνα, η οποία καλύπτει μόνη της το 25% των συνολικών κερδών της BMW.
Κάποιοι προειδοποιούν ότι η γερμανική οικονομία είναι υπερβολικά προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές και έτσι γίνεται ευάλωτη στις μεταπτώσεις της διεθνούς οικονομίας. Όμως η επιτυχία της χώρας σας εξαγωγέας δημιούργησε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο που ενίσχυσε την γερμανική οικονομία. Οι αυξημένες εξαγωγές δημιούργησαν αυξημένα κέρδη και περισσότερες θέσεις εργασίας, και αυτές από την πλευρά τους ενίσχυσαν την εγχώρια ζήτηση για καταναλωτικά προϊόντα. Οι εξαγωγές της Γερμανίας τον Φεβρουάριο του 2011 ήταν 21% αυξημένες σε σχέση με ένα χρόνο πριν, και οι εισαγωγές της ήταν 27% περισσότερες.
ΚΑΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Ε., ΚΑΛΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Παρά το γεγονός ότι ο γερμανικός δημόσιος και ιδιωτικός τομέας αξίζουν τεράστιο έπαινο για τα επιτεύγματά τους, οι αιτίες για τον οικονομικό θρίαμβο της Γερμανίας είναι πιο πολύπλοκες. Δεν έχουν όλες οι πολιτικές της Γερμανίας θετικό αντίκτυπο – ιδιαίτερα η απόφαση να συγκρατηθούν οι μισθοί. Σύμφωνα με μια αναφορά του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας τον Δεκέμβριο του 2010, οι πραγματικές αποδοχές στη χώρα έπεσαν κατά 4,5% στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Με άλλα λόγια παρότι η Γερμανία πουλούσε περισσότερο και εύρισκε καινοτόμους τρόπους για να κρατά απασχολούμενους τους περισσότερους πολίτες της, απέτυχε να προσφέρει στους περισσότερους γερμανούς βελτιωμένη ποιότητα ζωής. Αναπόφευκτα δε, οι μισθοί μπορεί να κρατηθούν χαμηλά για καιρό μόνο όσο αντιστοιχούν σε μια κατά τα άλλα υγιή οικονομία. Έτσι, οι πραγματικές αποδοχές άρχισαν να αυξάνουν – κατά 1,5% το 2010 – οριακά διαβρώνοντας την γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα περικεκομμένης εργασίας επηρέασε δυσμενώς την παραγωγικότητα: Μεταξύ του 2007 και του 2009, το ανά εργαζόμενο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 5% στη Γερμανία ενώ αυξήθηκε κατά 2% στις ΗΠΑ. Η προσπάθεια να επιτευχθούν δύο διαφορετικοί στόχοι, από τη μια η μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας ή της ανταγωνιστικότητας και από την άλλη η αύξηση της απασχόλησης είναι κάτι που όλες οι ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν. Κατά κάποιο τρόπο η Γερμανία και οι ΗΠΑ βρίσκονται στα δύο αντίθετα άκρα αυτού του φάσματος. Η Γερμανία μεγιστοποιεί την απασχόληση και το ΑΕΕΠ της υποφέρει. Η ευέλικτη οικονομία των ΗΠΑ τείνει να μεγιστοποιήσει την παραγωγικότητα και σαν αποτέλεσμα έχει μεγαλύτερη ανεργία.
