Η Ελλάδα σε «βέρτιγκο» στρατηγικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα σε «βέρτιγκο» στρατηγικής

Διαχωρίζοντας τη Δημοσιονομική από τη Νομισματική Ένωση
Περίληψη: 

Η εικόνα και το κύρος της Ελλάδας έχουν τρωθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Οι επιλογές που της απομένουν είναι ελάχιστες αλλά εξ αιτίας της συγκυρίας ιδιαίτερα σημαντικές. Η Ελλάδα είτε θα εγκαταλείψει τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης είτε θα προχωρήσει σε σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές, ακολουθώντας διαφορετική από τη σημερινή πολιτική.

Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός Οικονομικών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Σώζεται ο Τιτανικός; Από το Μνημόνιο, ξανά στην ανάπτυξη», εκδόσεις Πόλις.

Οι αλλεπάλληλες περιπέτειες της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν προκαλέσει μόνο κραδασμούς στην αξιοπιστία της Ευρωζώνης, κοινωνικές εκρήξεις στο εσωτερικό, παρατεταμένη ύφεση και διογκούμενη ανεργία. Έχουν επίσης μεταλλάξει τις στρατηγικές σταθερές της χώρας τόσο ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ως προς την ευρύτερη περιοχή, χωρίς να διαφαίνεται μια συστηματική προσπάθεια επανάκτησής τους ή τουλάχιστον μια σχεδιασμένη αντικατάστασή τους με άλλες συντεταγμένες.

Τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες η Ελλάδα βίωσε μια σχέση αύξουσας ενσωμάτωσης σε όλες τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προσπορίζοντας σημαντικά οφέλη οικονομικής σταθερότητας, αναπτυξιακής ενίσχυσης και πολιτικής επιρροής. Υπήρξε σταθερός αποδέκτης των διαρθρωτικών προγραμμάτων με τα οποία βελτίωσε δραστικά τις υποδομές της χώρας, συμμετείχε εξαρχής στην δημιουργία και την κυκλοφορία του Ευρώ και διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην μείζονα διεύρυνση της Ένωσης το 2003 με δέκα νέα μέλη.

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η εξομάλυνση των αντιπαραθέσεων με την Τουρκία μέσω της Συμφωνίας του Ελσίνκι και την έκτοτε «ευρωπαϊκοποίηση» των εκκρεμοτήτων, καθώς και η σύμπλευση με την γαλλο-γερμανική διαφοροποίηση στον πόλεμο του Ιράκ, προβίβασαν την Ελλάδα από την κατάσταση μιας ιστορικής ιδιαιτερότητας σε υπολογίσιμο γεωπολιτικό παράγοντα. Στην περιοχή των Βαλκανίων, οι μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις στον βιομηχανικό και τραπεζικό τομέα διασφάλισαν σημαντική παρουσία και επιρροή της Ελλάδας υπερκεράζοντας τόσο τις σκιές που είχε προκαλέσει η αστόχαστη αλληλεγγύη προς την εποχή Μιλόσεβιτς όσο και τις τριβές από την ονοματολογική διένεξη με τα Σκόπια.

Η εικόνα αυτή δεν επιβιώνει σήμερα σε καμία σχεδόν διάσταση. Στην Ευρωζώνη η Ελλάδα θεωρείται ως το χωρίς πυθμένα δημοσιονομικό βαρέλι που καταβροχθίζει την βοήθεια των Ευρωπαίων φορολογουμένων και ως ο μονίμως απροσάρμοστος εταίρος σε σύγκριση με τις άλλες χώρες (Ιρλανδία και Πορτογαλία) που έχουν επίσης ενταχθεί στον Μηχανισμό Στήριξης. Μετά την ανεξήγητη πιρουέτα του Δημοψηφίσματος, λογίζεται πλέον και ως ανεξέλεγκτος παράγων απειλής για την σταθερότητα του κοινού νομίσματος, με αποτέλεσμα η μέχρι τούδε ελεγχόμενη απαρέσκεια για την συμμετοχή της σε αυτό να εξελίσσεται πλέον σε βοή υποδείξεων για την έξοδο της. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι το απόλυτο αντιπρότυπο οικονομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ στις όμορες χώρες των Βαλκανίων την αίσθηση του πάλαι ποτέ ευρωπαϊκού πόλου «στην γειτονιά τους», έχει διαδεχθεί η τακτική απεμπλοκής από την προσέγγισή τους με την Ελλάδα, για να μην παρεξηγηθεί η δική τους πορεία προς την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας και η μεσσιανική της παρουσία των ηγετών της στις εξελίξεις της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής (ΒΑΜΑ) απλώς κάνουν την στρατηγική αποδιοργάνωση της Ελλάδας να φαντάζει ακόμα εντονότερη.

