Η Ελλάδα σε «βέρτιγκο» στρατηγικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα σε «βέρτιγκο» στρατηγικής

Διαχωρίζοντας τη Δημοσιονομική από τη Νομισματική Ένωση

Για παράδειγμα, ο επανασχεδιασμός μιας στρατηγικής παρουσίας εκτός Ευρώπης αξιοποιώντας την σημερινή μεταβατικότητα στις χώρες ΒΑΜΑ δεν θα έχει καμμία τύχη, όχι μόνο επειδή κάμποσες ελληνικές κυβερνήσεις – όπως και αρκετές ευρωπαϊκές - είχαν προσφιλείς σχέσεις με τα καταρρέοντα καθεστώτα, αλλά κυρίως επειδή κανείς που προσβλέπει σε μια οικονομική αναβάθμιση δεν θα ήθελε να ταυτιστεί με κάποιον που μόλις υποβαθμίστηκε σε όλες τις κλίμακες. Ακόμα και η Κύπρος θα πιεστεί να πάρει αποστάσεις από την χώρα στην οποία οφείλει τη δική της ένταξη. Έτσι το διαζύγιο δεν θα είναι ευκαιρία για ένα δεύτερο και ίσως καλύτερο γάμο, αλλά ένα ακόμη γρήγορο βήμα στο οικονομικό και γεωπολιτικό κενό.

Κατά συνέπεια, μένει μόνο η πρώτη επιλογή της ενεργού επανενσωμάτωσης της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μια διαδικασία που θα είναι την τρέχουσα περίοδο όχι μόνο επίπονη οικονομικά αλλά και ψυχολογικά εξουθενωτική, καθώς θα επιχειρείται υπό την μνήμη της πρόσφατης λοιδορίας που υπέστη και των ανελέητων προτύπων που διαμορφώθηκαν εις βάρος της. Για να υπερνικηθούν οι βεβαρημένες συνθήκες και να μην εξελιχθούν σε ανήκεστες, χρειάζονται συγκεκριμένες ενέργειες με ορατό αποτέλεσμα σε προκαθορισμένο χρόνο. Μερικές προτάσεις πολιτικής και στρατηγικής προς αυτήν την κατεύθυνση είναι πιθανόν και οι εξής:

Πρώτον, μια διαρθρωμένη πολιτική εξόδου από τη μακρά ύφεση σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές σταδιακής επιστροφής στην ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε τον Ιούλιο 2011 να διαθέσει προς άμεση εκταμίευση 15 δις. Ευρώ που θα μπορούσαν να διοχετευτούν πάραυτα σε στήριξη επενδύσεων χωρίς όρους εγχώριας συμμετοχής. Η Ελλάδα μπορεί να «κόψει δρόμο» και να βγει από την ύφεση με την άμεση ανάθεση και εκκίνηση μεγάλων έργων υποδομής από αυτό το πακέτο, το οποίο για επικοινωνιακούς λόγους αποκλήθηκε «νέο Σχέδιο Μάρσαλ», χωρίς όμως να έχει αποκτήσει μέχρι τώρα και τη δυναμική του. Όπως έγινε και στο πραγματικό Σχέδιο Μάρσαλ, για να επιταχυνθεί η δυναμική του χρειάζεται μια ενιαία διαδικασία ανάθεσης, κατασκευής και λειτουργίας των έργων, η οποία θα βραχυκυκλώσει τις χρονοβόρες σημερινές διαδικασίες.

Αυτό θα δημιουργήσει μια άμεση αναπτυξιακή ανάφλεξη μεγάλης κλίμακας, ικανή να ανατρέψει το καθεστώς παραίτησης και αποτροπής στην ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Τότε θα μπορεί να συνδυαστεί γόνιμα με μεταρρυθμίσεις επαγγελμάτων και εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, ώστε να προσελκυστούν σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις και να αλλάξουν το κλίμα.
Επιπλέον, θα διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις για τη μείωση του ελλείμματος, πράγμα που ποτέ δεν θα γίνει με όλο και περισσότερους νέους φόρους, ιδίως όταν αυτοί επιβάλλονται διαρκώς επί των ιδίων φορολογουμένων αγνοώντας τόσο απερίσκεπτα τις στοιχειώδεις αρχές φορολογικής κόπωσης.

