Οι εκλογές του 2012 και η εξωτερική πολιτική των ρεπουμπλικανών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι εκλογές του 2012 και η εξωτερική πολιτική των ρεπουμπλικανών

Γιατί η ρεπουμπλικανική κοσμοθεωρία μοιάζει αρκετά με του Ομπάμα

Οι ρεπουμπλικάνοι προεδρικοί υποψήφιοι συγκεντρώθηκαν στη Νότια Καρολίνα το περασμένο Σάββατο για να εντρυφήσουν σε ένα θέμα που είχαν σε μεγάλο βαθμό αποφύγει: την εξωτερική πολιτική. Οι συνομιλίες τους ακολούθησαν ένα προβλέψιμο ρυθμό: ήταν μακρές όταν ασκούσαν κριτική κατά του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και υπόσχονταν να κάνουν κάτι καλύτερο, ενώ ήταν σύντομες για την απόχρωση και την πολυπλοκότητα των δικών τους θέσεων.

Όμως, η ισορροπία αυτή λειτουργεί πολύ καλύτερα στις προεκλογικές εκστρατείες παρά όταν κυβερνά κανείς. Στις σπάνιες περιπτώσεις που μιλούν στους ψηφοφόρους για τα διεθνή θέματα, οι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι προσφέρουν ένα σταθερό κατηγορητήριο εναντίον της εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα: ο Πρόεδρος έχει εγκαταλείψει τους φίλους της Ουάσιγκτον, χαϊδεύει τους αντιπάλους της και απέτυχε να καταλάβει την εξαιρετική δύναμη της Αμερικής να κάνει καλό στον κόσμο. Εάν εκλεγούν, θα δεσμευτούν στο να παράσχουν μια σειρά από επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική. Το Ιράν θα καμφθεί στη θέληση της Αμερικής και θα ανακαλέσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Το Πακιστάν θα σταματήσει την υποστήριξή του προς τις τρομοκρατικές ομάδες και θα στηρίξει την πολιτική των ΗΠΑ. Οι αμερικανικές δυνάμεις θα τσακίσουν τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Η αλλαγή καθεστώτος θα έρθει στη Συρία. Η Κίνα θα σταματήσει τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές της. Με λίγα λόγια, όλα θα είναι τέλεια.

Αυτές οι υποσχέσεις έρχονται σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι οι περισσότεροι ρεπουμπλικάνοι είναι απομονωτιστές. Είναι αλήθεια ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο αριθμός των Αμερικανών που πιστεύουν ότι η Ουάσινγκτον «θα πρέπει να δώσει λιγότερη προσοχή στα προβλήματα στο εξωτερικό και να επικεντρωθεί στα εγχώρια προβλήματα» έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι τάσσονται υπέρ της αποδέσμευσης των ΗΠΑ από τον υπόλοιπο κόσμο. (Υπάρχει, βέβαια, η αξιοσημείωτη εξαίρεση του Ron Paul, ο οποίος το Σάββατο το βράδυ εξέφρασε το συνηθισμένο επιχείρημά του ότι οι εκτεταμένες δράσεις της Αμερικής στο εξωτερικό κάνουν περισσότερα για να απειλήσουν την ασφάλεια της χώρας, παρά για να την ενισχύσουν).

Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από τους ρεπουμπλικάνους προεδρικούς υποψηφίους είναι διεθνιστές κι έχουν την πρόθεση να ασκήσουν μια ενεργή εξωτερική πολιτική - και στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται επίσης και στην παράδοση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την εξωτερική πολιτική κατά την τελευταία πεντηκονταετία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι υποψήφιοι ομονοούν σε συγκεκριμένα θέματα. Πολύ συχνά διαφέρουν ως προς την προσέγγιση, την προτεραιότητα και τον τόνο. Ο Mitt Romney και ο Newt Gingrich υποστηρίζουν ότι ένα στρατιωτικό πλήγμα στο Ιράν θα πρέπει να είναι μια «επιλογή» για να σταματήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ο Herman Cain, εν τω μεταξύ, «δεν θα πρόκρινε στρατιωτική δράση». Ο Jon Huntsman θέλει λιγότερα στρατεύματα στο Αφγανιστάν, επειδή το μέλλον της Αμερικής «δεν βρίσκεται στα βουνά Hindu Kush». Ο Rick Santorum ευνοεί τη συνέχιση των σημερινών ενεργειών έως ότου οι «Ταλιμπάν γίνουν μια ευνουχισμένη δύναμη». Ο Rick Perry προτείνει την διακοπή κάθε βοήθειας προς το Πακιστάν. Η Michele Bachmann υποστηρίζει ότι είναι κακή ιδέα. Παρ 'όλα αυτά, όλοι προσβλέπουν σε έναν κρίσιμο ρόλο για την ενεργό ηγεσία των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

