Ευκολότερη απ’ όσο φαίνεται η περικοπή των αμυντικών δαπανών των ΗΠΑ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ευκολότερη απ’ όσο φαίνεται η περικοπή των αμυντικών δαπανών των ΗΠΑ

Το Πεντάγωνο χρειάζεται νέο μάνατζμεντ

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Υπουργός Άμυνας Λέον Πανέτα ανακοίνωσε σχέδιο για την περικοπή εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων από τον αμυντικό προϋπολογισμό. Πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι έχουν αντιδράσει με αποκαλυπτικές προειδοποιήσεις, καταδεικνύοντας τις καταστροφικές συνέπειες που θα έχουν τέτοιου είδους περικοπές. Ισχυρίζονται ότι χωρίς κατάλληλους πόρους οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι σε θέση να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους σε όλο τον κόσμο.

Ωστόσο, το Πεντάγωνο δεν έχει πρόβλημα πόρων. Όπως συμφωνούν ακόμη και οι ισχυρότεροι υποστηρικτές του Πενταγώνου, έχει πρόβλημα διαχείρισης. Ο Norbert Ryan, πρόεδρος της Στρατιωτικής Ένωσης Αξιωματικών, το συνόψισε καλά σε μια πρόσφατη δημοσίευσή του στην εφημερίδα Washington Times: «σχεδόν κάθε εβδομάδα βλέπουμε εκθέσεις κραυγαλέας κακοδιαχείρισης και υπερβάσεις κόστους σε ακριβά προγράμματα, μερικά από τα οποία έχουν κάποια σχέση με τους πολέμους που διεξάγουν σήμερα τα στρατεύματά μας», έγραψε. «Το επίπεδο της κακής διαχείρισης είναι τόσο σοβαρό ώστε τα βιβλία του Πενταγώνου έχουν κριθεί «ανέλεγκτα» και οι επικεφαλής του Πενταγώνου έχουν δηλώσει ότι δεν θα είναι σε θέση να ολοκληρώσουν τη λογιστική τακτοποίηση πριν από το 2017».

Ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν (ρεπουμπλικανός από την Αριζόνα), αξιωματικός καριέρας του ναυτικού και ήρωας πολέμου, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Σε μια ομιλία στο Σώμα της Γερουσίας την 15η Δεκεμβρίου του 2011, εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση σχεδόν σε κάθε υπό ανάπτυξη οπλικό σύστημα. Αποκάλεσε το πρόγραμμα για το μαχητικό αεροσκάφος F-35 «ένα χάος», κατέδειξε σημαντικά προβλήματα στο εξερευνητικό - πολεμικό όχημα των πεζοναυτών, επέκρινε τα Μελλοντικά Συστήματα Μάχης του Στρατού ως χειρότερα από μια «θεαματική, επαίσχυντη αποτυχία» και δήλωσε ότι το αεροσκάφος F-22 μπορεί να είναι η πλέον «ακριβή επένδυση που σκουριάζει στα υπόστεγα» από καταβολής κόσμου.

Το Πεντάγωνο δεν είχε πάντα τόσο κακή διαχείριση. Είχε λιγότερα προβλήματα όποτε η κυβέρνηση έχει φέρει στο Πεντάγωνο έναν ισχυρό Αναπληρωτή Υπουργό, ως επικεφαλής υπηρεσιακό αξιωματούχο (οι υπουργοί συνήθως είναι πολύ απασχολημένοι για να διαχειριστούν υπηρεσιακά ζητήματα). Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ είχε τον Charles Wilson από την General Motors, ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε τον David Packard από την Hewlett-Packard, ο Τζίμι Κάρτερ είχε τον Charles Duncan από την Coca-Cola και ο George H.W. Bush (ο πρεσβύτερος) είχε τον Donald Atwood, επίσης, από την General Motors.