Στο μεταξύ, η εισαγωγή του ευρώ το 1999 έφερε αθόρυβα άλλο ένα πλεονέκτημα στην γερμανική οικονομία: συνέκρινε την χώρα με άλλες των οποίων η παραγωγικότητα, μετρημένη με το μοναδιαίο κόστος εργασίας, ήταν στάσιμες, ειδικότερα η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία αλλά ακόμα και η Γαλλία. Από το 1999 η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας αυξήθηκε κτά περίπου 20%. Έτσι η Γερμανία κερδίζει περισσότερες δουλειές παγκοσμίως όταν ανταγωνίζεται άλλες χώρες της ευρωζώνης στον εξαγωγικό τομέα. Μέχρι που τις ξεπερνά και στην ίδια την εσωτερική τους αγορά. Περί το 80% του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος προέρχεται από το εμπόριο με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ασθενείς οικονομικές επιδόσεις της ευρωζώνης και οι κρίσεις εθνικού χρέους που σιγοβράζουν σε πολλές περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης κράτησαν το ευρώ πολύ χαμηλότερα από όσο θα άξιζε το μάρκο σήμερα εάν υπήρχε. (Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, αν η Γερμανία εγκατέλειπε το ευρώ, το νόμισμά της θα ανατιμάτο κατά 30% με 40%). Αυτό δίνει στη Γερμανίς ένα τεράστιο ανταγωνιστικό εμπορικό πλεονέκτημα απέναντι σε χώρες με δικό τους, πιο ακριβό νόμισμα, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Η οικονομική ώθηση από την υποτίμηση του ευρώ ήταν τόσο ισχυρή ώστε η μεγαλύτερη ανησυχία σήμερα στη Γερμανία είναι ότι η οικονομία της μπορεί να υπερθερμανθεί και να πυροδοτήσει πληθωρισμό.
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Παρά τα όποια ελαττώματα, το γερμανικό μοντέλο δείχνει ότι μια ανεπτυγμένη χώρα μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική ακόμα και σε έναν κόσμο όπου νέοι οικονομικοί γίγαντες, όπως η Κίνα, η Ινδία και άλλοι, αναδύονται. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται αποφασιστική πολιτική ηγεσία – του είδους που επέδειξε ο Σρέντερ το 2005 – όπως επίσης και το να διαγνώσει κανείς τους σωστούς τρόπους να εκμεταλλευτεί κανείς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Η Γερμανία πέτυχε κυρίως μέσω της εστίασής της στην εξειδικευμένη μεταποίηση και τις εμβληματικές φίρμες. Με δεδομένο το πολύ χαμηλότερο κόστος εργασίας και την ταχέως αυξανόμενη παραγωγικότητα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, δίνοντας έμφαση στα ανώτερα τμήματα της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να προχωρήσουν οι ανεπτυγμένες οικονομίες. Το 2009 το κόστος εργασίας στη General Motors ήταν 55$ ανά ώρα στις ΗΠΑ, 7 δολάρια στο Μεξικό, 4,5 δολάρια στην Κίνα και μόλις ένα δολάριο στην Ινδία για την ίδια εργασία. Παρά το γεγονός ότι η παραγωγικότητα στο Μεξικό, την Κίνα και την Ινδία είναι χαμηλότερη από όσο στις ΗΠΑ η διαφορά στους μισθούς την αντισταθμίζει με το παραπάνω.
Όπως δείχνει το γερμανικό παράδειγμα, προϊόντα ανώτερης ποιότητας μερικά έστω με αναγνωρίσιμη μάρκα, μπορούν να προωθήσουν μια ολόκληρη οικονομία. Παρά το γεγονός ότι οι τοπικά παραγόμενες Buicks έχουν κάνει τεράστια επιτυχία στην Κίνα, οι ΗΠΑ δεν έχουν φίρμες αυτοκινήτων με επαρκή αξία μάρκας ώστε να ανταγωνιστούν για το ανώτερο οικονομικά τμήμα των καταναλωτών της Κίνας. Αλλά έχουν ένα αξιοζήλευτο κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς σε αρκετούς υψηλής ανάπτυξης τομείς, όπως τα κοινωνικά δίκτυα (Google και Facebook), η ψυχαγωγία, η τεχνολογία και τα χρηματοπιστωτικά.
