Η Αναπόφευκτη Υπερδύναμη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αναπόφευκτη Υπερδύναμη

Γιατί η Κυριαρχία της Κίνας Είναι Σίγουρη

Για αυτούς που έχουν δανειστεί, οι πιστωτές μπορούν να μοιάζουν σαν δικτάτορες. Κυβερνήσεις που βρίσκονται σε δημοσιονομικό πρόβλημα συχνά απευθύνονται σαν ικέτες στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο ενεργώντας κατ’ εντολήν των δικών του πιστωτών επιβάλλει συχνά σκληρά μέτρα στους δανειζόμενους. Μετά την οικονομική κρίση στην Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Κλίντον για εμπορικά θέματα, Μίκι Κάντορ αποκάλεσε το ΔΝΤ «πολιορκητικό κριό» επειδή βοήθησε στο άνοιγμα των ασιατικών αγορών στα αμερικανικά προϊόντα.
Στη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, το 1956, οι ΗΠΑ απείλησαν να διακόψουν προς τη Βρετανία χρηματοδοτήσεις τις οποίες οι εγγλέζοι χρειάζονταν απελπισμένα εάν δεν αποσύρονταν άμεσα οι βρετανικές δυνάμεις από τη διώρυγα του Σουέζ. Ο Χάρολντ Μακμίλλαν, ως υπουργός Οικονομικών τότε, πρωτοστάτησε στα τελικά εξευτελιστικά στάδια αυτής της κρίσης, την οποία αργότερα αποκάλεσε ως «τον τελευταίο στεναγμό μιας φθίνουσας δύναμης». Και πρόσθεσε, «ίσως σε 200 χρόνια οι ΗΠΑ αντιληφθούν πώς αισθανόμαστε τώρα».
Μήπως έρχεται αυτή η ώρα, καθώς η Κίνα τείνει να καταλάβει την θέση των ΗΠΑ στην κορυφή; Αυτό είναι ένα ουσιώδες ερώτημα, κι όμως δεν έχει εκληφθεί ακόμα σοβαρά από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Εκεί κυριαρχεί ακόμη αυτή η διαδεδομένη έπαρση: Η οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ δεν μπορεί να απειληθεί στα σοβαρά γιατί είναι οι ΗΠΑ εκείνες που κινδυνεύουν και άρα, αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουν την πρόκληση και τελικά δεν θα χάσουν. Όμως, η Κίνα βρίσκεται ήδη καθοδόν να γίνει μια οικονομική υπερδύναμη και οι ΗΠΑ μπορεί να χρειαστεί να μοιραστούν την παγκόσμια σκηνή στο μέλλον. Αλλά, όπως επιμένουν οι επαρμένοι, η κινεζική απειλή δεν είναι ούτε τόσο άμεση, ούτε τόσο μεγάλη ούτε τόσο πολύπλευρη ώστε να εκδιώξει τις ΗΠΑ από την πρωτοπορία
Έτσι, ο οικονομολόγος Barry Eichengreen στο πρόσφατη ιστορική μελέτη του για τα διαφορετικά συναλλαγματικά αποθέματα υπό τον τίτλο «Exorbitant Privilege» υποστηρίζει ότι «τα καλά νέα είναι ότι η μοίρα του δολαρίου είναι στα δικά μας χέρια, όχι στων κινέζων». Και το Δεκέμβριο του 2010, ο Λάρυ Σάμερς, όταν αποχωρούσε από τη θέση του οικονομικού συμβούλου του προέδρου Ομπάμα δήλωσε ότι «οι προβλέψεις για την πτώση της Αμερικής είναι τόσο παλιές όσο και η δημοκρατία μας. Αλλά μας βοηθούν στο να προβούμε στην απαραίτητη ανανέωση που απαιτεί κάθε γενιά αμερικανών. Σας δηλώνω ότι όσο θα ανησυχούμε για το μέλλον, τόσο το μέλλον θα είναι καλύτερο. Έχουμε τις προκλήσεις μας. Αλλά έχουμε επίσης και την πιο ευέλικτη και δυναμική επιχειρηματική κοινότητα που έχει ποτέ εμφανιστεί στον κόσμο». Με άλλα λόγια, αν οι ΗΠΑ μπορέσουν να τακτοποιήσουν την δική τους οικονομία, μπορούν και να αποκεφαλίσουν την κινεζική απειλή.