Στις μέρες καθεμίας από αυτές τις κυβερνήσεις, οι αμυντικές δαπάνες μειώθηκαν δραματικά. Ακόμα κι έτσι, η ασφάλεια βελτιώθηκε, χάρη στις αποφάσεις διαχείρισης των Αναπληρωτών Υπουργών. Υπό τον Αϊζενχάουερ, η Πολεμική Αεροπορία αναγκάστηκε να μεταβεί από τη χρήση ακριβών βομβαρδιστικών αεροσκαφών σε λιγότερο δαπανηρούς χερσαίους πυραύλους προκειμένου να αντιμετωπίσει τη σοβιετική πυρηνική απειλή. Κατά την κυβέρνηση Νίξον, το Πεντάγωνο μπόρεσε να μειώσει σημαντικά το μέγεθος του ενεργού στρατιωτικού δυναμικού μεταθέτοντας ορισμένες από τις δραστηριότητές του στους εφέδρους. Επιπλέον, το Πεντάγωνο μείωσε δραστικά το κόστος του εξοπλισμού των μαχητικών αεροσκαφών θεσπίζοντας ένα εξοπλιστικό μίγμα «ακριβού – φθηνού» με βάση το οποίο η Πολεμική Αεροπορία και το Ναυτικό αγόρασαν το φθηνότερο F-16 και βομβαρδιστικά F/A-18 ώστε να συμπληρώσουν τους μικρούς στόλους των υψηλότερου κόστους F-14 και F-15. Υπό τον Carter, το Πεντάγωνο ακύρωσε το βομβαρδιστικό αεροπλάνο B-1 της Πολεμικής Αεροπορίας προς όφελος του λιγότερο ακριβού βομβαρδιστικού Β-2 stealth. Στη διάρκεια της κυβέρνησης George H.W. Bush, τα μαχητικά τζετ του Ναυτικού A-12 (η εξέλιξη του F-22) ακυρώθηκαν, όταν οι εταιρείες κατασκευής τους δεν μπόρεσαν να παραμείνουν εντός των ορίων του προϋπολογισμού.

Ωστόσο, ως επί το πλείστον, οι Αναπληρωτές Υπουργοί Άμυνας κατά την τελευταία δεκαετία δεν έχουν την εμπειρία διαχείρισης ή το ανάστημα να κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους. Ο Αναπληρωτής Υπουργός Αμυνας του Ντόναλντ Ράμσφελντ, Πολ Γούλφοβιτς, ο Αναπληρωτής του Ρόμπερτ Γκέιτς, Bill Lynn και ο Αναπληρωτής του Πανέτα, Άστον Κάρτερ, ποτέ δεν είχαν διοικήσει ένα μεγάλο οργανισμό ούτε καν υπηρέτησαν στο στρατό.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το Πεντάγωνο έχει αφήσει τον κεντρικό αμυντικό του προϋπολογισμό να αυξηθεί σε πραγματικούς όρους για 13 συνεχόμενα χρόνια, μεταξύ 1998 και 2011. Ακόμη και οι μαζικοί εξοπλισμοί της εποχής Ρέιγκαν διήρκεσαν μόλις τέσσερα χρόνια, από το 1981 ως το 1985 και ακολούθησαν 13 χρόνια πραγματικών μειώσεων. Σήμερα, ακόμη και αν ο Πανέτα ανακοινώσει περικοπές στο επίκεντρο των αμυντικών δαπανών κατά 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για την επόμενη δεκαετία, ο προϋπολογισμός για το 2013 θα εξακολουθεί να είναι 472 δισεκατομμύρια - όπως ήταν στην χρήση του 2007. Αυτό το ποσό είναι πάνω από μέσο ετήσιο αμυντικό προϋπολογισμό των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και θα εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από τις συνολικές αμυντικές δαπάνες των παρακάτω 17 χωρών.

Καθώς οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν συνεχίζονταν, το Πεντάγωνο κάλυψε τις βασικές του δαπάνες. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου πλήρωναν για βασικό εξοπλισμό, όπως το F-22 Raptor και συστήματα πυραυλικής άμυνας, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τις συνεχιζόμενες μάχες, από τον πολεμικό συμπληρωματικό προϋπολογισμό. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσαν να καλύψουν το κλιμακούμενο κόστος των διαφόρων συστημάτων και το έκαναν να φαίνεται ως σαν το τμήμα των επενδύσεων του αμυντικού προϋπολογισμού να μην αυξάνεται πάρα πολύ γρήγορα. Ένας ισχυρός Αναπληρωτής Υπουργός θα ήταν αναγκασμένος να κάνει αντικαταστάσεις επί των συστημάτων υψηλής απόδοσης, όπως το F-22 με το λιγότερο ικανό F-35.

