Τα νέα αραβικά Συντάγματα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα νέα αραβικά Συντάγματα

Οι δημοκρατικοί θεσμοί μετά την Αραβική Άνοιξη

Το κύμα των επαναστάσεων που ανέτρεψε τους δικτάτορες στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη συνεχίζει σαρώνει τη Μέση Ανατολή. Στις πρώτες χώρες που ξέσπασαν αναταραχές, όμως, η επαναστατική φάση έχει ήδη δώσει τόπο στη διαδικασία εδραίωσης της δημοκρατίας. Μία από τις πιο σημαντικές πτυχές αυτής της φάσης θα είναι η ανάπτυξη νέων Συνταγμάτων για να επισημοποιήσουν το μελλοντικό καθεστώς στην κάθε χώρα.

Ακόμη και πριν από αυτή τη χρονιά, η φύση των Συνταγμάτων στον αραβικό κόσμο παρουσίαζε πολύ μεγάλες διαφορές. Στη Σαουδική Αραβία και τη Λιβύη του Μουαμάρ αλ-Καντάφι, για παράδειγμα, το Κοράνι, διαμορφώθηκε σε Σύνταγμα, με τα πιο τεχνικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομικής διαδοχής και την φύση των συμβουλευτικών συμβουλίων, να καλύπτονται από ένα βασικό νόμο. Άλλες χώρες, όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία, ανέπτυξαν σχετικά κοσμικά Συντάγματα τη δεκαετία του 1880.

Όλοι οι συνταγματικοί κώδικες, ωστόσο, είχαν δύο σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς, είναι γενικά λεπτομερείς σχετικά με τις φιλοδοξίες του κράτους, για παράδειγμα, να είναι μέρος της Αραβικής Umma και να υποστηρίζουν τις αρχές του Ισλάμ. Τέτοια Συντάγματα βρίσκονται σε άμεση αντίθεση π.χ. με εκείνο των ΗΠΑ, το οποίο έχει ως στόχο να περιορίσει το κράτος. Δεύτερον, όπως τα δυτικά Συντάγματα, τα αραβικά Συντάγματα έτειναν να είναι έμφορτα με ισχυρές εγγυήσεις για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Οι κανόνες της Ιορδανίας και της Αιγύπτου, για παράδειγμα, περιείχαν εκτενή τμήματα που περιγράφουν τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και του συνέρχεσθαι.

Φυσικά, η πρώτη εντολή των αραβικών Συνταγμάτων – η ενίσχυση του κράτους - συνήθως χάλκευε τη δεύτερη – η προστασία των πολιτών. Οι αραβικές κυβερνήσεις συχνά αγνόησαν τη γενναιόδωρη συνταγματική νομική προστασία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνήθως με την κάλυψη νόμων έκτακτης ανάγκης που έβαζαν στο περιθώριο το σύνολο ή μέρος του συνταγματικού κώδικα, προκειμένου να δώσουν στις κυβερνήσεις ένα ελευθερία ελιγμών ενάντια στους «επικίνδυνους» αντιπάλους. Αυτό αντανακλά τη μηδενική κατανόηση πολλών αραβικών κυβερνήσεων για τις πολιτικές διαδικασίες.

Ωστόσο, τα προ-επαναστατικά αραβικά Συντάγματα δεν ήταν έγγραφα κενά περιεχομένου. Επισημοποιούσαν και νομιμοποιούσαν τις κυβερνητικές διαδικασίες, τις δομές της εξουσίας και την πολιτική συνεννόηση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Το ιορδανικό Σύνταγμα, για παράδειγμα, έχει ένα μεγάλο τμήμα που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της Ιορδανίας και των Παλαιστινίων. Ως και η Συρία αναγνώρισε τη σημασία του Συντάγματος. Το 2000, όταν Μπασάρ αλ-Άσαντ είχε αξιωθεί να διαδεχθεί τον πατέρα του ως πρόεδρος, το καθεστώς πέρασε από μια μακρά διαδικασία τροποποίησης του Συντάγματος ώστε να μπορέσει να επιτρέψει την επιλογή του. Σε αυτή την περίπτωση, ήταν σημαντικό για την κυβέρνηση της Συρίας να συμπέσουν η ανάρρηση του Assad στην εξουσία με τις διατυπώσεις του συνταγματικού νόμου.