Αλλά, τέτοιες απόψεις υποτιμούν την πιθανότητα να είναι η Κίνα οικονομικά κυρίαρχη σε 20 χρόνια. Και αποκαλύπτουν μια μονομερή, αμερικανοκεντρική αντίληψη: Ότι η παγκόσμια κυριαρχία εξαρτάται κυρίως από τις αμερικανικές ενέργειες και όχι από τις ενέργειες της Κίνας. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού εξαρτάται μάλλον περισσότερο από την Κίνα.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟ 2030
Γενικά μιλώντας, η οικονομική κυριαρχία είναι η ικανότητα ενός κράτους να χρησιμοποιήσει οικονομικά μέσα ώστε να υποχρεώσει άλλα κράτη να κάνουν αυτό που θέλει ή να τα αποτρέψει από το να κάνουν αυτά που δεν θέλει. Τέτοια μέσα περιλαμβάνουν το μέγεθος της χώρας, το εμπόριό της, την υγεία των εσωτερικών και εξωτερικών οικονομικών της συναλλαγών, την στρατιωτική της ικανότητα, τον τεχνολογικό της δυναμισμό και το διεθνές κύρος που απολαμβάνει το νόμισμά της. Στο επερχόμενο βιβλίο μου αναπτύσσω έναν «δείκτη κυριαρχίας» που συνδυάζει μόλις τρείς παράγοντες – «κλειδιά»: Το ΑΕΠ, το εμπόριο (καταμετρημένο ως το σύνολο των εισαγωγών και των εξαγωγών) και το κατά πόσον είναι μια χώρα καθαρός δανειστής προς τον υπόλοιπο κόσμο. Το ΑΕΠ έχει σημασία γιατί καθορίζει το σύνολο των πόρων που μπορεί να συγκεντρώσει ένα κράτος για να προβάλει την δύναμή του κατά πιθανών αντιπάλων. Το εμπόριο, και ειδικά οι εισαγωγές, δείχνει πόση ισχύ μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κράτος, απλώς με το να επιτρέπει ή να αρνείται σε άλλες χώρες την πρόσβαση στην αγορά του. Και το να είναι κορυφαίος κεφαλαιούχος προσδίδει εξαιρετική επιρροή πάνω σε άλλες χώρες που χρειάζονται χρηματοδότηση, ειδικά σε εποχές κρίσης. Κανένας άλλος δείκτης κυριαρχίας δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτοί οι τρεις: Οι άλλοι είναι συνήθως παράγωγοι (για παράδειγμα, η στρατιωτική ισχύς η οποία εξαρτάται από τη συνολική οικονομική υγεία αλλά και το οικονομικό μέγεθος και μάλιστα μακροπρόθεσμα), περιθωριακοί (συναλλαγματική κυριαρχία) ή δύσκολο να μετριούνται συνεχώς ανάμεσα σε χώρες (δημοσιονομική ισχύς).
Υπολόγισα αυτό τον δείκτη ανατρέχοντας στο 1870 (και εστιάζοντας στην τότε οικονομική θέση της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών) και έκανα την προβολή του στο 2030 (εστιάζοντας στην μελλοντική οικονομική θέση των ΗΠΑ και της Κίνας). Οι προβολές βασίζονται στις πιο συντηρητικές προβλέψεις σχετικά με την μελλοντική ανάπτυξη της Κίνας, αναγνωρίζοντας ότι η Κίνα αντιμετωπίζει αρκετά μεγάλα προβλήματα προκειμένου να προοδεύσει. Κατ’ αρχήν ο πληθυσμός της θα αρχίσει να γερνά μέσα στην επόμενη δεκαετία. Και η οικονομία της έχει σοβαρές στρεβλώσεις από πολλές απόψεις: Η υπερβολικά φθηνή εργασία οδήγησε σε υπερβολικές επενδύσεις, η συναλλαγματική της ισοτιμία είναι υποτιμημένη κάτι το οποίο οδηγεί σε υπερτόνωση των εξαγωγών της και οι δαπάνες για ενέργεια είναι επιδοτούμενες γεγονός που οδηγεί σε αναποτελεσματική χρήση των πηγών ενέργειας και σε μόλυνση του περιβάλλοντος. Για να διορθωθούν αυτές οι στρεβλώσεις θα πρέπει να γίνουν αναδιαρθρώσεις μεγάλου κόστους. Για να συνυπολογίσω αυτό το κόστος, στις προβολές μου η Κίνα φαίνεται ότι θα αναπτυχθεί με σημαντικά επιβραδυνόμενο ρυθμό: Θα έχει ένα μέσο όρο ανάπτυξης 7% ετησίως για τα επόμενα 20 χρόνια έναντι μέσου ρυθμού ανάπτυξης 11% την περασμένη δεκαετία. Η ιστορία διδάσκει ότι πολλές οικονομίες –Γερμανία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα και Ταϊβάν- αναπτύχθηκαν με ένα ρυθμό ανάλογο με αυτόν που δείχνουν οι προβολές μου για την Κίνα αφού, βέβαια, είχαν φτάσει το σημερινό επίπεδο ανάπτυξής της. Στο μεταξύ, υποθέτω ότι η αμερικανική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό 2,5% ετησίως, όπως έκανε τα τελευταία 30 χρόνια. Αυτή η πρόβλεψη είναι λίγο αισιόδοξη αν κρίνει κανείς από τις προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου που κάνει μια μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πρόβλεψη στο 2,2%, μια πρόβλεψη που συχνά το ίδιο το Γραφείο αναθεωρεί προς τα κάτω εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης που έχει στην αμερικανική οικονομία η συσσώρευση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους αλλά και η επίμονα υψηλή ανεργία.
Το αποτέλεσμα της ανάλυσής μου είναι ότι το 2030, η σχετική διολίσθηση των ΗΠΑ θα έχει επιφέρει όχι έναν κόσμο με πολλούς πόλους αλλά μάλλον έναν μονοπολικό κόσμο στον οποίο θα κυριαρχεί η Κίνα. Η Κίνα θα καταλαμβάνει περίπου το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ (μετρημένο κατά 50% σε δολάρια και το άλλο 50% σε πραγματική αγοραστική δύναμη) ενώ οι ΗΠΑ θα είναι λίγο κάτω από το 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στο σημείο εκείνο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Κίνα θα είναι περί τα 33.000 δολάρια ή περίπου το μισό από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η Κίνα δεν θα είναι τελείως φτωχή, όπως συχνά πολλοί άνθρωποι πιστεύουν. Επιπλέον, θα δημιουργεί το 15% του παγκόσμιου εμπορίου – το διπλάσιο από όσο θα δημιουργούν οι ΗΠΑ. Το 2030 η Κίνα θα είναι κυρίαρχη είτε κανείς θεωρεί ότι το ΑΕΠ είναι το πιο σημαντικό είτε το εμπόριο– η Κίνα θα είναι πρώτη και στα δύο.
Σύμφωνα με αυτό τον δείκτη και αυτές τις προβολές, η άνοδος της Κίνας είναι άμεση. Παρότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ είναι σήμερα μεγαλύτερο από της Κίνας και το εμπόριο που δημιουργούν οι δύο χώρες είναι περίπου το ίδιο, οι ΗΠΑ έχουν μεγάλο και ευάλωτο χρέος – καλύπτει περίπου το 50% των καθαρών παγκόσμιων ροών κεφαλαίου – ενώ η Κίνα είναι ένας σημαντικός παγκόσμιος πιστωτής. Το 2010 το αμερικανικό προβάδισμα έναντι της Κίνας ήταν οριακό: Η διαφορά σε όρους κυριαρχίας ήταν λιγότερο από 1%. Στην πράξη, αν κάποιος στάθμιζε λίγο διαφορετικά τους τρείς παράγοντες που προαναφέρθηκαν, δίνοντας κάπως λιγότερη σημασία στο μέγεθος της οικονομίας προς όφελος του εμπορίου, τότε η Κίνα ήδη από το 2010 θα ξεπερνούσε τις ΗΠΑ.
Η άνοδος της Κίνας στο μέλλον θα βρίσκει πεδία εφαρμογής πολύ περισσότερα από όσα υπολογίζουμε σήμερα. Η κινεζική οικονομία θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη των ΗΠΑ αλλά και από οποιουδήποτε άλλου κράτους και το ίδιο θα συμβαίνει με το εμπόριο και τα κεφαλαιακά αποθέματα. Το κινεζικό νόμισμα Yuan θα είναι αξιόπιστος ανταγωνιστής του δολαρίου σαν το κορυφαίο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Επιπλέον, το χάσμα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ θα είναι μεγαλύτερο από όσο αναμένεται. Το 2010, το αμερικανικό Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών υπολόγισε ότι το 2025 «οι ΗΠΑ θα παραμένουν ως η πρωταρχική δύναμη αλλά η αμερικανική κυριαρχία θα είναι σημαντικά μειωμένη». Πρόκειται για υπερβολική αισιοδοξία. Οι προβολές μου δείχνουν ότι το 2030 το χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα είναι ανάλογο με το χάσμα που είχαν οι ΗΠΑ και οι ανταγωνιστές της στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στο απόγειο της αμερικανικής ηγεμονίας, και μεγαλύτερο από το χάσμα που υπήρχε μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των ανταγωνιστών της, στη διάρκεια των καλύτερων ημερών της βρετανικής αυτοκρατορίας, το 1870. Εν συντομία, η μελλοντική οικονομική κυριαρχία της Κίνας είναι πολύ πιο κοντινή και θα είναι και μεγαλύτερη και πιο ευρεία από όσο πολλοί υποθέτουν σήμερα.

ΙΣΧΥΡΗ ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΤΑΥΡΟΣ
Ο Martin Wolf, ο αρθρογράφος των Financial Times έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «ανώριμη υπερδύναμη» για να περιγράψει την μοναδική ικανότητα της Κίνας να ασκεί την ισχύ της παρά το γεγονός ότι είναι φτωχή. Σύμφωνα με τις προβολές μου, όμως, το 2030 η Κίνα δεν θα είναι και τόσο άσχημα. Αντίθετα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης θα είναι πάνω από το 50% του αμερικανικού και υψηλότερο από τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ολόκληρου του υπόλοιπου κόσμου. Κι όμως, η οικονομική κυριαρχία της Κίνας θα είναι μοναδική: Αντίθετα από το παρελθόν, όταν οι κυρίαρχες δυνάμεις – η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ – ήταν πολύ πλούσιες σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, η Κίνα θα βρίσκεται ακριβώς στη μέση –ή σε μεσοανώτερη ζώνη- από πλευράς εισοδήματος. Μπορεί μια χώρα να είναι κυρίαρχη όταν δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλουσιότερες;
Υπάρχουν τρείς εύλογες αιτίες για να σκεφθεί κανείς ότι, όχι, δεν μπορεί. Πρώτον, μια σχετικά φτωχή χώρα μπορεί να χρειαστεί να υποβαθμίσει τις ελπίδες της για διεθνή άσκηση πίεσης έναντι της ανάγκης της να αντιμετωπίσει πιο πιεστικά προβλήματα στο εσωτερικό της, όπως το να ανεβάσει το γενικότερο επίπεδο ζωής και να πετύχει μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα. Δεύτερον, μπορεί να αποδειχθεί ανίκανη να εκμεταλλευθεί αξιόπιστα τους πόρους που είναι αναγκαίοι για να προβάλλει τη δύναμή της σε διεθνές επίπεδο. Ας πούμε, οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να χρηματοδοτηθούν και οι φτωχές χώρες έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα να φορολογήσουν τους πολίτες τους από όσο οι πλούσιες. Τρίτον, μια φτωχή χώρα μπορεί να έχει μόνο λίγη επιρροή στο εξωτερικό αν δεν διαθέτει ήπιες δυνάμεις όπως είναι η δημοκρατία, μια ανοιχτή κοινωνία ή πλουραλιστικές αξίες. Η ηγεσία που έρχεται από την κυριαρχία μπορεί να διατηρηθεί μόνο όταν εμπνέει αυτούς που την ακολουθούν: Μόνο αυτοί που υπερασπίζονται ένα παγκόσμιο ή σχεδόν παγκόσμιο αίτημα μπορούν να εμπνεύσουν. Με τον ίδιο τρόπο, μόνο μια πλούσια χώρα – στην αιχμή της οικονομίας και της τεχνολογίας – μπορεί να είναι πηγή ιδεών, τεχνολογίας, θεσμών και πρακτικών για τους άλλους.

