Το λάθος των «αγανακτισμένων» σχετικά με την ανισότητα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το λάθος των «αγανακτισμένων» σχετικά με την ανισότητα

Ένας καλύτερος τρόπος σκέψης για τις οικονομικές διασώσεις, τις θέσεις εργασίας και τους φόρους

Οι «αγανακτισμένοι» που κινητοποιούνται σε όλη τη χώρα, παρά το διαφορετικό μεταξύ τους υπόβαθρο, φαίνεται πως έχουν κατασταλάξει σ’ ένα επαναλαμβανόμενο αίτημα: τη δικαιοσύνη. Θεωρούν πως είναι άδικο όσοι εργάζονται στη Wall Street να διατηρούν τις θέσεις εργασίας τους εξαιτίας του πακέτου διάσωσης που τους προσφέρθηκε την ίδια στιγμή που αναρίθμητοι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ δεν έχουν ούτε δουλειά ούτε κάποιον να τους διασώσει. Είναι άδικο ότι οι πλούσιοι δεν φορολογούνται περισσότερο και είναι άδικο ότι μερικοί άνθρωποι είναι κατά πολύ πλουσιότεροι από τους υπόλοιπους.

Τα παράπονα σχετικά με το πακέτο διάσωσης και τις θέσεις εργασίας αποτελούν ειρωνεία, καθώς τα πράγματα δεν χρειαζόταν να πάρουν αυτή τη τροπή. Πράγματι, η ίδια η ύπαρξη του κινήματος των «αγανακτισμένων» οφείλεται στην κακή εκτέλεση μίας πολιτικής που είχε καλές προθέσεις.

Το 2008, όταν διαμορφώθηκε ως ιδέα το πρόγραμμα «Toxic Asset Relief Program» (TARP, που τώρα πια αναφέρεται απλά ως "το πακέτο διάσωσης») υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε θέσεις εργασίας σ’ ολόκληρη την οικονομία - όχι διασώζοντας τις τράπεζες, αλλά με την επίλυση του προβλήματος των τοξικών περιουσιακών στοιχείων, των ενυπόθηκων τίτλων, που βρίσκονταν στην καρδιά της οικονομικής κρίσης. Αυτό δεν σήμαινε τη παροχή χρημάτων των φορολογουμένων στις τράπεζες. Εκείνη την εποχή, ο γερουσιαστής Christopher Dodd (D-Conn.), τότε πρόεδρος της Επιτροπής της Γερουσίας για τις Τράπεζες, ονόμασε τη πρόταση «εκπληκτική και άνευ προηγουμένου από πλευράς εφαρμογής και έλλειψης λεπτομέρειας» σημειώνοντας επίσης ότι, «κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στον Υπουργό Οικονομικών να παρέμβει στην οικονομία με την αγορά τοξικών περιουσιακών στοιχείων ύψους τουλάχιστον 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό θα έδινε στον Υπουργό τη δυνατότητα να διατηρήσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για χρόνια και να πληρώσει εκατομμύρια δολάρια για να διαλέξει ποιες επιχειρήσεις θα διαχειρίζονται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία». Σημειώστε ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά σε ένα σχέδιο διάσωσης: η προσοχή δεν έχει δοθεί στις τράπεζες αλλά στα τοξικά περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να βρίσκονται σε οποιοδήποτε σημείο του συστήματος.

Το Κογκρέσο διεξήγαγε ακροάσεις για να εξετάσει τη πρόταση περί TARP, κατά την οποία ο Χανκ Πόλσον, τότε υπουργός Οικονομικών, κατέθεσε ότι «το πρόγραμμα 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχουμε προτείνει δεν είναι ένα πρόγραμμα δαπανών. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, που αγοράζονται και κρατούνται μέχρι τελικώς να μεταπωληθούν, με τα έσοδα να επιστρέφουν στην κυβέρνηση". Ο Μπεν Μπερνάνκι, πρόεδρος της Federal Reserve (σ.σ.: Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ), συμφώνησε, λέγοντας ότι «η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υποστηρίζει την πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών για την αγορά μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».