Καθώς η Αραβική Άνοιξη έγινε Αραβικό Καλοκαίρι και Φθινόπωρο πολλές πολιορκούμενες κυβερνήσεις στράφηκαν προς τη συνταγματική μεταρρύθμιση ως ένα τρόπο για να κατευνάσουν τους πολίτες τους. Στο Μαρόκο, ο βασιλιάς Μοχάμεντ VI τροποποίησε το Σύνταγμα της χώρας του για να αναγνωρίσει την Tamazight, τη γλώσσα των Βερβέρων, ως επίσημη γλώσσα του Μαρόκου παράλληλα με τα αραβικά. Η Βουλή των Σαούντ, επίσης, υποσχέθηκε να επιτρέψει στις γυναίκες να ψηφίσουν στον επόμενο γύρ οτων δημοτικών εκλογών.

Είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς ποια ακριβώς μορφή θα πάρουν τα μετα-επαναστατικά Συντάγματα της Τυνησίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης. Όμως, οι προσωρινοί συνταγματικοί κώδικες και οι προσωπικότητες που συμμετέχουν στην εκπόνηση των καινούργιων, προσφέρουν κάποιες ενδείξεις.

Η Τυνησία παραμένει η μεγάλη ελπίδα για εκείνους που αναζητούν ένα δημοκρατικό αραβικό κόσμο. Η χώρα αντιμετώπισε με επιτυχία την πρώτη μεγάλη δημοκρατική πρόκλησή της: τις εκλογές που έλαβαν χώρα τον περασμένο μήνα. Η ψηφοφορία αντικατόπτρισε μια πραγματική δέσμευση για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των μειονοτήτων. Και ο στρατός εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός της πολιτικής διαδικασίας. Το δημοφιλές νέο Κοινοβούλιο πρόκειται πλέον να καταρτίσει ένα νέο Σύνταγμα για να στηρίξει με νομική υπόσταση την πολιτική πρόοδο της χώρας.

Φυσικά, ένας από τους σημαντικότερους νικητές των εκλογών στην Τυνησία ήταν το ισλαμικό κόμμα Al-Nahda. Αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Ακριβώς όπως τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα είναι διαδεδομένα στην Ευρώπη, τα κόμματα που πρεσβεύουν προσήλωση στο Ισλάμ είναι δημοφιλή στη συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμανικών κρατών. Η θρησκεία θα μπορούσε εύκολα να βρει έκφραση και στο νέο Σύνταγμα. Όλα αυτά θα μπορούσαν, ωστόσο, να μην αποτελούν αιτία ανησυχίας. Το παλαιό καθεστώς της Τυνησίας εκδίωκε τα μέλη της Al-Nahda. Αυτή η εμπειρία του παρελθόντος μπορεί να κάνει το κόμμα να ενδιαφερθεί περισσότερο για την επισημοποίηση - και την υλοποίηση –της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έστω και μόνο ως εγγύηση στην περίπτωση που χάσει πάλι την εξουσία.

Μια μεγαλύτερη ανησυχία είναι η ασάφεια των στοιχείων της πολιτικής ελίτ ως προς την θέση των γυναικών. Ο νόμος που ρύθμιζε τις εκλογές του Οκτωβρίου απαιτούσε από τα κόμματα να βάλουν τις γυναίκες σε περίοπτη θέση στις λίστες των υποψηφίων τους. Πολλά κόμματα αγνόησαν εντελώς την εντολή αυτή. Ακόμα κι έτσι, οι γυναίκες υποψήφιοι πέτυχαν καλές επιδόσεις, κερδίζοντας 24% των ψήφων και 49 από τις 217 έδρες στο νέο κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να ενισχύσει την πλευρά εκείνων που επιδιώκουν την ενσωμάτωση της ισότητας των φύλων στο νέο Σύνταγμα.

