Ευκολότερη απ’ όσο φαίνεται η περικοπή των αμυντικών δαπανών των ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευκολότερη απ’ όσο φαίνεται η περικοπή των αμυντικών δαπανών των ΗΠΑ

Το Πεντάγωνο χρειάζεται νέο μάνατζμεντ

Εν τω μεταξύ, οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου έχουν επανειλημμένα αποτύχει να επιβάλουν κυρώσεις για υπερβάσεις κόστους στους προμηθευτές όπλων. Δεν διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία για να το κάνουν αυτό: Στη δεκαετία του 1980, το Κογκρέσο ψήφισε ένα νόμο που επιβάλει ότι τα οπλικά προγράμματα πρέπει να ακυρωθούν όταν υπερβαίνουν τις κοστολογικές εκτιμήσεις κατά 15% έως 50%, εκτός εάν η κυβέρνηση ζητά έγκριση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Από το 1997, περίπου το ήμισυ όλων των προγραμμάτων οπλικών συστημάτων έχουν παραβιάσει αυτή την αρχή και όμως τα περισσότερα είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε πλήρη παραγωγή.

Με τη σειρά του, από το 2000 και μόνο, το κόστος των προγραμμάτων για την ανάπτυξη και παραγωγή οπλικών συστημάτων έχει αυξηθεί κατά 430 δισεκατομμύρια δολάρια. Παράδειγμα η ανάπτυξη του F-35. Τα 2.866 αεροπλάνα είχαν αρχικά εκτιμηθεί να κοστίσουν 233 δισεκατομμύρια δολάρια. Τώρα, η εκτίμηση είναι τουλάχιστον στα 385 δισεκατομμύρια για μόνο 2.400 αεροσκάφη. Η τιμή για κάθε ένα αεροσκάφος είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από το F-16, το οποίο προορίζεται να αντικαταστήσει. Ένας ισχυρότερος Αναπληρωτής Υπουργός θα είχε ακυρώσει το νέο αεροσκάφος ή θα ανάγκαζε την εταιρεία να υποστεί τις υπερβάσεις κόστους.

Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι το Πεντάγωνο πράττει ορθώς διατηρώντας αυτές τις χωρίς προηγούμενο δαπάνες, επειδή τα όπλα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πεπαλαιωμένα και πρέπει να αντικατασταθούν. Όντως είναι. Όπως ο Russell Rumbaugh του Κέντρου Stimson καταδεικνύει, οι προϋπολογισμοί παροχής υπηρεσιών αυξήθηκαν εκθετικά κατά την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, από 63 δισ. δολάρια το 2001 σε 136 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010. Αντί της αντικατάστασης των απαρχαιωμένων όπλων, ωστόσο, το Πεντάγωνο δαπάνησε περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα οπλικά συστήματα, όπως στο πρόγραμμα συνολικού ύψους 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα Μελλοντικά Οπλικά Συστήματα, με τα οποία θα δημιουργούνταν νέες ταξιαρχίες επανδρωμένων και μη επανδρωμένων οχημάτων που συνδέονται με ένα άνευ προηγουμένου γρήγορο και ευέλικτο δίκτυο στο πεδίο της μάχης. Αφού ξοδεύτηκαν περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτό το σύστημα, η κυβέρνηση το ακύρωσε.

Η κακοδιαχείριση του Πενταγώνου είναι πιο διαδεδομένη στους λογαριασμούς «λειτουργίας» και «συντήρησης», οι οποίοι θα ανέλθουν πάνω από τα 200 δισ. δολάρια για το 2012. Στελέχη της αμυντικής βιομηχανίας συνήθως υποστηρίζουν ότι, αν και η νέα γενιά μαχητικών αεροπλάνων κοστίζει εξαρχής σημαντικά περισσότερο από τις προηγούμενες, το κόστος λειτουργίας των εν λόγω αεροσκαφών θα μειωθεί. Όχι και τόσο. Τα λειτουργικά έξοδα του F-35 προβλέπεται να είναι τουλάχιστον 15% υψηλότερα από εκείνα των F-16 C / D. Και το κόστος λειτουργίας και συντήρησης του V-22 Tilt Rotor Osprey των Πεζοναυτών έχει αυξηθεί κατά 46 δισ. δολάρια, ή αλλιώς κατά 62%, κατά τα τελευταία τρία χρόνια. Σύμφωνα με τον Μακέιν, τα F-22 είναι απλά πάρα πολύ ακριβά στη λειτουργία τους σε σχέση με τα αεροσκάφη παλαιού τύπου (F-15 και F-16) τα οποία σχεδιάστηκε να αντικαταστήσουν.

