Τα μέτρα που θα σώσουν την Ελλάδα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα μέτρα που θα σώσουν την Ελλάδα

Οι Οικονομικές Εξελίξεις και οι Επιλογές Οικονομικής Πολιτικής

Πρώτον, η Ελλάδα εφησύχασε μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και τις θετικές αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι και το τέλος Αυγούστου διατηρήθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του πρώτου εξαμήνου του 2011 (σε σχέση τόσο με τους στόχους όσο και με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2010) και ουδεμία ιδιωτικοποίηση πραγματοποιήθηκε πλην της πώλησης των μετοχών του ΟΤΕ, σε αντίθεση με τις δύο άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα στήριξης, δηλαδή την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, όπου οι δημοσιονομικές και γενικότερα οι οικονομικές εξελίξεις κρίνονται από την τρόικα ότι βρίσκονται εντός των στόχων που έχουν τεθεί. Ανάλογη αδράνεια υπήρξε και στην υλοποίηση μιας σειράς μέτρων, τα οποία περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.

Δεύτερον, η ύφεση στην Ελλάδα αποδεικνύεται βαθύτερη από τις υποθέσεις του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος, εν μέρει και ως αποτέλεσμα της δραστικής περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Τρίτον, οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις εξελίσσονται λιγότερο ευνοϊκά από τις αρχικές υποθέσεις.

Τέταρτον, από την επομένη των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα υλοποίησης και στην Ευρωζώνη. Μείζον θέμα ανέκυψε με τις απαιτήσεις της Φινλανδίας για εγγυήσεις, το οποίο ακόμα δεν έχει διευθετηθεί. Επίσης, στις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Βορρά που καλούνται να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των χωρών-μελών υπό πίεση (Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία, Ολλανδία) και που συνήθως κυβερνώνται από συνασπισμούς κομμάτων, έχουν ανακύψει προβλήματα στην επικύρωση της Συμφωνίας από τα Κοινοβούλιά τους και διαφωνίες εντός των κυβερνώντων συνασπισμών. Ως αποτέλεσμα, τίθεται ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση από τις αγορές όχι μόνο η Συμφωνία της 21ης Ιουλίου αλλά, κυρίως, η αποφασιστικότητα της Ευρωζώνης να διατηρήσει τη συνοχή της. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το κόστος της διάσωσης των χωρών-μελών υπό πίεση είναι πολύ μικρότερο από το κόστος μιας ενδεχόμενης διάλυσης της Ευρωζώνης, τόσο για τις χώρες της περιφέρειας (π.χ. η Ελβετική τράπεζα UBS εκτιμά ότι, για την Ελλάδα, το κόστος επιστροφής στη δραχμή ανέρχεται σε 50% του ΑΕΠ βραχυχρονίως) όσο και για τις χώρες-μέλη του πυρήνα (π.χ. για τη Γερμανία η UBS στην ίδια έρευνα εκτιμά το κόστος από την ενδεχόμενη επιστροφή στο μάρκο σε 25% του ΑΕΠ). Η πρόσφατη επικύρωση, και μάλιστα με σχετικά μεγάλη πλειοψηφία, από τη Γερμανική Βουλή της απόφασης για ενίσχυση των πόρων του EFSF δημιουργεί ελπίδες ότι τα προβλήματα αυτά θα ξεπεραστούν.

Πέμπτον, και ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Νότου καθίσταται δυσκολότερη ακόμα και για χώρες-μέλη με σχετικά μικρό δημόσιο χρέος όπως η Ισπανία, ενώ και οι εμπορικές τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου δυσκολεύονται να αντλήσουν ρευστότητα από τις αγορές: Στις τρέχουσες συνθήκες, οι χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Βορρά αντλούν χρηματοδότηση μέσω των ομολόγων τους με επιτόκιο χαμηλότερο του 2% (για δεκαετή ομόλογα), ενώ οι χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου, ακόμα και αυτές με χαμηλό δημόσιο χρέος, δυσκολεύονται να αντλήσουν πόρους με επιτόκια που να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους τους. Ταυτόχρονα, σημειώνεται και ανακατανομή της ροής των τραπεζικών καταθέσεων από τις τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου προς τις τράπεζες των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά. Επιπλέον, η πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών του Ευρωπαϊκού Βορρά οδεύει προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρά τα χαμηλά επιτόκια κατάθεσης σ’ αυτήν, και όχι στη διατραπεζική αγορά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η παρέμβαση της ΕΚΤ είναι καθοριστική για την ομαλή ροή ρευστότητας στην Ευρωζώνη. Όμως, οι διαφορετικές απόψεις των μελών του διοικητικού της συμβουλίου (ήδη παραιτήθηκαν δύο εκπρόσωποι της Γερμανίας) θέτουν εμπόδια στον σταθεροποιητικό ρόλο της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις της είναι πολύ πιο ήπιες από αυτές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει για μακρύ διάστημα υπό έλεγχο (κάτω του 2%), όπως και η μεταβολή της προσφοράς χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3), η οποία κινείται με ρυθμό κοντά στο 2%.

Τα παραπάνω προβλήματα και οι διχογνωμίες για το δέον γενέσθαι στην Ευρωζώνη ευνοούν την εκδήλωση αποσταθεροποιητικής κερδοσκοπίας στις αγορές, η οποία καθιστά την κατάσταση ακόμα δυσκολότερη. Ενώ, σύμφωνα με τις περισσότερες αναλύσεις, το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ευρωζώνης εξυπηρετείται καλύτερα από τη δημοσιονομική ολοκλήρωση και ειδικά την έκδοση ευρωομολόγου, όπου όλες οι χώρες-μέλη θα εγγυώνται εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις της καθεμιάς εξ αυτών, οι σημερινοί κυβερνητικοί συνασπισμοί των χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Βορρά αποκλείουν, προς το παρόν, αυτό το ενδεχόμενο.

Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία της Ελλάδας να προσεγγίσει τους στόχους της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής την καθιστούν «αποδιοπομπαίο τράγο», με αποτέλεσμα να της αποδίδονται σχεδόν όλα τα δεινά της Ευρωζώνης. Το πολιτικό σύστημα της χώρας γοητεύεται από την ιδέα της πολιτικής διαπραγμάτευσης του Μνημονίου, όταν αυτό είναι πολιτικά ανέφικτο στις συνθήκες που διαμορφώνονται, ειδικά όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Επιπλέον, πέραν των γνωστών οργανωτικών και διοικητικών προβλημάτων που εμποδίζουν την υλοποίηση των αποφάσεων, προστίθενται και προβλήματα που σχετίζονται τόσο με την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης ως προς την ενδεδειγμένη λύση (σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία), όσο και με τη διαφαινόμενη έλλειψη κατανόησης των καταστρεπτικών συνεπειών μιας ενδεχόμενης εγκατάλειψης της προσπάθειας προσαρμογής. Ακόμη χειρότερα, καλλιεργείται νοοτροπία τύπου «δεν πληρώνω» σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, η οποία, εάν τελικά επικρατήσει, θα οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα.