Η σοφία της λιτότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η σοφία της λιτότητας

Οι ΗΠΑ πρέπει να αυτοπεριοριστούν αν θέλουν να προοδεύσουν

Παρά τη διάβρωση της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής κυριαρχίας, πολλοί παρατηρητές προειδοποιούν ότι μια γρήγορη απομάκρυνση από την τρέχουσα προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής θα ήταν καταστροφική. Ο ιστορικός Robert Kagan προειδοποιεί ότι «η μείωση των αμυντικών δαπανών... θα εκνευρίσει τους συμμάχους της Αμερικής και θα μειώσει τις προσπάθειες να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνεργασία». Ο δημοσιογράφος Robert Kaplan, ακόμα πιο αποκαλυπτικά, προειδοποιεί ότι «η μείωση της δέσμευσης [των Ηνωμένων Πολιτειών] με τον υπόλοιπο κόσμο θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ανθρωπότητα». Αλλά αυτοί οι υπερασπιστές του status quo συγχέουν τη λιτότητα με τον κατευνασμό ή τον απομονωτισμό. Η συνετή μείωση των εξωτερικών δεσμεύσεων των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα αποτρέψει τη χώρα από την αντιμετώπιση επικίνδυνων απειλών ούτε από το να συμπορεύεται με φίλους και συμμάχους. Πράγματι, οι μειώσεις αυτές θα δώσουν στη χώρα μεγαλύτερη στρατηγική ευελιξία και ελεύθερους πόρους για την προώθηση μιας μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.

Ένα κάπως πιο συναρπαστικό θέμα που τίθεται από τους αντιπάλους της λιτότητας είναι ότι αυτή η πολιτική θα μπορούσε να υπονομεύσει τις δυνατότητες αποτροπής απειλών που έχουν σήμερα οι ΗΠΑ. Η μείωση του αμυντικού προϋπολογισμού ή η αναδιάταξη των δυνάμεων θα κάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να φαίνονται αδύναμες και θα ενθαρρύνουν όψιμους αντιπάλους, όπως λένε. «Η πρώιμη σηματοδότηση μιας τέτοιας υπεροπτικής πρόθεσης μπορεί να ενθαρρύνει τους περιφερειακούς επιθετικούς παίκτες του κόσμου», σημειώνει με ανησυχία ο Kaplan. Αυτό το άγχος έχει τις ρίζες του στην εκτίμηση ότι το καλύτερο εμπόδιο για τον τυχοδιωκτισμό των αντιπάλων είναι η προωθημένη άμυνα - η ανάπτυξη στρατιωτικού εξοπλισμού σε μεγάλες βάσεις κοντά στα σύνορά του εχθρού, οι οποίες χρησιμεύουν ως η περίφραξη ή, σύμφωνα με άλλους, το «Σινικό Τείχος» της Αμερικής.

Υπάρχουν πολλά προβλήματα σχετικά με αυτή την άποψη. Για αρχή, οι πολιτικές που έχουν βάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι ενεργητικές, όχι παθητικές ή αμυντικές. Η υπό αμερικανική ηγεσία εισβολή στο Ιράκ αποξένωσε σημαντικούς συμμάχους από τις ΗΠΑ, όπως η Γερμανία και η Τουρκία, και αύξησε την περιφερειακή δύναμη του Ιράν. Η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς δημιούργησε εντάσεις στη συμμαχία και αύξησε τις ρωσικές φιλοδοξίες στη Γεωργία και την Ουκρανία.

