Η Ελλάδα σε «βέρτιγκο» στρατηγικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα σε «βέρτιγκο» στρατηγικής

Διαχωρίζοντας τη Δημοσιονομική από τη Νομισματική Ένωση

Οι αλλεπάλληλες περιπέτειες της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν προκαλέσει μόνο κραδασμούς στην αξιοπιστία της Ευρωζώνης, κοινωνικές εκρήξεις στο εσωτερικό, παρατεταμένη ύφεση και διογκούμενη ανεργία. Έχουν επίσης μεταλλάξει τις στρατηγικές σταθερές της χώρας τόσο ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ως προς την ευρύτερη περιοχή, χωρίς να διαφαίνεται μια συστηματική προσπάθεια επανάκτησής τους ή τουλάχιστον μια σχεδιασμένη αντικατάστασή τους με άλλες συντεταγμένες.

Τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες η Ελλάδα βίωσε μια σχέση αύξουσας ενσωμάτωσης σε όλες τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προσπορίζοντας σημαντικά οφέλη οικονομικής σταθερότητας, αναπτυξιακής ενίσχυσης και πολιτικής επιρροής. Υπήρξε σταθερός αποδέκτης των διαρθρωτικών προγραμμάτων με τα οποία βελτίωσε δραστικά τις υποδομές της χώρας, συμμετείχε εξαρχής στην δημιουργία και την κυκλοφορία του Ευρώ και διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην μείζονα διεύρυνση της Ένωσης το 2003 με δέκα νέα μέλη.

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η εξομάλυνση των αντιπαραθέσεων με την Τουρκία μέσω της Συμφωνίας του Ελσίνκι και την έκτοτε «ευρωπαϊκοποίηση» των εκκρεμοτήτων, καθώς και η σύμπλευση με την γαλλο-γερμανική διαφοροποίηση στον πόλεμο του Ιράκ, προβίβασαν την Ελλάδα από την κατάσταση μιας ιστορικής ιδιαιτερότητας σε υπολογίσιμο γεωπολιτικό παράγοντα. Στην περιοχή των Βαλκανίων, οι μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις στον βιομηχανικό και τραπεζικό τομέα διασφάλισαν σημαντική παρουσία και επιρροή της Ελλάδας υπερκεράζοντας τόσο τις σκιές που είχε προκαλέσει η αστόχαστη αλληλεγγύη προς την εποχή Μιλόσεβιτς όσο και τις τριβές από την ονοματολογική διένεξη με τα Σκόπια.

Η εικόνα αυτή δεν επιβιώνει σήμερα σε καμία σχεδόν διάσταση. Στην Ευρωζώνη η Ελλάδα θεωρείται ως το χωρίς πυθμένα δημοσιονομικό βαρέλι που καταβροχθίζει την βοήθεια των Ευρωπαίων φορολογουμένων και ως ο μονίμως απροσάρμοστος εταίρος σε σύγκριση με τις άλλες χώρες (Ιρλανδία και Πορτογαλία) που έχουν επίσης ενταχθεί στον Μηχανισμό Στήριξης. Μετά την ανεξήγητη πιρουέτα του Δημοψηφίσματος, λογίζεται πλέον και ως ανεξέλεγκτος παράγων απειλής για την σταθερότητα του κοινού νομίσματος, με αποτέλεσμα η μέχρι τούδε ελεγχόμενη απαρέσκεια για την συμμετοχή της σε αυτό να εξελίσσεται πλέον σε βοή υποδείξεων για την έξοδο της. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι το απόλυτο αντιπρότυπο οικονομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ στις όμορες χώρες των Βαλκανίων την αίσθηση του πάλαι ποτέ ευρωπαϊκού πόλου «στην γειτονιά τους», έχει διαδεχθεί η τακτική απεμπλοκής από την προσέγγισή τους με την Ελλάδα, για να μην παρεξηγηθεί η δική τους πορεία προς την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας και η μεσσιανική της παρουσία των ηγετών της στις εξελίξεις της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής (ΒΑΜΑ) απλώς κάνουν την στρατηγική αποδιοργάνωση της Ελλάδας να φαντάζει ακόμα εντονότερη.