Οι ΗΠΑ, ωστόσο, πρέπει να διακατέχεται από ρεαλισμό. Δεδομένων των υψηλών ρυθμών επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες καθώς και του γεγονότος ότι οι εργαζόμενοι στις χώρες αυτές γίνονται όλο και περισσότερο εξειδικευμένοι, ακόμα και οι εξυπνότερες κυβερνητικές πολιτικές δεν μπορούν να κρατήσουν το παγκόσμιο μερίδιο εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων που κατέχει η οικονομία των ΗΠΑ από το να αποκλιμακωθεί. Ατό θα σημάνει ακόμα περισσότερες μετακινήσεις ανθρώπων πρόβλημα το οποίο η Ουάσιγκτον προσπαθεί να βελτιώσει. Δημιουργικές προσεγγίσεις κατά το πρότυπο της γερμανικής Ατζέντας 2010 θα βοηθούσαν. Παρότι το πρόγραμμα περικεκομμένης εργασίας είχε τα μειονεκτήματά του, με το να διευρύνει ευκαιρίες απασχόλησης σε μεγαλύτερο εύρος εργατικού δυναμικού υπήρξε πρόληψη κάποιων άλλων δυσβάσταχτων κοινωνικών βαρών, όπως η υψηλή ανεργία την οποία βιώνουν τώρα οι ΗΠΑ. Και όπως η Γερμανία κέρδισε από την εμμονή της να δημιουργεί μηχανικούς υψηλού επιπέδου και εκπαίδευσης, οι ΗΠΑ θα επωφεληθούν από προγράμματα καλύτερης τεχνικής εκπαίδευσης.
Οι ΗΠΑ μπορούν να εμπνευστούν ακόμα από την αυξανόμενη τάση της Γερμανίας να ενθαρρύνει νέους βιομηχανικούς τομείς, όπως οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Κατά την τυπική γερμανική προσέγγιση, οι «πράσινες» μεταποιητικές επιχειρήσεις της παράγουν προϊόντα αιχμής, όπως φωτοβολταϊκά στοιχεία και εργαλειομηχανές για την παραγωγή φωτοβολταϊκών στοιχείων. Χάρη σε νέους νόμους που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, πέρσι στη γερμανική «πράσινη» βιομηχανία εισέρευσαν 41 δις. δολάρια σε νέες επενδύσεις. Στις ΗΠΑ τον αντίστοιχο μέγεθος έφθασε τα 34 δις. δολάρια. Τέτοιες κυβερνητικές παρεμβάσεις μπορούν, βεβαίως, να δημιουργήσουν ολισθηρές ατραπούς καθώς ελλοχεύει το ρίσκο της κακοδιοίκησης και της κακής εκτέλεσης των σχεδίων. Αλλά τουλάχιστον κάποια από αυτά τα ρίσκα μπορούν να μετριαστούν αν η κυβέρνηση επιμείνει ότι τα κεφάλαιά της θα χρησιμοποιηθούν για να μοχλεύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.
Η Γερμανία έζησε μεγάλο χρονικό διάστημα εξάγοντας σε άλλες αγορές. Οι ΗΠΑ θα κερδίσουν αν υιοθετήσουν έναν τέτοιο προσανατολισμό στην οικονομία τους. Στη Γερμανία, ακόμα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι διεθνοποιημένες. Πολλοί έχουν ζήσει και εργαστεί έξω από τη Γερμανία και μιλάνε άψογα τα Αγγλικά – την παγκόσμια γλώσσα των επιχειρήσεων. Η ρητορική του Ομπάμα για διπλασιασμό των εξαγωγών αντιπροσωπεύει τουλάχιστον ένα πρώτο βήμα στο να επικεντρωθούν οι ΗΠΑ στις διεθνείς αγορές.
Οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης τις ανεπτυγμένες χώρες – κει ειδικότερα για του εργαζόμενους στις χώρες αυτές – είναι πραγματικές. Η επιτυχία της Γερμανίας ως εξαγωγέα ανώτερων μεταποιητικών προϊόντων δεν είναι αδιαμφισβήτητη αλλά στον αντίποδα, το γερμανικό παράδειγμα δείχνει ότι ένας συνδυασμός καλής επίδοσης του ιδιωτικού τομέα και μιας ευαίσθητης πολιτικής προσέγγισης μπορεί να ενθαρρύνει την πραγματική ανάπτυξη, ακόμα και στη Δύση. Αν λείψει μια πιο προσεκτική προσέγγιση, η αμερικανική βιομηχανία μπορεί να βρει τον εαυτό της κάτω από αδυσώπητη πίεση καθώς η παγκοσμιοποίηση αναπτύσσεται αμείλικτα.
Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.