Τούτων λεχθέντων, ακόμα κι αν η κυριαρχία γενικώς δεν είναι συμβατή με τη φτώχεια, κάποια χώρα μπορεί να είναι κυρίαρχη κι ας μην είναι η πλουσιότερη. Ακόμα και μια μέσου εισοδήματος δύναμη, όπως θα είναι η Κίνα το 2030, μπορεί να είναι εσωτερικά συνεκτική, να αντλεί πόρους για διεθνή χρήση (όπως είναι οι αμυντικές δαπάνες) και να διαθέτει και κάποια εμπνευσμένα εθνικά ιδανικά. Όντως, παρά το σχετικά χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας, είναι ήδη κυρίαρχη σε αρκετούς τομείς. Η Κίνα έπεισε τις αφρικανικές χώρες στις οποίες επενδύει τεράστια ποσά, να κλείσουν τις τοπικές πρεσβείες της Ταϊβάν. Με 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα, προσφέρθηκε να αγοράσει το Ελληνικό, το Ιρλανδικό το Πορτογαλικό και το Ισπανικό χρέος προκειμένου να προλάβει ή να μετριάσει το δημοσιονομικό χάος στην Ευρώπη. («Η Κίνα είναι η καλύτερη φίλη της Ισπανίας» δήλωσε ο ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρο τον Απρίλιο με την ευκαιρία της επίσκεψης του προέδρου της Κίνας στην Ισπανία). Η Κίνα χρησιμοποίησε επίσης το μέγεθός της για να ενισχύσει τις οικονομικές και εμπορικές της σχέσεις στην Ασία και τη λατινική Αμερική: Για παράδειγμα, οι εμπορικές συναλλαγές της με πολλές χώρες από τις δύο αυτές περιοχές διακανονίζονται πλέον με βάση το Yuan.
Πάνω από όλα, η νομισματική πολιτική της Κίνας έχει επηρεάσει πολλές οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο, πλήττοντας αναπτυσσόμενες χώρες όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες: Με το να κρατάει το νόμισμά της υποτιμημένο, η Κίνα κατάφερε να διατηρήσει τις εξαγωγές της πιο ανταγωνιστικές έναντι χωρών όπως το Μπαγκλαντές, η Ινδία, το Μεξικό και το Βιετνάμ. Κι όμως, οι χώρες αυτές στάθηκαν στο περιθώριο, αφήνοντας μόνη την Ουάσιγκτον στην εκστρατεία της απέναντι στο Πεκίνο – και για αυτό το λόγο η εκστρατεία δεν ήταν τόσο επιτυχής (σ.σ.: σχετικά με την ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος). Στο μεταξύ η Κίνα κατάφερε να εξαγοράσει την «αντιπολίτευση». Παρότι πολλές χώρες θυμώνουν όταν βλέπουν την ανταγωνιστικότητά τους να υπονομεύεται από ένα υποτιμημένο Yuan, παραμένουν σιωπηλές, είτε γιατί φοβούνται την πολιτική ισχύ της Κίνας είτε γιατί η Κίνα τους προσφέρει οικονομική βοήθεια ή εμπορικές ευκαιρίες. Ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ, λίγες ήταν οι ομάδες που προέβησαν σε πραγματική κριτική. Η κινεζική αγορά είναι πολύ μεγάλη για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και έτσι ήταν οι αριστεροί, εκ μέρους των αμερικανών εργαζομένων και όχι οι αμερικανοί κεφαλαιοκράτες που επέκριναν την Κίνα για τη νομισματική της πολιτική.
Ακόμα και αν είναι μάλλον απίθανο σύντομα η Κίνα να θέσει σε εφαρμογή το είδος της κυριαρχίας που εμπνέει ή που μπορεί να είναι απαραίτητο για την ίδρυση διεθνών συστημάτων και θεσμών, όπως αυτά που οι ΗΠΑ δημιούργησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Πεκίνο ήδη εξασκεί άλλα είδη επικυριαρχίας. Για παράδειγμα, απαιτεί από ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις να μοιραστούν την τεχνολογία τους με κινεζικές επιχειρήσεις πριν τις αφήσει να έχουν πρόσβαση στην αγορά της. Και ακολουθεί πολιτικές που έχουν συστημικές επιδράσεις, παρά την αντίδραση μεγάλου μέρους της διεθνούς κοινότητας. Η πολιτική του υποτιμημένου νομίσματος είναι μια κλασσική στρατηγική μετατροπής των γειτόνων σε επαίτες, η οποία υπονομεύει την ελευθερία των διεθνών εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συστημάτων ενώ παράλληλα δημιουργεί συνθήκες εύκολης ρευστότητας, η οποία συνεισέφερε αρκετά στην πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση. Η κινεζική κυριαρχία δεν έρχεται, κατά κάποιο τρόπο είναι ήδη εδώ.

ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
Μπορούν οι ΗΠΑ να αλλάξουν αυτή την τάση; Το οικονομικό τους μέλλον προκαλεί αγωνία: Η χώρα αντιμετωπίζει δημοσιονομικό πρόβλημα, αναπτυξιακό πρόβλημα και ίσως το δυσκολότερο από όλα, πρόβλημα στη μεσαία τάξη. Απανωτές περικοπές φόρων και δύο πόλεμοι, η οικονομική κρίση του 2008 – 2010, η ραγδαία αύξηση των μακροπρόθεσμων τιτλοποιήσεων (ειδικά σε σχέση με τον τομέα της Υγείας) και η πιθανή συσσώρευση προβληματικών περιουσιακών στοιχείων για τα οποία τελικά μπορεί η κυβέρνηση να καταστεί υπεύθυνη, δημιούργησαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τους ισολογισμούς του αμερικανικού δημόσιου τομέα. Το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και η μακροπρόθεσμη ανεργία πρόκειται να συμπιέσουν την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Και ο συνδυασμός της στασιμότητας των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης, της αυξανόμενης ανισότητας, της μείωσης της κινητικότητας των εργαζομένων και, πιο πρόσφατα, η μείωση των προοπτικών ακόμα και όσων έχουν κολεγιακή μόρφωση, έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα ισορροπίας. Η μεσαία τάξη αισθάνεται πολιορκημένη: Δεν θέλει να κατέβει τα σκαλιά της κλίμακας των ικανοτήτων αλλά οι προς τα πάνω προοπτικές της περιορίζονται όλο και περισσότερο από τον ανταγωνισμό με την Κίνα και την Ινδία.
Η συνεχιζόμενη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών πηγάζει από την νοοτροπία του «μπορώ να το κάνω» σχετικά με την επίλυση των οικονομικών της προβλημάτων αλλά και από την πεποίθηση ότι τα υγιή θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία μπορούν να εξασφαλίσουν την αντοχή της αμερικανικής οικονομικής κυριαρχίας. Πιο χαρακτηριστικά, οι ΗΠΑ προσφέρουν μοναδικές επιχειρηματικές ευκαιρίες «γιατί έχουν μια ευνοϊκή επιχειρηματική κουλτούρα, τη πιο ώριμη βιομηχανία επενδυτικών κεφαλαίων, στενές επαφές μεταξύ πανεπιστημίων και βιομηχανίας και μια ανοιχτή μεταναστευτική πολιτική», σύμφωνα με το Global Entrepreneurship Monitor, έναν ακαδημαϊκό όμιλο ο οποίος μελετά την επιχειρηματική δραστηριότητα σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε μια έρευνα του 2009, το Global Entrepreneurship Monitor κατέταξε πρώτες στον κόσμο τις ΗΠΑ από την πλευρά της παροχής τέτοιων ευκαιριών. Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις που είχαν εμπορική επιτυχία και έκαναν τεχνολογικά άλματα τις τελευταίες τρείς δεκαετίες - η Apple και η Microsoft, η Google και το Facebook – ιδρύθηκαν και έχουν έδρα στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, αυτή η εξεύρεση νέων και δυναμικών πηγών ανάπτυξης στη δεκαετία του 1990 ήταν που έκανε τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές προκλήσεις που έθεσε η ανερχόμενη δύναμη εκείνης της εποχής, η Ιαπωνία. Σήμερα, οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ μπορούν να επαναλάβουν το φαινόμενο αυτό απέναντι στην Κίνα. Είναι αλήθεια ότι αν η αμερικανική οικονομία μπορέσει να αναπτύσσεται με μέσο ρυθμό 3,5% μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, όπως το έκανε από τη δεκαετία του ’90, το επενδυτικό αίσθημα και η εμπιστοσύνη στο δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα θα μπορούσαν να αναστηλωθούν.
Ωστόσο, μερικές βασικές διαφορές σήμερα μπορούν να πνίξουν κάθε τέτοια ελπίδα. Οι ΗΠΑ βάδισαν στη δεκαετία του ’90 με πολύ μικρότερο δημόσιο χρέος από όσο θα έχουν στο μέλλον. Το 1990, η σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και ΑΕΠ ήταν περίπου 42%, ενώ το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου πρόσφατα υπολόγισε ότι το 2020 θα βρίσκεται κοντά στο 100%. Η εξωτερική θέση των ΗΠΑ ήταν επίσης πολύ λιγότερο ευάλωτη πριν από δύο δεκαετίες. Για παράδειγμα, το 1990, οι ξένοι κάτοχοι αμερικανικού δημόσιου χρέους έφταναν το 19%. Σήμερα κρατούν περί το 50% και το περισσότερο βρίσκεται στα χέρια της Κίνας. Τη δεκαετία του ’90 η χώρα βρισκόταν πολύ πιο μακριά από την ημερομηνία που θα πρέπει να υπολογίσει το κόστος των τιτλοποιήσεων στις οποίες έχει προβεί.
Και, επίσης, υπάρχει και το ζήτημα της πολιορκημένης αμερικανικής μεσαίας τάξης. Στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών πολλές από τις σχετικές παθολογικές καταστάσεις που συμπίεσαν την αμερικανική μεσαία τάξη (όπως η στασιμότητα του μέσου εισοδήματος) παγιώθηκαν και έγιναν πιο δυσεπίλυτες. Ακόμα και μια ανάπτυξη 3,5% που είναι αρκετά πάνω από τις τωρινές προσδοκίες, μπορεί να μην αρκέσει για να συντηρήσει την εμπιστοσύνη στο αμερικανικό πρότυπο, το οποίο βασίζεται στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον για τους πολλούς.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ξεφύγουν από την αδυσώπητη λογική των δημογραφικών αλλά και από το γεγονός ότι φτωχές χώρες όπως η Κίνα αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το δικό τους δημογραφικό πρόβλημα. Η Κίνα, η οποία είναι τέσσερις φορές πολυπληθέστερη των ΗΠΑ, θα γίνει μεγαλύτερη οικονομία από την ώρα που το μέσο επίπεδο ζωής (μετρημένο σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ) θα ξεπεράσει το ένα τέταρτο εκείνου των ΗΠΑ. Σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου, αυτό ήδη έχει συμβεί και όσο η Κίνα αναπτύσσεται αυτή η διαφορά θα μεγαλώνει. Μια αναδυόμενη Αμερική μπορεί να επιβραδύνει την διαδικασία αυτή αλλά δεν θα μπορέσει να την προλάβει. Ανάπτυξη 3,5% αντί του 2,5% στη διάρκεια των επόμενων 20 ετών μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία των ΗΠΑ, στην κοινωνική σταθερότητα και στο εθνικό αίσθημα. Αλλά δεν θα κάνει σημαντική διαφορά σε σχέση με τη θέση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας η οποία θα αναπτύσσεται, π.χ. με 7% ετησίως κατά μέσο όρο.