Καθώς η εσωτερική αδυναμία ανόρθωσης θα παρατείνεται και τα επόμενα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα εντείνεται – τουλάχιστον για κάποιο διάστημα – η αναταραχή σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, είναι προφανές ότι η θέση της Ελλάδας θα συνεχίσει να εξασθενεί, οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά. Η περίοδος βολικής αδράνειας έχει τερματιστεί και οι διαθέσιμες επιλογές περιορίζονται πλέον στις εξής δύο, δύσκολες μεν αλλά ξεκάθαρες στρατηγικές: ταχεία ευρωπαϊκή επανενσωμάτωση ή γρήγορο διαζύγιο.

Ας ξεκινήσουμε με την δεύτερη. Παρά τις επιπλοκές που θα προκαλέσει στον τραπεζικό τους τομέα, η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα γίνει δεκτή με μεγάλη ανακούφιση από τις παραμένουσες χώρες, οι οποίες θα την αξιοποιήσουν πολιτικά ως εξιλέωση στη διαρκώς διαμαρτυρόμενη κοινή γνώμη τους. Οικονομικά, θα χρησιμοποιηθεί ως κορυφαίο επιχείρημα για την εμπέδωση του κυοφορούμενου γερμανικού μοντέλου διακυβέρνησης, με διαχωρισμό σε ένα εσώτερο πυρήνα αξιοπιστίας και μια εν δυνάμει απειλούμενη περιφέρεια, στις οποίες θα χρειάζεται να αυξηθεί η ένταση των υφεσιακών πολιτικών προσαρμογής. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το πού θα στραφεί το νέο κύμα δυσαρέσκειας των χωρών της περιφέρειας, καθώς η Ελλάδα θα φιλοτεχνηθεί και πάλι ως ο κατεξοχήν υπαίτιος παράγων.

Στο εσωτερικό της χώρας η έξοδος από το ευρώ θα επενδυθεί μεν πολιτικά από αγέρωχες ιστορικές μνήμες, αλλά σύντομα η κοινωνία θα βρεθεί περιδεής και ανίσχυρη μπροστά στον καταιγισμό οικονομικού δράματος που θα πυροδοτήσει αυτή η κίνηση. Καθώς ολόκληρο το ελληνικό χρέος είναι σε Ευρώ, η ραγδαία υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος θα κάνει την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερα βεβαρημένη και η αναπόδραστη επόμενη κίνηση θα είναι η μαζική στάση πληρωμών.

Η αποκοπή από τις διεθνείς αγορές που θα προκαλέσει, θα κάνει απρόθυμους τους – ούτως ή άλλως σπανίζοντες – επενδυτές σε οτιδήποτε ελληνικό, ενώ ο χρηματοπιστωτικός πανικός στο εσωτερικό θα οδηγήσει σε παρατεταμένη έλλειψη ρευστότητας. Η πίεση που θα δέχεται η Ελλάδα από τις χώρες στήριξης για την αποπληρωμή των δανείων τους, θα στερήσει αυτομάτως την χώρα από τα διαρθρωτικά κεφάλαια ανάπτυξης, θα ανοίξει νέα μέτωπα συγκρούσεων με τις κοινοτικές αρχές και θα τροφοδοτήσει τη δυναμική ολοκληρωτικής απαγκίστρωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέλιξη αυτή αρκεί από μόνη της για να επιβάλει μια στροφή στρατηγικής αδυνατίζοντας τις σχέσεις της Ελλάδας όχι μόνο εντός Ευρώπης, αλλά και σε σχέση με τις υπάρχουσες εξω-ευρωπαϊκές επιλογές. Αυτό θα συμβεί απλούστατα γιατί και οι τελευταίες διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ευρωπαϊκής επιρροής από το οποίο η Ελλάδα τότε θα αποξενωθεί.