Οι προοπτικές για τα γενικά ανθρώπινα δικαιώματα στο νέο σύστημα της Τυνησίας επίσης φαίνονται κάπως ελπιδοφόρες. Λόγω των ανισοτήτων στη φύση της εξουσίας στη χώρα, καμιά ομάδα - ούτε καν οι ένοπλες δυνάμεις – δεν έχει αρκετή ισχύ για να είναι σε θέση να αγνοήσει τις ανησυχίες των άλλων. Όπως Al-Nadha, κάθε ομάδα θα μπορούσε να προωθήσει το κράτος δικαίου ως μέσο για την προστασία των συμφερόντων της. Τελικά, όμως, η αποτελεσματικότητα του κράτους δικαίου θα εξαρτάται από τη βούληση της πολιτικής ελίτ της χώρας να ακολουθήσει τους κανόνες. Μια πρώιμη ένδειξη για την πρόθεσή τους να το πράξουν θα είναι το πώς θα αντιμετωπίσουν τους νόμους έκτακτης ανάγκης στο νέο Σύνταγμα. Ένα θετικό σημάδι θα είναι αν το νέο Σύνταγμα απαιτεί από την κυβέρνηση ή τον πρόεδρο να ζητήσει έγκριση από το Κοινοβούλιο πριν να προσφύγει σε έκτακτα μέτρα και αν θέτει ένα αυστηρό χρονικό όριο για αυτή τη διαδικασία έγκρισης.

Στην Αίγυπτο, το μέλλον φαίνεται λιγότερο ελπιδοφόρο. Το νέο κοινοβούλιο που συνήλθε μετά τις εκλογές αυτής της εβδομάδας θα σπαράσσεται από αντικρουόμενα συμφέροντα και θα είναι περικυκλωμένο από τους στρατιωτικούς. Μερικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των νέων βετεράνων της πλατείας Ταχρίρ, υποστηρίζουν μια συνολική αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος και το ξαναγράψιμο του Συντάγματος. Αλλά οι πιο ισχυρές από αυτές, ο στρατός, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι αντίπαλοί τους, επιδιώκουν κυρίως να τροποποιηθεί ο συνταγματικός χάρτης απλώς για την προστασία των δικών τους συμφερόντων.

Παρότι ο αιγύπτιοι διαδηλωτές κατάφεραν να την οδηγήσουν στην πτώση του πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ από την εξουσία, ο στρατός διατηρεί κεντρική θέση στο πολιτικό σύστημα της χώρας: Το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων παραμένει η απόλυτη εξουσία στη χώρα. Επιπλέον, παρότι η ανησυχία για τη στάση του στρατού ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διακοινοτικές σχέσεις αυξάνεται εκτός των αιγυπτιακών συνόρων, ο θεσμός του στρατού είναι σημαντικά σεβαστός μεταξύ των αιγυπτίων πολιτών. Ακόμη και η πρόσφατη αναταραχή στην Αίγυπτο έχει επικεντρωθεί στο Ανώτατο Συμβούλιο και τον πρόεδρό της, στρατηγό Mohamed Hussein Tantawi, παρά στο θεσμό των ενόπλων δυνάμεων. Αυτό που ο στρατός θέλει, ως εκ τούτου, θα έχει μεγάλη σημασία για τις εκλογές και τη νέα νομοθεσία της χώρας.