Αυτές οι προβολές υπονομεύουν την κυρίαρχη αντίληψη ότι η απώλεια της οικονομικής υπεροχής των ΗΠΑ μπορεί να χαθεί μόνο από τα δικά της λάθη. Αντίθετα, είναι οι ενέργειες της Κίνας οι οποίες θα καθορίσουν η διαφορά στην ανάπτυξη μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ θα είναι μεγάλη ή όχι. Η Κίνα μπορεί να βρεθεί σε μεγάλο πρόβλημα αν, για παράδειγμα, επιτρέψει την ανάπτυξη διαφόρων ειδών «φούσκες» ή αν αποτύχει να αποσοβήσει την πολιτική αστάθεια. Ή μπορεί να τρέξει προς τα εμπρός με το να διορθώσει τις σημερινές οικονομικές στρεβλώσεις, ειδικά αν απομακρυνθεί από την αναπτυξιακή στρατηγική εντάσεως των εξαγωγών και προσεγγίσει μια στρατηγική αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης. Το αντίστοιχο εύρος των επιλογών στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο περιορισμένο. Αν δεν είναι πολύ πιθανό για τις ΗΠΑ να αναπτύσσονται με ρυθμό χαμηλότερο από το 2% με 2,5% άλλο τόσο απίθανο είναι να αναπτύσσονται με ρυθμό μεγαλύτερο του 3,5%. Αυτή είναι η κατάρα του να είσαι στην πρωτοπορία της οικονομικής ανάπτυξης: Τόσο η δυνητική άνοδος όσο και η πτώση είναι περιορισμένες.
Ακόμα και αν οι ΗΠΑ αναπτυχθούν γρήγορα – ας πούμε με ρυθμό 3,5% - άλλες χώρες, όπως η Κίνα, μπορεί να αναπτυχθούν ταχύτερα, αφήνοντας ανεπηρέαστη τη σχετική μεταξύ τους διαφορά. Στην ουσία, όσο επιταχύνεται ο ρυθμός των τεχνολογικών καινοτομιών σε πρωτοποριακές χώρες όπως οι ΗΠΑ, οι νέες τεχνολογίες διατίθενται γρήγορα σε φτωχότερες χώρες, προσφέροντάς τους ένα κίνητρο για ανάπτυξη. Ακόμα πιο σημαντικό από το να παράγεις νέα τεχνολογία είναι να διαθέτεις το ανθρώπινο δυναμικό και την ικανότητα να την χρησιμοποιείς. Σύμφωνα με το National Science Foundation, το 2006 οι προπτυχιακοί φοιτητές στις επιστήμες και τη μηχανολογία στην Κίνα ήταν διπλάσιοι από όσοι στις ΗΠΑ. Αυτή η διαφορά πιθανότατα θα αυξηθεί. Παρά το ότι η Κίνα έχει ένα σημαντικά χειρότερο εκπαιδευτικό σύστημα από όσο οι ΗΠΑ, οι κινέζοι φαίνεται ότι καταφέρνουν αποτελεσματικά να απορροφήσουν τις νέες τεχνολογίες. Το 2002 οι ΗΠΑ παρουσίασαν έξι φορές περισσότερες επιστημονικές δημοσιεύσεις αξιολογημένες από ομότιμους επιστήμονες από όσο η Κίνα. Το 2008 η διαφορά έπεσε στις 2,5 φορές υπέρ των ΗΠΑ. Η ικανότητα των πλούσιων χωρών να παραμείνουν στην αναπτυξιακή πρωτοπορία είναι από τη φύση τους περιορισμένη καθώς η Κίνα αποδεικνύεται καλύτερη στην απορρόφηση και τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Η τεχνολογική ικανότητα της Κίνας αυξάνεται: Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία εξάγουν πολύ λίγα προϊόντα που η Κίνα δεν εξάγει επίσης. Πιο γενικά, αν η ανάπτυξη στις ΗΠΑ επιβραδυνθεί, η ανάπτυξη της Κίνας μάλλον δεν θα επηρεαστεί. Αν όμως η ανάπτυξη των ΗΠΑ επιταχυνθεί, μάλλον το ίδιο θα κάνει και η ανάπτυξη της Κίνας. Σε κάθε περίπτωση οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ξεφύγουν μπροστά.