Για παράδειγμα, ο επανασχεδιασμός μιας στρατηγικής παρουσίας εκτός Ευρώπης αξιοποιώντας την σημερινή μεταβατικότητα στις χώρες ΒΑΜΑ δεν θα έχει καμμία τύχη, όχι μόνο επειδή κάμποσες ελληνικές κυβερνήσεις – όπως και αρκετές ευρωπαϊκές - είχαν προσφιλείς σχέσεις με τα καταρρέοντα καθεστώτα, αλλά κυρίως επειδή κανείς που προσβλέπει σε μια οικονομική αναβάθμιση δεν θα ήθελε να ταυτιστεί με κάποιον που μόλις υποβαθμίστηκε σε όλες τις κλίμακες. Ακόμα και η Κύπρος θα πιεστεί να πάρει αποστάσεις από την χώρα στην οποία οφείλει τη δική της ένταξη. Έτσι το διαζύγιο δεν θα είναι ευκαιρία για ένα δεύτερο και ίσως καλύτερο γάμο, αλλά ένα ακόμη γρήγορο βήμα στο οικονομικό και γεωπολιτικό κενό.

Κατά συνέπεια, μένει μόνο η πρώτη επιλογή της ενεργού επανενσωμάτωσης της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μια διαδικασία που θα είναι την τρέχουσα περίοδο όχι μόνο επίπονη οικονομικά αλλά και ψυχολογικά εξουθενωτική, καθώς θα επιχειρείται υπό την μνήμη της πρόσφατης λοιδορίας που υπέστη και των ανελέητων προτύπων που διαμορφώθηκαν εις βάρος της. Για να υπερνικηθούν οι βεβαρημένες συνθήκες και να μην εξελιχθούν σε ανήκεστες, χρειάζονται συγκεκριμένες ενέργειες με ορατό αποτέλεσμα σε προκαθορισμένο χρόνο. Μερικές προτάσεις πολιτικής και στρατηγικής προς αυτήν την κατεύθυνση είναι πιθανόν και οι εξής:

Πρώτον, μια διαρθρωμένη πολιτική εξόδου από τη μακρά ύφεση σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές σταδιακής επιστροφής στην ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε τον Ιούλιο 2011 να διαθέσει προς άμεση εκταμίευση 15 δις. Ευρώ που θα μπορούσαν να διοχετευτούν πάραυτα σε στήριξη επενδύσεων χωρίς όρους εγχώριας συμμετοχής. Η Ελλάδα μπορεί να «κόψει δρόμο» και να βγει από την ύφεση με την άμεση ανάθεση και εκκίνηση μεγάλων έργων υποδομής από αυτό το πακέτο, το οποίο για επικοινωνιακούς λόγους αποκλήθηκε «νέο Σχέδιο Μάρσαλ», χωρίς όμως να έχει αποκτήσει μέχρι τώρα και τη δυναμική του. Όπως έγινε και στο πραγματικό Σχέδιο Μάρσαλ, για να επιταχυνθεί η δυναμική του χρειάζεται μια ενιαία διαδικασία ανάθεσης, κατασκευής και λειτουργίας των έργων, η οποία θα βραχυκυκλώσει τις χρονοβόρες σημερινές διαδικασίες.

Αυτό θα δημιουργήσει μια άμεση αναπτυξιακή ανάφλεξη μεγάλης κλίμακας, ικανή να ανατρέψει το καθεστώς παραίτησης και αποτροπής στην ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Τότε θα μπορεί να συνδυαστεί γόνιμα με μεταρρυθμίσεις επαγγελμάτων και εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, ώστε να προσελκυστούν σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις και να αλλάξουν το κλίμα.
Επιπλέον, θα διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις για τη μείωση του ελλείμματος, πράγμα που ποτέ δεν θα γίνει με όλο και περισσότερους νέους φόρους, ιδίως όταν αυτοί επιβάλλονται διαρκώς επί των ιδίων φορολογουμένων αγνοώντας τόσο απερίσκεπτα τις στοιχειώδεις αρχές φορολογικής κόπωσης.