Εν τω μεταξύ, οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου έχουν επανειλημμένα αποτύχει να επιβάλουν κυρώσεις για υπερβάσεις κόστους στους προμηθευτές όπλων. Δεν διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία για να το κάνουν αυτό: Στη δεκαετία του 1980, το Κογκρέσο ψήφισε ένα νόμο που επιβάλει ότι τα οπλικά προγράμματα πρέπει να ακυρωθούν όταν υπερβαίνουν τις κοστολογικές εκτιμήσεις κατά 15% έως 50%, εκτός εάν η κυβέρνηση ζητά έγκριση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Από το 1997, περίπου το ήμισυ όλων των προγραμμάτων οπλικών συστημάτων έχουν παραβιάσει αυτή την αρχή και όμως τα περισσότερα είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε πλήρη παραγωγή.

Με τη σειρά του, από το 2000 και μόνο, το κόστος των προγραμμάτων για την ανάπτυξη και παραγωγή οπλικών συστημάτων έχει αυξηθεί κατά 430 δισεκατομμύρια δολάρια. Παράδειγμα η ανάπτυξη του F-35. Τα 2.866 αεροπλάνα είχαν αρχικά εκτιμηθεί να κοστίσουν 233 δισεκατομμύρια δολάρια. Τώρα, η εκτίμηση είναι τουλάχιστον στα 385 δισεκατομμύρια για μόνο 2.400 αεροσκάφη. Η τιμή για κάθε ένα αεροσκάφος είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από το F-16, το οποίο προορίζεται να αντικαταστήσει. Ένας ισχυρότερος Αναπληρωτής Υπουργός θα είχε ακυρώσει το νέο αεροσκάφος ή θα ανάγκαζε την εταιρεία να υποστεί τις υπερβάσεις κόστους.

Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι το Πεντάγωνο πράττει ορθώς διατηρώντας αυτές τις χωρίς προηγούμενο δαπάνες, επειδή τα όπλα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πεπαλαιωμένα και πρέπει να αντικατασταθούν. Όντως είναι. Όπως ο Russell Rumbaugh του Κέντρου Stimson καταδεικνύει, οι προϋπολογισμοί παροχής υπηρεσιών αυξήθηκαν εκθετικά κατά την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, από 63 δισ. δολάρια το 2001 σε 136 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010. Αντί της αντικατάστασης των απαρχαιωμένων όπλων, ωστόσο, το Πεντάγωνο δαπάνησε περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα οπλικά συστήματα, όπως στο πρόγραμμα συνολικού ύψους 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τα Μελλοντικά Οπλικά Συστήματα, με τα οποία θα δημιουργούνταν νέες ταξιαρχίες επανδρωμένων και μη επανδρωμένων οχημάτων που συνδέονται με ένα άνευ προηγουμένου γρήγορο και ευέλικτο δίκτυο στο πεδίο της μάχης. Αφού ξοδεύτηκαν περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτό το σύστημα, η κυβέρνηση το ακύρωσε.

Η κακοδιαχείριση του Πενταγώνου είναι πιο διαδεδομένη στους λογαριασμούς «λειτουργίας» και «συντήρησης», οι οποίοι θα ανέλθουν πάνω από τα 200 δισ. δολάρια για το 2012. Στελέχη της αμυντικής βιομηχανίας συνήθως υποστηρίζουν ότι, αν και η νέα γενιά μαχητικών αεροπλάνων κοστίζει εξαρχής σημαντικά περισσότερο από τις προηγούμενες, το κόστος λειτουργίας των εν λόγω αεροσκαφών θα μειωθεί. Όχι και τόσο. Τα λειτουργικά έξοδα του F-35 προβλέπεται να είναι τουλάχιστον 15% υψηλότερα από εκείνα των F-16 C / D. Και το κόστος λειτουργίας και συντήρησης του V-22 Tilt Rotor Osprey των Πεζοναυτών έχει αυξηθεί κατά 46 δισ. δολάρια, ή αλλιώς κατά 62%, κατά τα τελευταία τρία χρόνια. Σύμφωνα με τον Μακέιν, τα F-22 είναι απλά πάρα πολύ ακριβά στη λειτουργία τους σε σχέση με τα αεροσκάφη παλαιού τύπου (F-15 και F-16) τα οποία σχεδιάστηκε να αντικαταστήσουν.