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΟΥΕΖ
Ακόμα και ως αναδυόμενες, οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν την δύναμή τους απέναντι σε μια αναπτυσσόμενη Κίνα. Η Κίνα είναι ήδη ικανή να πράξει όσα ο υπόλοιπος κόσμος δεν θέλει να την δει να πράττει. Μήπως μπορέσει σύντομα να είναι ικανή να κάνει τις ΗΠΑ να πράξουν αυτό που οι ίδιες δεν θα θέλουν να πράξουν; Είναι πιθανή μια ακόμα κρίση τύπου Σουέζ;
Το 1956, με τη στερλίνα υπό πίεση εξαιτίας του αιγυπτιακού αποκλεισμού στη διώρυγα του Σουέζ, η Βρετανία στράφηκε στις ΗΠΑ για οικονομική βοήθεια, επικαλούμενη την «ειδική σχέση» τους. Αλά ο τότε αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ αρνήθηκε. Ήταν έξαλλος γιατί οι βρετανοί (και οι γάλλοι) επιτέθηκαν στην Αίγυπτο αφού ο αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ εθνικοποίησε τη διώρυγα, τη στιγμή που βρισκόταν σε προεκλογική καμπάνια για την επανεκλογή του προβάλλοντας τον εαυτό του ως έναν ειρηνοποιό που τερμάτισε τις εχθροπραξίες στη χερσόνησο της Κορέας. Απαίτησε από τη Βρετανία να συγκατανεύσει σε μια απόφαση του ΟΗΕ που προώθησαν οι ΗΠΑ και η οποία προέβλεπε την άμεση και άνευ όρων αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων. Αν δεν το έπρατταν, οι ΗΠΑ επρόκειτο να μπλοκάρουν την πρόσβαση της Βρετανίας στα κεφάλαια του ΔΝΤ. Αλλά εάν συμφωνούσαν, τότε θα έπαιρναν σημαντική οικονομική βοήθεια. Η Μεγάλη Βρετανία συμφώνησε και οι ΗΠΑ υποστήριξαν ένα τεράστιο οικονομικό πακέτο, συμπεριλαμβανομένου ενός πρωτοφανούς δανείου 1,3 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ και ενός ακόμη δανείου 500 εκατ. δολαρίων από την αμερικανική Τράπεζα Εισαγωγών – Εξαγωγών.
Τώρα, φανταστείτε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον όπου οι ΗΠΑ έχουν αναρρώσει από την κρίση του 2008 – 2010 αλλά παραμένουν επιβαρυμένες από διαρθρωτικά προβλήματα: Διευρυνόμενες εισοδηματικές ανισότητες, μια συμπιεσμένη μεσαία τάξη και περιορισμένη οικονομική και κοινωνική κινητικότητα. Το οικονομικό της οικοδόμημα εξακολουθεί να είναι εύθραυστο όπως ήταν και πριν από την κρίση και η κυβέρνηση θα εξακολουθεί να πρέπει να βρει τρόπους αντιμετώπισης του αυξανόμενου κόστους των τιτλοποιήσεων και της διόγκωσης των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα οποία η κυβέρνηση μπορεί να αναγκαστεί να τα αναλάβει. Ο πληθωρισμός είναι ένα βασικό παγκόσμιο πρόβλημα εξαιτίας της θεαματικής ανόδου των τιμών των εμπορευμάτων η οποία προήλθε από την έντονη ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών. Η Κίνα έχει μια οικονομία και ένα εμπόριο διπλάσια σε μέγεθος από τις ΗΠΑ. Το δολάριο χάνει τη λαμπρότητά του και αυξάνει η ζήτηση για Yuan ως συναλλαγματικό απόθεμα.
Περίπου όπως το 1956, όταν η Ουάσιγκτον ήταν ύποπτη για ενορχηστρωμένες μαζικές πωλήσεις στερλινών στη Νέα Υόρκη προκειμένου να πιέσει την βρετανική κυβέρνηση να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη διώρυγα του Σουέζ, οι φήμες εξαπλώνονται ότι η Κίνα σχεδιάζει να εκμεταλλευθεί την οικονομική της ισχύ: Η Κίνα βαρέθηκε πια με την αμερικανική ναυτική παρουσία στον Ειρηνικό ωκεανό. Το Πεκίνο αρχίζει να πουλάει μέρος των συναλλαγματικών του αποθεμάτων (που τότε θα έχουν μάλλον φτάσει τα 4 τρις. δολάρια). Οι επενδυτές αρχίζουν να αισθάνονται αυξανόμενη ανασφάλεια φοβούμενοι ότι το δολάριο μπορεί να καταρρεύσει και οι αγορές ομολόγων να μετατραπούν σε αγορές αμερικανικού χαρτιού. Οι ΗΠΑ χάνουν σύντομα την αξιολόγηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας ως ΑΑΑ. Οι εκδόσεις αμερικανικών ομολόγων δεν βρίσκουν πια πρόθυμους αγοραστές. Για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ ανεβάζει απότομα τα επιτόκια. Σύντομα τα επιτόκια ξεπερνούν τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και οι ΗΠΑ βρίσκονται σε επείγουσα ανάγκη φθηνής χρηματοδότησης. Απευθύνονται στους εξαγωγείς πετρελαίου αλλά τα παλαιά φιλικά αυταρχικά καθεστώτα έχουν αντικατασταθεί από στενής αντίληψης δημοκράτες διαφόρων ισλαμικών πεποιθήσεων, από μετριοπαθείς ως εξτρεμιστές, και όλους με μακροχρόνιες μνήμες των αμερικανικών παρεμβάσεων στη Μέση Ανατολή. Περίπου όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία προσφάτως, το να αναζητηθεί βοήθεια από το ΔΝΤ φαίνεται αναπόφευκτο: Μια στάση πληρωμών επί των υποχρεώσεων του αμερικανικού χρέους θα είναι θανάσιμη για την προσπάθεια να διατηρηθεί ό, τι έχει απομείνει από τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ.