Στην πραγματικότητα, το Πεντάγωνο έχει γίνει όλο και λιγότερο αποτελεσματικό. Το 2010, ο Gates, συνειδητοποιώντας ότι οι στρόφιγγες για τις αμυντικές δαπάνες έκλειναν, ζήτησε από τις υπηρεσίες τον εντοπισμό αδυναμιών. Σε λίγες εβδομάδες, εντόπισαν περιττές δαπάνες ύψους περίπου 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για παράδειγμα, ο αριθμός των στρατηγών και ναυάρχων είναι τώρα υψηλότερος από ό, τι ήταν το 1971, όταν ο στρατός ήταν δύο φορές μεγαλύτερος από όσο είναι σήμερα και όταν οι Διοικήσεις, όπως το Γενικό Επιτελείο, αντιγράφουν το έργο των άλλων. Ωστόσο, αντί να χρησιμοποιηθούν οι εξοικονομήσεις για την κάλυψη των υπερβάσεων, ο Gates άφησε το Πεντάγωνο να επανεπενδύσει το μεγαλύτερο μέρος τους πάλι σε νέα προγράμματα όπλων.

Είναι σαφές ότι το Πεντάγωνο, όπως διοικείται ως τώρα, θα συνεχίσει να αποφεύγει τις σκληρές επιλογές. Και το Κογκρέσο, επίσης, γιατί του αρέσει η συνέχιση παροχής οικονομικών κινήτρων όταν αφορούν τις περιοχές εκλογής του κάθε γερουσιαστή. Ως εκ τούτου, το Πεντάγωνο χρειάζεται έναν σκληρό Αναπληρωτή Υπουργό με επαρκή εμπειρία για να αναλάβει το σύμπλεγμα Στρατού - Βιομηχανίας - Κογκρέσου.

Στο τέλος της πρώτης θητείας του Αϊζενχάουερ, ο αμυντικός προϋπολογισμός ήταν 380 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινές τιμές. Στο αντίστοιχο διάστημα του Nixon, ήταν 398 δισεκατομμύρια. Και του George H.W. Bush ήταν 435 δισεκατομμύρια. Στου George W. Bush (του νεότερου), ήταν 478 δισεκατομμύρια δολάρια και στο τέλος της πρώτης θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, ο βασικός προϋπολογισμός δεν θα είναι μικρότερος από 475 δισεκατομμύρια δολάρια και μάλλον τελικά θα διαμορφωθεί πιο κοντά στα 525 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν η πολιτική και στρατιωτική ομάδα του Ομπάμα δεν μπορεί να προστατεύσει το έθνος με πολλά χρήματα, ειδικά όταν δεν υπάρχει μια υπαρξιακή απειλή, όπως η Σοβιετική Ένωση, τότε πρέπει να βρει μια νέα ομάδα, ειδικά ένα νέο Αναπληρωτή Υπουργό Άμυνας. Ο Packard θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα καλό υπόδειγμα. Το 1968, όταν ο Melvin Laird, ένας Δημοκρατικός γερουσιαστής από το Ουισκόνσιν, διορίστηκε υπουργός Άμυνας, αναγνώρισε την ανάγκη για έναν αποτελεσματικό μάνατζερ. Όταν ζήτησε από τους συμβούλους του να ονομάσουν τον καλύτερο στη χώρα, του είπαν για τον Packard. Ο Laird αμέσως πέταξε ως την Καλιφόρνια για να τον πείσει να αναλάβει τη δουλειά. Ο Πανέτα, ή όποιος τον διαδεχθεί, θα πρέπει να το λάβει υπόψη του.

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/137007/lawrence-j-korb/why-panett...