Γενικότερα, οι προωθημένες αναπτύξεις αμερικανικών δυνάμεων δεν είναι πλέον το κύριο εμπόδιο για την κάλυψη εδαφών από την υπερδύναμη. Η λήψη και η κατοχή εδάφους είναι πιο ακριβές ενέργειες από όσο ήταν κάποτε και οι μεγάλες δυνάμεις δεν έχουν ιδιαίτερα κίνητρα ή συμφέρον να επεκταθούν περαιτέρω. Οι βασικοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν αναπτύξει τα μέσα για να υπερασπιστούν τα εδαφικά όριά τους και να αποτρέψουν ανήσυχους γείτονες. Φυσικά, η περικοπή θα μπορούσε να δελεάσει απερίσκεπτους αντιπάλους να ακολουθήσουν απρόβλεπτες ή απρόσεκτες πολιτικές, όπως μερικές φορές κάνουν τα κράτη. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, η ανωτερότητα των συμβατικών όπλων των ΗΠΑ και η ικανότητά τους να προβάλουν την δύναμή τους θα εξασφαλίσει μια γρήγορη αμερικανική παρέμβαση. Τα αποτελέσματα τέτοιων ενεργειών θα είναι δαπανηρά, αλλά οι κίνδυνοι περιστολής των δαπανών πρέπει να συγκριθούν με τους κινδύνους περί το status quo. Σε δύσκολες οικονομικέςσυνθήκες, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να θέσουν προτεραιότητες. Η μεγαλύτερη απειλή για μια υπερδύναμη δεν είναι η πιθανότητα καθυστερημένης εμπλοκής σε μια περιφερειακή κρίση: είναι ο πειρασμός της αυτοκρατορικής υπερβολής. Αυτή ακριβώς είναι η παγίδα στην οποία οι αντιπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως π.χ. η Αλ Κάιντα, θέλουν να δούν τους αμερικανούς να πέφτουν μέσα.

Ούτε υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι η μείωση των εξωτερικών δεσμεύσεων της Ουάσιγκτον θα οδηγούσε τους φίλους και τους αντιπάλους της να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία της. Παρά τις κάποιες απαισιόδοξες προφητείες, η απόσυρση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τη Δυτική Ευρώπη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ούτε καταδίκασε το ΝΑΤΟ ούτε απαξίωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανάλογες μειώσεις του αριθμού των αμερικανικών δυνάμεων και των δυνάμεων «επανατοποθέτησης» στη Νότια Κορέα έχουν βελτιώσει τις -μερικές φορές- τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Σεούλ. Οι εκκλήσεις προς την Ιαπωνία να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος της άμυνάς της έχουν επίσης ως αποτέλεσμα την βαθύτερη εναρμόνιση των αμερικανικών και ιαπωνικών δυνάμεων. Η πίστη στο προωθημένο αμυντικό σύστημα είναι ένα κατάλοιπο από τον Ψυχρό Πόλεμο, με ρίζες σε οράματα για αμείλικτους αντιπάλους και για φαινόμενα ντόμινο. Δεν ταιριάζει στη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική σκηνή, όπου οι ισορροπημένες συμμαχίες απουσιάζουν και όπου οι ιδεολογικές διαφορές εκφράζονται εξαιρετικά ήπια.

Άλλοι προειδοποιούν ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι υπερβολικά κατακερματισμένο για μπορεί να εφαρμόσει μια συντονισμένη περιοριστική πολιτική. Κατά την άποψη αυτή, ακόμη και αν η διπλωματική κοινότητα υιοθετήσει ομόφωνα αυτή την στρατηγική, δεν θα ήταν δυνατόν να υπερκεραστούν οι ομάδες πίεσης και οι γραφειοκρατικές δυνάμεις που ευνοούν μια πιο ενεργό προσέγγιση εξωτερικής πολιτικής. Οι εκλογικές πιέσεις ανταμοίβουν προσοδοφόρες συμβάσεις για την άμυνα και διαπύρσιες ρητορείες αντί των νηφάλιων εκτιμήσεων για εθνικά περιουσιακά στοιχεία που απομειώνονται. Όποιες και αν είναι οι προτιμήσεις των ηγετών, οι γραφειοκρατικές πιέσεις προωθούν συντηρητικές αποφάσεις, πολιτική αδράνεια και ογκώδεις προϋπολογισμούς – τίποτα από τα οποία δεν εγκαινιάζει μια εποχή αυτοσυγκράτησης.