Μερικοί μπορεί να πουν ότι αυτό το σενάριο είναι σκέτη φαντασίωση. Στο κάτω - κάτω, οι ΗΠΑ μπορούσαν να εμποδίσουν την χρηματοδότηση της Βρετανίας το 1956 επειδή με την πράξη τους αυτή δεν υπήρχαν σοβαρές επιπτώσεις στο δολάριο ή την αμερικανική οικονομία. Αλλά εάν αύριο η Κίνα πουλήσει ή σταματήσει να αγοράζει αμερικανικά ομόλογα, το δολάριο θα υποτιμηθεί και το Yuan θα ανατιμηθεί – το αποτέλεσμα που η Κίνα προσπαθεί σταθερά να προλάβει. Η Κίνα δεν φαίνεται πιθανό ότι θα υπονομεύσει ξαφνικά την δική της στρατηγική μερκαντιλιστικής ανάπτυξης και θα ρισκάρει μεγάλες κεφαλαιακές απώλειες από το βουνό των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Άλλοι μπορεί να πουν ότι ακόμα κι αν η Κίνα ήταν πρόθυμη να κάνει κάτι τέτοιο, αν η οικονομία των ΗΠΑ ήταν σε ύφεση, η Ομοσπονδιακή τράπεζα μπορεί να ήταν χαρούμενη να εξαγοράσει αμερικανικά ομόλογα που η Κίνα θα ξεπουλούσε.
Αλλά από όλο αυτό λείπει η πιθανότητα τα κίνητρα της Κίνας να είναι πολύ διαφορετικά στο μέλλον. Σε δέκα χρόνια μπορεί η Κίνα να μην επιθυμεί τόσο σθεναρά να κρατά το Yuan υποτιμημένο. Αν συνεχίσει να διεθνοποιεί σταδιακά το νόμισμά της, τόσο η ικανότητά της να κρατά υποτιμημένο το Yuan όσο και η επιθυμία της για αυτό μπορεί να εξαφανιστούν σύντομα. Και όταν θα συμβεί αυτό, η κινεζική ισχύς επί των ΗΠΑ θα είναι σημαντική. Το 1956 οι χρηματοδότες της Βρετανίας ήταν διάσπαρτοι ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Αλλά η κινεζική κυβέρνηση είναι ο μεγαλύτερος καθαρός πάροχος κεφαλαίου για τις ΗΠΑ: Κατέχει πολλά αμερικανικά ομόλογα και χρηματοδοτεί το αμερικανικό έλλειμμα. Η όποια μόχλευση επί των Ηνωμένων Πολιτειών είναι συγκεντρωμένη στα χέρια του Πεκίνου.
Βεβαίως, η προοπτική μιας υποτίμησης του δολαρίου μπορεί να είναι πολύ λιγότερο επώδυνη για τις ΗΠΑ σε αυτό το υποθετικό μέλλον από όσο ήταν η προοπτική μιας αδύναμης στερλίνας για τη Βρετανία το 1956. Τότε, η υποτίμηση της στερλίνας θα προκαλούσε βαριές απώλειες στα νομίσματα των πρώην βρετανικών αποικιών που κρατούσαν ως συναλλαγματικό απόθεμα μεγάλες ποσότητες περιουσιακών στοιχείων εκφρασμένα σε στερλίνες. Αυτές οι αποικίες θα ξεπουλούσαν τα περιουσιακά στοιχεία σε στερλίνα, αδυνατίζοντας τους δεσμούς τους με τη Βρετανία. Το να προληφθεί κάτι τέτοιο ήταν πολύ σημαντικό για την κυβέρνηση του Λονδίνου προκειμένου να διατηρήσει ό, τι είχε απομείνει από την Βρετανική Αυτοκρατορία. Μια υποτίμηση του δολαρίου θα ήταν πολύ μικρότερο πρόβλημα εν μέρει επειδή οι διεθνείς οικονομικές υποχρεώσεις των ΗΠΑ εκφράζονται σε δολάρια.
Η επανάληψη της κρίσης του Σουέζ μοιάζει απίθανη σήμερα. Αλλά η τρέχουσα οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ αφήνει όντως την χώρα θεμελιωδώς ευάλωτη απέναντι στην αναπόφευκτη κυριαρχία της Κίνας. Η Βρετανία ήταν ήδη αδύναμη στη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, όχι μόνο γιατί ήταν χρεωμένη και η οικονομία της εξασθενούσε αλλά και γιατί μια άλλη μεγάλη οικονομική δύναμη αναδυόταν, οι ΗΠΑ. Σήμερα, καθώς η οικονομία των ΗΠΑ είναι δομικά αδύναμη, ο εθισμός στο χρέος έχει κάνει τη χώρα εξαρτημένη από τους ξένους και οι προοπτικές της για ανάπτυξη είναι μικρές, ένας ισχυρός ανταγωνιστής αναδύθηκε. Η Κίνα μπορεί να μην είναι ένας αντίπαλος αλλά δεν είναι ούτε και σύμμαχος. Η προφητεία του Μακμίλλαν το 1971 ότι οι ΗΠΑ «μπορεί να εξασθενήσουν σε 200 χρόνια» πρόδωσε μια μηχανιστική αντίληψη της ιστορίας: Προέβαλλε μια κυριαρχία διαρκείας για τις ΗΠΑ, πάνω - κάτω όπως εκείνη που απόλαυσε η δική του χώρα, η Βρετανία. Αλλά η Κίνα μπορεί να επιταχύνει τους ρυθμούς της ιστορίας – και να κάνει τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την πτώση τους πολύ νωρίτερα από όσο ο Μακμίλλαν προέβλεψε ή ακόμα από όσο οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα υπολογίζουν.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/68205/arvind-subramanian/the-inevitable-superpower

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://www.iie.com/
[2] http://www.cgdev.org/
[3] http://www.amazon.com/Eclipse-Living-Shadow-Economic-Dominance/dp/0881326062