Εκείνη την εποχή, ήμουν διευθυντής για την εγχώρια και οικονομική πολιτική στη προεκλογική καμπάνια του Τζον Μακέιν. Θυμάμαι τα λόγια, τις προθέσεις, τις διαβεβαιώσεις, τις νομοθετικής επεξηγήσεις, τα δελτία τύπου, και τις υποσχέσεις που μας έδιναν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους ως προς τα μέτρα που αναγκαζόταν να πάρει το Υπουργείο Οικονομικών για να αντιμετωπίσει το οικονομικό σοκ. Εν ολίγοις, είπαν ότι το Υπουργείο Οικονομικών έπρεπε να αγοράσει τοξικά περιουσιακά στοιχεία για να σταματήσει την ελεύθερη πτώση και όχι να προχωρήσει σε άμεσες ενέσεις ρευστού με χρήματα των φορολογουμένων προς τις τράπεζες που ετοιμάζονταν να καταρρεύσουν.

Αλλά, δυστυχώς, αυτό ακριβώς συνέβη. Λίγο μετά τη ψήφιση του TARP, ο Paulson εγκατέλειψε τις αγορές περιουσιακών στοιχείων και εκλέχθηκε για να προχωρήσει σε απευθείας ενέσεις μετοχικού κεφαλαίου σε τράπεζες. Η διάσωση ξεκίνησε. Και μόλις η κυβέρνηση Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά της και ο Timothy Geithner έγινε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε τα σχέδιά της για την αντιμετώπιση των τοξικών περιουσιακών στοιχείων, αλλά στη συνέχεια τα εγκατέλειψε. Εν ολίγοις, το TARP υφαρπάχθηκε από τους Paulson και Geithner για να μετατραπεί σε ένα σχέδιο διάσωσης για τους τραπεζίτες χωρίς κανένα πειθαρχικό μέτρο είτε για τις τράπεζες ή για τους τραπεζίτες. Αυτή η άδικη κατεύθυνση των διασώσεων δεν ήταν η αρχική πρόθεση του σχεδίου.

Ομοίως, η ανεργία – άλλο ένα βασικό παράπονο που εκφράζει το κίνημα των «αγανακτισμένων»- δεν χρειαζόταν να είναι τόσο ζοφερή. Τα κίνητρα που θεσμοθετήθηκαν το 2009 ήταν κακώς σχεδιασμένα, με λίγες άμεσα διαθέσιμες θέσεις εργασίας στο τομέα των υποδομών, πολύ χαμένο χρόνο και σπατάλες, και μια υποομάδα αναποτελεσματικών συναφών προγραμμάτων. Στον απόηχο των κινήτρων αυτών, η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε λιγότερη προσοχή σ τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αντ' αυτού έδωσε προτεραιότητα στην κοινωνική ατζέντα (μεταρρυθμίσεις στο τομέα της Υγείας), τους πράσινους στόχους (οι ρυθμίσεις EPA και Waxman-Markey,) τις σχέσεις εργασίας (η ατζέντα του Εθνικού Συμβουλίου Εργασιακών Σχέσεων), και άλλες νομοθετικές και κανονιστικές πρωτοβουλίες που ήταν επιζήμιες για την οικονομική ανάπτυξη. Και η χαριστική βολή, η διοίκηση έβαλε την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε μια επικίνδυνη, εκρηκτική πορεία σχετικά με το χρέος, γεγονός που συνιστά μία επιστροφή στις χειρότερες ημέρες της οικονομικής κρίσης.