Δεύτερον, η μεταστροφή εντυπώσεων στο εξωτερικό. Εκτός από την ύφεση και την κακή πορεία των εσόδων, την προηγούμενη περίοδο συνέβη και άλλου είδους ολίσθηση. Διαμορφώθηκε ένας απρόβλεπτος πήχης σύγκρισης σε βάρος της Ελλάδας από την πολύ πιο αποτελεσματική και οργανωμένη πολιτική που εφαρμόζουν για τα δικά τους Μνημόνια Προσαρμογής η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Η υστέρηση της Ελλάδας εύκολα μεταφράζεται έκτοτε ως παραίτηση και εθνική υπεκφυγή, προκαλώντας έτσι κάθε τόσο ένα μπαράζ πιέσεων και προστριβών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναζωπυρώνει τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας. Για να βγει από την μέγγενη, η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να αλλάξει ειδικά τούτη την εντύπωση, επιτυγχάνοντας γρήγορα τους βασικούς δημοσιονομικούς στόχους και ανακτώντας έτσι κάποια περιθώρια δικής της πρωτοβουλίας στην άσκηση και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής. Για να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον δεν θα προκληθούν νέες ανεξέλεγκτες δαπάνες, η καλύτερη επιλογή που υπάρχει τη στιγμή αυτή είναι η Ελλάδα να υιοθετήσει τον συνταγματικό περιορισμό του ελλείμματος, όπως ακριβώς έκανε τον περασμένο Αύγουστο η Ισπανία αποτρέποντας σε κάποιο βαθμό τις κερδοσκοπικές πιέσεις. Αν η Ελλάδα πετύχει σε αυτή την εμπροσθοβαρή πολιτική μερικών κρίσιμων αλλαγών, θα μπορέσει αργότερα να επαναδιατυπώσει ορισμένα από τα ασφυκτικά – πλην όμως μέχρι τώρα ανέφικτα – χρονοδιαγράμματα προσαρμογής και να διασφαλίσει περισσότερη κοινωνική αποδοχή και ηρεμία.

Τρίτον, η στρατηγική ενεργοποίηση στην ευρύτερη περιοχή. Τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, με την αναζήτηση, εντοπισμό και αξιοποίηση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, μπορούν όχι μόνο να συντελέσουν σε περισσότερη παραγωγή ενέργειας και μείωση των πανάκριβων εισαγωγών, αλλά επίσης να αποτελέσουν και μια καταλυτική ευκαιρία γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας. Η Ελλάδα έχει αρκετούς λόγους να αναπτύξει μια δική της στρατηγική και παρουσία: όχι μόνο επειδή η μέχρι τώρα εξέλιξη αφορά την Κύπρο και κατά συνέπεια δοκιμάζει τις ελληνικές εγγυήσεις προς αυτήν, ούτε επειδή η έκβαση των τουρκικών αντιρρήσεων και διεκδικήσεων θα επηρεάσει τον μελλοντικό συσχετισμό στο Αιγαίο. Βεβαίως αυτά θα αρκούσαν και από μόνα τους για να προκαλέσουν στρατηγική επαγρύπνηση, διότι από την στιγμή που η Τουρκία άνοιξε συζήτηση για δικαιώματα και εξουσίες στη Μεσόγειο και τη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κύπρο, η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι πλέον ούτε άπραγος παρατηρητής, ούτε ουδέτερος μεσολαβητής. Κυρίως όμως οι πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν επειδή ανοίγει μια εντελώς νέα γεωπολιτική προοπτική για τη χώρα, καθώς επαναπροσδιορίζεται το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη και διεθνώς, αναθεμελιώνονται τα πολιτικά συστήματα στις χώρες της ΒΑΜΑ (Βόρειας Αφρικής, Μέσης Ανατολής) και επανεξετάζονται όλες οι συμμαχίες της περιοχής.