Όντως, κάθε ρεπουμπλικάνος υποψήφιος συμμερίζεται πολύ περισσότερο την κοσμοθεωρία του Ομπάμα από όσο μπορεί ή θέλει να παραδεχτεί. Με την εξαίρεση του ζητήματος των κλιματικών αλλαγών - ένα θέμα που ακόμη και ο Λευκός Οίκος αναφέρει σπάνια πια - ο Πρόεδρος και οι επικριτές του βλέπουν όλοι τους ίδιους κινδύνους και τις ίδιες απειλές: Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράν, Βόρεια Κορέα καθώς και η άνοδος της Κίνας. Οι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι διαφωνούν με τον Πρόεδρο σχετικά με την τακτική για το πώς θα προωθήσει τα συμφέροντά της Αμερικής διεθνώς, όχι σχετικά με το ποια είναι αυτά τα συμφέροντα.

Θα έχουν μεγαλύτερη επιτυχία οι στρατηγικές των ρεπουμπλικάνων στην επίτευξη των στόχων του Ομπάμα από όσο οι δικές του; Δεν έχουν κάνει ακόμη καμιά συγκλονιστική κίνηση για να πείσουν ότι θα τα καταφέρουν καλύτερα. Ο Romney είναι ο μόνος υποψήφιος που παρουσίασε επίσημο κείμενο όπου εκθέτει το όραμά του για την εξωτερική πολιτική με λεπτομέρειες. Όπως συμβαίνει με τα έγγραφα αυτά, είναι μια θαυμάσια εργασία που αναγνωρίζει νηφάλια την σειρά των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον για τα επόμενα χρόνια. Ο Romney είναι και ο μόνος υποψήφιος που συγκέντρωσε προσωπικό για να στελεχώσει ένα σκιώδες Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Οι σύμβουλοί του έχουν εντυπωσιακά διαπιστευτήρια και εκτεταμένη κυβερνητική εμπειρία, καθώς πολλοί έχουν υπηρετήσει προηγούμενους ρεπουμπλικάνους Προέδρους.

Παρά ταύτα, η προσέγγιση του Romney απέχει πολύ από το επιθυμητό. Οι προτάσεις του είναι ασαφείς - για τις εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή έκανε έκκληση ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες «να εκπαιδεύσουν όλους τους θεσμούς ήπιας δύναμης που διαθέτουν οι ΗΠΑ ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αραβική άνοιξη δεν θα ξεθωριάσει σε ένα μακρύ χειμώνα». Για το τέλος του πολέμου στη Νότια Ασία, ο ίδιος υποστηρίζει μια «πλήρη επανεξέταση του μεταβατικού σταδίου σχετικά με τον αφγανικό στρατό», μια διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε οποιαδήποτε έκβαση στο Αφγανιστάν. Η ρητορική είναι εύκολη. Οι εφαρμόσιμες (και ακόμα πιο σπάνια οι επιτυχημένες) πολιτικές είναι πολύ πιο δύσκολες.