Καθώς η εσωτερική αδυναμία ανόρθωσης θα παρατείνεται και τα επόμενα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα εντείνεται – τουλάχιστον για κάποιο διάστημα – η αναταραχή σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, είναι προφανές ότι η θέση της Ελλάδας θα συνεχίσει να εξασθενεί, οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά. Η περίοδος βολικής αδράνειας έχει τερματιστεί και οι διαθέσιμες επιλογές περιορίζονται πλέον στις εξής δύο, δύσκολες μεν αλλά ξεκάθαρες στρατηγικές: ταχεία ευρωπαϊκή επανενσωμάτωση ή γρήγορο διαζύγιο.

Ας ξεκινήσουμε με την δεύτερη. Παρά τις επιπλοκές που θα προκαλέσει στον τραπεζικό τους τομέα, η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα γίνει δεκτή με μεγάλη ανακούφιση από τις παραμένουσες χώρες, οι οποίες θα την αξιοποιήσουν πολιτικά ως εξιλέωση στη διαρκώς διαμαρτυρόμενη κοινή γνώμη τους. Οικονομικά, θα χρησιμοποιηθεί ως κορυφαίο επιχείρημα για την εμπέδωση του κυοφορούμενου γερμανικού μοντέλου διακυβέρνησης, με διαχωρισμό σε ένα εσώτερο πυρήνα αξιοπιστίας και μια εν δυνάμει απειλούμενη περιφέρεια, στις οποίες θα χρειάζεται να αυξηθεί η ένταση των υφεσιακών πολιτικών προσαρμογής. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το πού θα στραφεί το νέο κύμα δυσαρέσκειας των χωρών της περιφέρειας, καθώς η Ελλάδα θα φιλοτεχνηθεί και πάλι ως ο κατεξοχήν υπαίτιος παράγων.

Στο εσωτερικό της χώρας η έξοδος από το ευρώ θα επενδυθεί μεν πολιτικά από αγέρωχες ιστορικές μνήμες, αλλά σύντομα η κοινωνία θα βρεθεί περιδεής και ανίσχυρη μπροστά στον καταιγισμό οικονομικού δράματος που θα πυροδοτήσει αυτή η κίνηση. Καθώς ολόκληρο το ελληνικό χρέος είναι σε Ευρώ, η ραγδαία υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος θα κάνει την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερα βεβαρημένη και η αναπόδραστη επόμενη κίνηση θα είναι η μαζική στάση πληρωμών.

Η αποκοπή από τις διεθνείς αγορές που θα προκαλέσει, θα κάνει απρόθυμους τους – ούτως ή άλλως σπανίζοντες – επενδυτές σε οτιδήποτε ελληνικό, ενώ ο χρηματοπιστωτικός πανικός στο εσωτερικό θα οδηγήσει σε παρατεταμένη έλλειψη ρευστότητας. Η πίεση που θα δέχεται η Ελλάδα από τις χώρες στήριξης για την αποπληρωμή των δανείων τους, θα στερήσει αυτομάτως την χώρα από τα διαρθρωτικά κεφάλαια ανάπτυξης, θα ανοίξει νέα μέτωπα συγκρούσεων με τις κοινοτικές αρχές και θα τροφοδοτήσει τη δυναμική ολοκληρωτικής απαγκίστρωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέλιξη αυτή αρκεί από μόνη της για να επιβάλει μια στροφή στρατηγικής αδυνατίζοντας τις σχέσεις της Ελλάδας όχι μόνο εντός Ευρώπης, αλλά και σε σχέση με τις υπάρχουσες εξω-ευρωπαϊκές επιλογές. Αυτό θα συμβεί απλούστατα γιατί και οι τελευταίες διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ευρωπαϊκής επιρροής από το οποίο η Ελλάδα τότε θα αποξενωθεί.