Η κυβέρνηση Ομπάμα θα έπρεπε να ασκήσει πίεση για μεταρρυθμίσεις στο υπάρχον φορολογικό πλαίσιο που θα δημιουργούσε κίνητρα για τις επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες να τοποθετήσουν ως βάση των δραστηριοτήτων τους τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επενδύσουν με ταχύτερους ρυθμούς σε καινοτομία, εργαζόμενους, επισκευές, καθώς και νέες εργοστασιακές εγκαταστάσεις και εξοπλισμούς.
Το σημείο εκκίνησης για τη κυβέρνηση είναι ο φόρος εταιρικών κερδών, ο οποίος βλάπτει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών με δύο σημαντικούς τρόπους. Πρώτον, το σημερινό 35% φορολόγησης είναι υπερβολικά υψηλό. Όταν, μάλιστα, συνδυάζεται με τα επίπεδα φορολόγησης στις επιμέρους Πολιτείες, οι αμερικανικές εταιρείες αντιμετωπίζουν τα υψηλότερα ποσοστά φορολόγησης μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Το ποσοστό αυτό θα πρέπει να μειωθεί στο 25 τοις εκατό ή και χαμηλότερα. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η μόνη ανεπτυγμένη χώρα που φορολογεί εταιρείες βάσει των κερδών που αποκτούν από τις διεθνείς τους δραστηριότητες. Άλλα κράτη ακολουθούν μια εδαφική προσέγγιση κατά την οποία, για παράδειγμα, μια γερμανική εταιρεία πληρώνει τους φόρους στη Γερμανία μόνο για τα κέρδη που αποκτά στη Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες μόνο για τα κέρδη της εκεί, και ούτω καθεξής. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθετήσουν την εδαφική φορολογική προσέγγιση, τότε οι ΗΠΑ θα μάχονταν τον ανταγωνισμό επί ίσοις όροις.

Οι υπέρμαχοι της φορολογικής προσέγγισης παγκόσμιας εμβέλειας που χρησιμοποιούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζουν ότι, επειδή δεν επιτρέπει στις εταιρείες των ΗΠΑ να απολαμβάνουν χαμηλότερους φόρους όταν επενδύουν στο εξωτερικό, αφαιρείται ένα σημαντικό κίνητρο για να χαθούν θέσεις εργασίας στο εσωτερικό. Φανταστείτε δύο επιχειρήσεις από το Οχάιο: η μία επενδύει 100 εκατομμύρια δολάρια στο Οχάιο, και η άλλη 100 εκατομμύρια δολάρια στη Βραζιλία. Η προσέγγιση της παγκόσμιας εμβέλειας αντιμετωπίζει τα κέρδη για τις δύο αυτές επενδύσεις με τον ίδιο τρόπο - και οι δύο φορολογούνται με το ίδιο ποσοστό που έχει αποφασιστεί από τις ΗΠΑ - έτσι η εταιρεία που επενδύει στη Βραζιλία δεν διαθέτει κανένα πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της που επενδύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά αυτή η λογική είναι παραπλανητική και ξεπερασμένη. Αρχικά, επειδή οι επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο πληρώνουν χαμηλότερους φόρους και από τις δύο επιχειρήσεις του παραδείγματος που έχουν ως έδρα το Οχάιο, το πιθανότερο αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης είναι πως και οι δύο εταιρείες θα έχουν πρόβλημα να επιβιώσουν στο παγκόσμιο ανταγωνισμό. Επιπλέον, όταν αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες επενδύουν στην επέκταση και την απασχόληση στο εξωτερικό, συνηθίζουν, επίσης, να επενδύουν στην επέκταση και την απασχόληση και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά, οι υγιείς και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μεγαλώνουν και επεκτείνονται σε αντίθεση με τις μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Ο στόχος της Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ότι οι αμερικανικές εταιρείες δεν θα υπερφορολογηθούν, δεν θα γίνουν μη-ανταγωνιστικές και, τελικώς, δεν θα κλείσουν. Τέλος, επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη ανεπτυγμένη χώρα που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί μία παγκόσμιας-εμβέλειας φορολογική προσέγγιση, είναι λιγότερο ελκυστικές ως έδρα για τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν τα εν λόγω «αρχηγεία» των πολυεθνικών, θα χάσουν, επίσης, την απασχόληση, την έρευνα, και τη μεταποίηση που θα μπορούσε να αναπτυχθεί γύρω από αυτές τις επιχειρησιακές βάσεις.

Παράλληλα με τα παράπονα των «αγανακτισμένων» αναφορικά με τις θέσεις εργασίας και τη φορολογία – ακόμα και για την ίδια την έννοια της δικαιοσύνης, όπως εκείνοι τη βλέπουν – το κίνημα θα ήθελε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της οικονομικής κατάρρευσης βάζοντας τους πλούσιους να πληρώνουν υψηλότερους φόρους. Άλλωστε, το εισόδημα των πλουσιότερων ανθρώπων στη χώρα συνέχισε να αυξάνεται, την ίδια στιγμή που ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού βρίσκεται σε καθεστώς αδράνειας. Επιπλέον, όπως λένε, οι πλούσιοι αποκτούν μεγάλο ποσοστό από το τρέχον εισόδημά τους με τη μορφή κεφαλαιουχικών κερδών, τα οποία φορολογούνται πολύ ελαφρά.