Βεβαίως, η στρατηγική της κυβέρνησης Ομπάμα δεν έχει λύσει όλα τα προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την άνοδό της στην εξουσία - δεν έχει καταφέρει να τερματίσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, να βάλει σε κάποιο λογαριασμό το Πακιστάν ή να πιέσει την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμά της. Αλλά αυτά τα αποτελέσματα δεν οφείλονται αποκλειστικά σε ανικανότητα, όσο και αν προσφέρει ικανοποίηση ένας τέτοιος ισχυρισμός στους πολιτικούς της αντιπολίτευσης να διεκδικήσουν. Οι αποτυχίες του Ομπάμα έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με το γεγονός ότι η αμερικανική επιρροή είναι πιο περιορισμένη από όσο αναγνωρίζουν οι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι. Οι λεγόμενες εξοντωτικές κυρώσεις για το Ιράν τις οποίες αρκετοί από τους υποψηφίους έχουν ζητήσει, θα επιτύχουν μόνο με τη συνεργασία της Κίνας, της Ρωσίας και πολλών άλλων χωρών. Όμως μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε μόνο να αγοραστεί, και τούτο μόνο σε υψηλή τιμή, αν όχι καθόλου. Η Ουάσιγκτον μπορεί να μην είναι σε θέση να συμβιώσει με το Πακιστάν αλλά, αν θέλει να επιτύχει στο Αφγανιστάν, ούτε μπορεί να κάνει χωρίς αυτή τη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να τιμωρήσουν την Κίνα για τις εμπορικές και νομισματικές πρακτικές της αλλά το Πεκίνο έχει πολλούς τρόπους για να εκδικηθεί. Και ο κατάλογος συνεχίζεται.

Με απλά λόγια, οι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι απέτυχαν να αναγνωρίσουν τη διασπορά των οικονομικών, πολιτικών, ακόμη και στρατιωτικών δυνάμεων που προκύπτει από την πρόοδο της παγκοσμιοποίησης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι και θα παραμείνουν η πιο ισχυρή και με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκόσμια δύναμη για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι φίλοι και οι σύμμαχοί της θα ακολουθήσουν αυτόματα την ηγεσία της ή ότι οι αντίπαλοι της θα λιώσουν απέναντι σε μια επίδειξη θέλησης γεμάτη αυτοπεποίθηση. Πολλά από τα σημερινά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής δεν μπορούν να λυθούν μέσα από τη μονομερή εφαρμογή της αμερικανικής ισχύος, οπότε το να βρεθεί τρόπος για να δημιουργηθούν συνεργασίες είναι μια από τις μεγαλύτερες στρατηγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Και για το θέμα αυτό δεν ειπώθηκε ούτε μια λέξη το περασμένο Σάββατο.

Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι η Bachmann, ο Κάιν, ο Gingrich, ο Hunstman, ο Perry, ο Romney και ο Santorum δεν είναι έτοιμοι να καταπιαστούν με τέτοια πολυπλοκότητα. Αλλά μπορεί επίσης να οφείλεται στο ότι, με απλά λόγια, οι ψηφοφόροι αυτές τις μέρες δεν την αναζητούν. Σε αντίθεση με το 2004 ή το 2008, όταν οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ήταν στο προσκήνιο και ο πόνος της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ακόμη νωπός, οι εκλογές τον επόμενο Νοέμβριο κατά πάσα πιθανότητα θα επικεντρωθούν σε μεγάλο βαθμό στα εσωτερικά θέματα. Οι ψηφοφόροι το μόνο που θέλουν να ξέρουν είναι ότι ο υποψήφιος διαθέτει τις βασικές ικανότητες για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Θα αφήσουν τις λεπτομέρειες και την πολυπλοκότητα για τους άλλους.

Αλλά το γεγονός είναι πως η διαμόρφωση μιας επιτυχούς εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να απασχολεί τους οκτώ ρεπουμπλικάνους υποψηφίους που ήταν στη Νότια Καρολίνας το βράδυ του περασμένου Σαββάτου – ειδικά όταν ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι όλο και πιο ευάλωτες σε πιέσεις από αναδυόμενα κράτη και κράτη-παρίες. Και θα πρέπει να αποτελεί ζήτημα μέσα στις πολιτικές ομιλίες στους επόμενους μήνες. Ένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι ο επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και αν αυτός, ή αυτή, αδυνατεί να κατανοήσει πώς μπορείτε να ελιχθεί σε έναν όλο και πιο περίπλοκο κόσμο, οι προεκλογικές υποσχέσεις, όσο επικερδείς και αν παρουσιάζονται, δεν θα αντέξουν ούτε στην πρώτη κρίση με το εξωτερικό, κάτι που αναμφίβολα θα συμβεί την πρώτη ημέρα στο Οβάλ Γραφείο και, στη συνέχεια, απλώς θα ακολουθηθεί από μια άλλη.

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136664/james-m-lindsay/the-2012-e...