Πράγματι, τον Απρίλιο, το Ανώτατο Συμβούλιο συνέταξε μια διακήρυξη [1], η οποία απευθύνεται σε σχετικά αδιαμφισβήτητα συνταγματικά θέματα: τη δέσμευση για το habeas corpus (η προσφυγή στα δικαστήρια για μια κράτηση που μπορεί να κριθεί παράνομη), την απαγόρευση των βασανιστηρίων, την εγγύηση της ελευθερίας της έκφρασης. Η διακήρυξη είχε επίσης πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις κοινωνικές πτυχές των τελευταίων αιγυπτιακών Συνταγμάτων. Για παράδειγμα, παρότι τα προηγούμενα Συντάγματα της Αιγύπτου περιέγραφαν τον ισλαμικό νόμο (σαρία) ως «μία» από τις κύριες πηγές της νομοθεσίας, η κυβέρνηση υπό τον πρώην πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ, άλλαξε αυτή τη διατύπωση σε «η κύρια πηγή». Η διακήρυξη του Ανώτατου Συμβουλίου διατήρησε τη διατύπωση του Σαντάτ, ενδεχομένως, σε αναγνώριση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία, υπό το πρόσχημα του δικού της Κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, αναμένεται να τα πάει καλά στις εκλογές. Η διακήρυξη καθιέρωσε επίσης το Ισλάμ ως την επίσημη θρησκεία του κράτους, αλλά όπως και ο Μουμπάρακ ήταν συνηθισμένος να κάνει, απαγόρευσε τα κόμματα που βασίζονται στη θρησκεία. Η κίνηση αυτή δημιούργησε λίγες αντιδράσεις, αλλά έδειξε ότι ο στρατός δεν είχε πρόθεση να μπει στο περιθώριο της συνταγματικής διαδικασίας.

Οι προθέσεις του στρατού έγιναν σαφέστερες στα μέσα Νοεμβρίου, όταν το Ανώτατο Συμβούλιο κυκλοφόρησε μια σειρά σχεδίων συνταγματικών διατάξεων [2] που θα δώσουν στον στρατό ασυλία από την πολιτική εποπτεία και δίνουν την εξουσία στις ένοπλες δυνάμεις να εγκρίνουν νομοθεσία που πρότεινε το Κοινοβούλιο. Αυτό πήγε πολύ πιο μακριά από το «τουρκικό μοντέλο» -δηλαδή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας που είναι περιορισμένη από τη στρατιωτική επιτήρηση -που έχει ευρέως προταθεί από τον στρατό, επιδείνωσε την κρίση στις σχέσεις του στρατού με τον τους πολίτες και προκάλεσε ένα νέο γύρο διαδηλώσεων.

Το Σύνταγμα που θα δημιουργηθεί μέσα στον επόμενο χρόνο πιθανότατα θα ορίσει ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Θα είναι επηρεασμένο από ισλαμικές ιδέες, αλλά θα χαρακτηρίζεται και από την ανάγκη τα κυρίαρχα κόμματα να σχηματίζουν συνασπισμούς, εάν πρόκειται να κυβερνήσουν. Είναι απίθανο, και πιθανώς ανεπιθύμητο, ένας και μόνο φορέας να είναι σε θέση να εξασφαλίσει μια απλή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αυτό πρέπει να οδηγήσει σε κάποιο συμβιβασμό και μετριοπάθεια ανάμεσα στα πιο ακραία κόμματα. Ωστόσο, ενώ ορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα θα κωδικοποιηθούν στο νέο Σύνταγμα, τα κόμματα μπορεί να αναγκαστούν να επικεντρωθούν στην πολιτική θέση της κυβέρνησης και τη θέση των θρησκευτικών δικαιωμάτων. Η μελλοντική θέση των γυναικών της Αιγύπτου αποτελεί κατά συνέπεια λόγο ανησυχία. Το Ανώτατο Συμβούλιο έχει ήδη προορίσει κάποιες έδρες στη Συντακτική Συνέλευση για γυναίκες, αλλά το φύλο των πολιτών δεν είναι εισηγμένο στο διατάξεις της διακήρυξης που απαγορεύουν τις διακρίσεις. Οι γυναίκες αποκλείσθηκαν επίσης από τις προετοιμασίες για τις πρόσφατες εκλογές.