Όμως, τα επιχειρήματα αυτά αγνοούν το γεγονός ότι τα κεφαλαιουχικά κέρδη φορολογούνται ήδη μία φορά, όταν το εισόδημα έχει αρχικά αποκτηθεί. Και πέραν αυτού, τα επιχειρήματα των «αγανακτισμένων» είναι ιδιαιτέρως παραπλανητικά διότι επικεντρώνονται μόνο στις ετήσιες πληρωμές φόρων και αγνοούν την ευρύτερη κατάσταση της ομοσπονδιακής οικονομίας.

Ο μεγαλύτερος φόρος που πληρώνουν κάθε χρόνο οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, ο οποίος προορίζεται αποκλειστικά στη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης και τις υπηρεσίες Υγείας. Η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς θα λάβουν πολλά περισσότερα από αυτά τα προγράμματα απ’ ό, τι ποτέ θα πληρώσουν γι’ αυτές τις υπηρεσίες. Στην πραγματικότητα, τα άτομα αυτά επιχορηγούνται από τους φόρους μισθωτών υπηρεσιών και του εισοδήματος των υπόλοιπων αμερικανών φορολογούμενων.

Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι οι αμερικανοί φορολογούμενοι αποκτούν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση τους δωρεάν. Όλα όσα οραματίστηκαν οι πρωτεργάτες της χώρας για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση — η εθνική ασφάλεια, οι υποδομές, η έρευνα, κλπ — πληρώνεται σχεδόν αποκλειστικά από τους φόρους εισοδήματος. Σχεδόν, ένας στους δύο αμερικάνους δεν πληρώνει φόρο εισοδήματος ενώ το 5% που βρίσκεται στην εισοδηματική κορυφή της χώρας πληρώνει κάτι παραπάνω από το 50% των φόρων εισοδήματος.

Με άλλα λόγια, όταν ένα μικρό ποσοστό των Αμερικανών πληρώνει για πολλές από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες που απολαμβάνει κάθε Αμερικανός, γιατί είναι δίκαιο να αναγκαστεί να πληρώνει ακόμη περισσότερα; Παίρνοντας ακόμα μεγαλύτερη απόσταση από τα πράγματα, να υπογραμμιστεί ότι η μέγιστη αδικία δεν είναι το «ποιος» πληρώνει και με «ποιο» φορολογικό συντελεστή, αλλά ότι, εκτός εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλάξουν πορεία, οι μελλοντικές γενιές θα κληρονομήσουν ένα διαλυμένο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ένα τεράστιο χρέος, και μία ακρωτηριασμένη οικονομία. Το να επικεντρώνεται η συζήτηση περί δικαιοσύνης αποκλειστικά και μόνο στους φόρους εισοδήματος που επιβάλλεται σε μια χούφτα Αμερικανών απλά αποσπά την προσοχή από τις ευρύτερες αδικίες της ομοσπονδιακής φορολογικής πολιτικής.

Τέλος, ορισμένοι «αγανακτισμένοι» και οι συμπαθούντες αυτών, αμφισβητούν το κατά πόσο το καπιταλιστικό σύστημα είναι θεμελιωδώς δίκαιο. Και πράγματι, ανεξάρτητα από το εάν κάποιος επικεντρώνεται στην ευημερία των λιγότερο εύπορων (με την ύπαρξη ενός κοινωνικού δικτύου ασφαλείας) ή στο χάσμα μεταξύ αυτών και των πλουσίων (με την ύπαρξη της ανισότητας per se), υπάρχει εύλογη ανησυχία για τις προοπτικές της κατώτατης τάξης όσον αφορά τη κατανομή εισοδήματος στις ΗΠΑ.

Η λύση, ωστόσο, έγκειται στο να βασιστεί κανείς περισσότερο στο καπιταλισμό. Το καταλυτικό οικονομικό γεγονός στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα δεν είναι η οικονομική κρίση και η ύφεση, αλλά η είσοδος στην παγκόσμια αγορά εργασίας δισεκατομμυρίων εργαζομένων στην Κίνα, την Ινδία, και αλλού. Τα απλούστερα οικονομικά υποδεικνύουν ότι αυτός ο πρόσθετος ανταγωνισμός θα μειώσει τα σχετικά κέρδη των αγορών από τους ανειδίκευτους εργάτες και θα αυξήσει το εισόδημα των άρτια εκπαιδευμένων εργαζόμενων και των κεφαλαιουχικών επενδύσεων.

Η παραπάνω εξέλιξη αποτελεί άσχημη είδηση για τους φτωχούς μισθωτούς αλλά ένα πλεονέκτημα σε όσους διαθέτουν ανθρώπινο και οικονομικό κεφάλαιο. Οι προοδευτικοί έχουν αντιδράσει ζητώντας ξεκάθαρη αναδιανομή του πλούτου και ενδυνάμωση της εργασίας που προστατεύεται από το συνδικαλισμό ή επιχειρώντας να κλείσουν τα σύνορα των ΗΠΑ εμποδίζοντας τη ροή αγαθών, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού. Αλλά οι παγκόσμιες δυνάμεις της αγοράς θα ξεπεράσουν αυτές τις κακοσχεδιασμένες προσπάθειες της κυβέρνησης να ανατρέψει θεμελιώδεις οικονομικές αρχές.

Μια καλύτερη στρατηγική θα ήταν να αξιοποιηθούν οι δυνάμεις της αγοράς με τη δημιουργία ανθρώπινου και οικονομικού κεφαλαίου. Θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα που θα έδιναν έμφαση στη γονική επιλογή και την επιβράβευση των επιδόσεων των εκπαιδευτικών, θα ήταν ένα καλό σημείο εκκίνησης. Μεταξύ άλλων θετικών στοιχείων που παρατηρούνται πρόσφατα, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί συμφωνούν τώρα στα βασικά πλεονεκτήματα των εν λόγω αλλαγών.

Αλλά, η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί να δώσει μεγαλύτερη προσοχή οικοδόμηση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε διάφορα στάδια της σταδιοδρομίας ενός ατόμου.

Από δημοσιονομική άποψη, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει μόνο χαλιναγωγήσουν τις υπερβολικές υποσχέσεις σε υφιστάμενα δικαιώματα, θα πρέπει επίσης να αντιστρέψουν την υπονομευτική στρατηγική που επικεντρώνεται περισσότερο στις ανάγκες ενός ατόμου, στο τέλος, και όχι στην αρχή, της ζωής του. Αντί να παρέχονται μόνο δικαιώματα για τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη, και τη βοήθεια στη τρίτη ηλικία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να δώσει προτεραιότητα στα δικαιώματα της προνηπιακής εκπαίδευσης, της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, της διατροφής, και της προληπτικής φροντίδας.

Ομοίως, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να απομακρυνθεί από πολιτικές που εξασφαλίζουν τους ανέργους, τα κουπόνια τροφίμων, και άλλα προγράμματα για τα χαμηλότερα εισοδήματα που προϋποθέτουν χαμηλές ταμειακές ροές. Αντιθέτως, πρέπει να ενσωματώσει τα προγράμματα αυτά σε λογικές ιδιωτικής διαχείρισης ώστε να συσσωρευτεί πλούτος. Μια τέτοια οργανωτική δομή θα παρείχε ισχυρά κίνητρα για εξάρτηση στην εργασία και έγκαιρη έξοδο από τα προγράμματα κοινωνικής υποστήριξης.

Οι «αγανακτισμένοι» στις ΗΠΑ μάλλον έχουν δίκιο σε ένα πράγμα: η δικαιοσύνη είναι και πρέπει να είναι στο επίκεντρο της συζήτησης για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική ευημερία. Αλλά η λύση σε αυτά τα ερωτήματα περί δικαιοσύνης - και σχετικά με τις οικονομικές πληγές των ΗΠΑ- είναι να χρησιμοποιηθεί το καπιταλιστικό σύστημα, όχι να καταστραφεί.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136611/douglas-holtz-eakin/what-o...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.