Στην πραγματικότητα, το Πεντάγωνο έχει γίνει όλο και λιγότερο αποτελεσματικό. Το 2010, ο Gates, συνειδητοποιώντας ότι οι στρόφιγγες για τις αμυντικές δαπάνες έκλειναν, ζήτησε από τις υπηρεσίες τον εντοπισμό αδυναμιών. Σε λίγες εβδομάδες, εντόπισαν περιττές δαπάνες ύψους περίπου 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για παράδειγμα, ο αριθμός των στρατηγών και ναυάρχων είναι τώρα υψηλότερος από ό, τι ήταν το 1971, όταν ο στρατός ήταν δύο φορές μεγαλύτερος από όσο είναι σήμερα και όταν οι Διοικήσεις, όπως το Γενικό Επιτελείο, αντιγράφουν το έργο των άλλων. Ωστόσο, αντί να χρησιμοποιηθούν οι εξοικονομήσεις για την κάλυψη των υπερβάσεων, ο Gates άφησε το Πεντάγωνο να επανεπενδύσει το μεγαλύτερο μέρος τους πάλι σε νέα προγράμματα όπλων.

Είναι σαφές ότι το Πεντάγωνο, όπως διοικείται ως τώρα, θα συνεχίσει να αποφεύγει τις σκληρές επιλογές. Και το Κογκρέσο, επίσης, γιατί του αρέσει η συνέχιση παροχής οικονομικών κινήτρων όταν αφορούν τις περιοχές εκλογής του κάθε γερουσιαστή. Ως εκ τούτου, το Πεντάγωνο χρειάζεται έναν σκληρό Αναπληρωτή Υπουργό με επαρκή εμπειρία για να αναλάβει το σύμπλεγμα Στρατού - Βιομηχανίας - Κογκρέσου.

Στο τέλος της πρώτης θητείας του Αϊζενχάουερ, ο αμυντικός προϋπολογισμός ήταν 380 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινές τιμές. Στο αντίστοιχο διάστημα του Nixon, ήταν 398 δισεκατομμύρια. Και του George H.W. Bush ήταν 435 δισεκατομμύρια. Στου George W. Bush (του νεότερου), ήταν 478 δισεκατομμύρια δολάρια και στο τέλος της πρώτης θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, ο βασικός προϋπολογισμός δεν θα είναι μικρότερος από 475 δισεκατομμύρια δολάρια και μάλλον τελικά θα διαμορφωθεί πιο κοντά στα 525 δισεκατομμύρια δολάρια. Αν η πολιτική και στρατιωτική ομάδα του Ομπάμα δεν μπορεί να προστατεύσει το έθνος με πολλά χρήματα, ειδικά όταν δεν υπάρχει μια υπαρξιακή απειλή, όπως η Σοβιετική Ένωση, τότε πρέπει να βρει μια νέα ομάδα, ειδικά ένα νέο Αναπληρωτή Υπουργό Άμυνας. Ο Packard θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα καλό υπόδειγμα. Το 1968, όταν ο Melvin Laird, ένας Δημοκρατικός γερουσιαστής από το Ουισκόνσιν, διορίστηκε υπουργός Άμυνας, αναγνώρισε την ανάγκη για έναν αποτελεσματικό μάνατζερ. Όταν ζήτησε από τους συμβούλους του να ονομάσουν τον καλύτερο στη χώρα, του είπαν για τον Packard. Ο Laird αμέσως πέταξε ως την Καλιφόρνια για να τον πείσει να αναλάβει τη δουλειά. Ο Πανέτα, ή όποιος τον διαδεχθεί, θα πρέπει να το λάβει υπόψη του.

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/137007/lawrence-j-korb/why-panett...