Τέλος, το μέλλον της Λιβύης είναι το λιγότερο σαφές όλων. Η χώρα δεν έχει την ιστορία του κράτους δικαίου και καθόλου εμπειρία σε μια ανταγωνιστική πολιτική διαδικασία. Υπό τον Καντάφι, η σαρία ήταν η επίσημη βάση του νόμου και συχνά εφαρμοζόταν σε θέματα οικογενειακού δικαίου. Σε ζητήματα σχετικά με το ρόλο της κυβέρνησης, ωστόσο, το καθεστώς είχε την τάση να ασκεί εξουσία αυθαίρετα, καταβάλλοντας ελάχιστη προσπάθεια να προσδώσει στις ενέργειές του νομική κάλυψη.

Παρ 'όλα αυτά, παρά τις διεθνείς ανησυχίες σχετικά με την υπερμεγέθη επιρροή των σκληροπυρηνικών ισλαμιστικών ομάδων που προσπαθούν να απαλλαγούν από τη δημοκρατία, οι Λίβυοι φαίνεται να έχουν πράγματι δεσμευτεί υπέρ ενός ανοιχτού πολιτικού συστήματος. Το σχέδιο συνταγματικής χάρτας της Λιβύης, το οποίο η κυβέρνηση των ανταρτών στη Βεγγάζη έγραψε στις αρχές Αυγούστου πριν την πτώση του Καντάφι, είναι ενθαρρυντικό. Το έγγραφο αυτό απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φυλής, θρησκείας και πολιτικών πεποιθήσεων. Επίσης, η χάρτα εγγυάται προς τις γυναίκες «όλες τις ευκαιρίες» για να συμμετάσχουν στο πολιτικό, οικονομικό, και κοινωνικό τομέα.

Αυτά είναι σημαντικά και ενθαρρυντικά επιτεύγματα. Υπάρχει κίνδυνος, ωστόσο, ότι θα παρασυρθούν από την έκρηξη αντιπαλοτήτων μεταξύ των φυλών και των περιφερειών αλλά και από την πάλη για την εξουσία μεταξύ των διαφόρων ομάδων πολιτοφυλακής. Εάν το νέο Σύνταγμα προορίζεται να επιτύχει στο να παρέχει μια σταθερή νομική βάση για τη νέα κυβέρνηση, τότε οι ανταγωνιστικές ομάδες θα πρέπει να περιστείλουν τις φιλοδοξίες τους και να αποδεχθούν την αρχή μιας ενωμένης Λιβύης. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουν όλες οι αραβικές χώρες και έχει αποδειχθεί ότι είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στη συνταγματική τάξη.

Το πεπρωμένο της δημοκρατίας στις αραβικές χώρες είναι συνδεδεμένο με το κράτος δικαίου και τη φύση των Συνταγμάτων αυτών των χωρών. Αλλά, τα Συντάγματα είναι πολιτικές πράξεις, και η δημιουργία τους θα είναι μέρος μιας δυναμικής και περίπλοκης μάχης που θα καθορίσει το μέλλον του κάθε έθνους. Σε τελική ανάλυση, ο αντίκτυπος των νέων Συνταγμάτων θα εξαρτηθεί από την προθυμία των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων να τηρήσουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, όπως αυτό διατυπώνονται στα Συντάγματά τους. Θα είναι απαραίτητο για τις διάφορες δυνάμεις που εμπλέκονται στις φετινές επαναστάσεις να συνειδητοποιήσουν ότι τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται καλύτερα με συστήματα που βασίζονται στο κράτος δικαίου και να αποδεχθούν την ανάγκη για συμβιβασμό, εφόσον με τον συμβιβασμό μπορεί κάτι να λειτουργήσει. Αλλά αυτό είναι μια υψηλή απαίτηση, πράγματι.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136699/anthony-billingsley/writin...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Συνδέσεις:
[1] http://egyptelections.carnegieendowment.org/2011/04/01/supreme-council-o...
[2] http://www.constitutionnet.org/files/2011.11_-_constitutional_principles...