Δεύτερον, η μεταστροφή εντυπώσεων στο εξωτερικό. Εκτός από την ύφεση και την κακή πορεία των εσόδων, την προηγούμενη περίοδο συνέβη και άλλου είδους ολίσθηση. Διαμορφώθηκε ένας απρόβλεπτος πήχης σύγκρισης σε βάρος της Ελλάδας από την πολύ πιο αποτελεσματική και οργανωμένη πολιτική που εφαρμόζουν για τα δικά τους Μνημόνια Προσαρμογής η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Η υστέρηση της Ελλάδας εύκολα μεταφράζεται έκτοτε ως παραίτηση και εθνική υπεκφυγή, προκαλώντας έτσι κάθε τόσο ένα μπαράζ πιέσεων και προστριβών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναζωπυρώνει τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας. Για να βγει από την μέγγενη, η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να αλλάξει ειδικά τούτη την εντύπωση, επιτυγχάνοντας γρήγορα τους βασικούς δημοσιονομικούς στόχους και ανακτώντας έτσι κάποια περιθώρια δικής της πρωτοβουλίας στην άσκηση και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής. Για να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον δεν θα προκληθούν νέες ανεξέλεγκτες δαπάνες, η καλύτερη επιλογή που υπάρχει τη στιγμή αυτή είναι η Ελλάδα να υιοθετήσει τον συνταγματικό περιορισμό του ελλείμματος, όπως ακριβώς έκανε τον περασμένο Αύγουστο η Ισπανία αποτρέποντας σε κάποιο βαθμό τις κερδοσκοπικές πιέσεις. Αν η Ελλάδα πετύχει σε αυτή την εμπροσθοβαρή πολιτική μερικών κρίσιμων αλλαγών, θα μπορέσει αργότερα να επαναδιατυπώσει ορισμένα από τα ασφυκτικά – πλην όμως μέχρι τώρα ανέφικτα – χρονοδιαγράμματα προσαρμογής και να διασφαλίσει περισσότερη κοινωνική αποδοχή και ηρεμία.

Τρίτον, η στρατηγική ενεργοποίηση στην ευρύτερη περιοχή. Τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια, με την αναζήτηση, εντοπισμό και αξιοποίηση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, μπορούν όχι μόνο να συντελέσουν σε περισσότερη παραγωγή ενέργειας και μείωση των πανάκριβων εισαγωγών, αλλά επίσης να αποτελέσουν και μια καταλυτική ευκαιρία γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας. Η Ελλάδα έχει αρκετούς λόγους να αναπτύξει μια δική της στρατηγική και παρουσία: όχι μόνο επειδή η μέχρι τώρα εξέλιξη αφορά την Κύπρο και κατά συνέπεια δοκιμάζει τις ελληνικές εγγυήσεις προς αυτήν, ούτε επειδή η έκβαση των τουρκικών αντιρρήσεων και διεκδικήσεων θα επηρεάσει τον μελλοντικό συσχετισμό στο Αιγαίο. Βεβαίως αυτά θα αρκούσαν και από μόνα τους για να προκαλέσουν στρατηγική επαγρύπνηση, διότι από την στιγμή που η Τουρκία άνοιξε συζήτηση για δικαιώματα και εξουσίες στη Μεσόγειο και τη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κύπρο, η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι πλέον ούτε άπραγος παρατηρητής, ούτε ουδέτερος μεσολαβητής. Κυρίως όμως οι πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν επειδή ανοίγει μια εντελώς νέα γεωπολιτική προοπτική για τη χώρα, καθώς επαναπροσδιορίζεται το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη και διεθνώς, αναθεμελιώνονται τα πολιτικά συστήματα στις χώρες της ΒΑΜΑ (Βόρειας Αφρικής, Μέσης Ανατολής) και επανεξετάζονται όλες οι συμμαχίες της περιοχής.

Επιπλέον – και στις παρούσες συνθήκες δυσπραγίας καθόλου αμελητέο - η προετοιμασία και ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας στην ενεργειακή αναδιάταξη της Μεσογείου θα την συνδράμει και σε ορισμένα μέτωπα εσωτερικής οικονομικής πολιτικής. Αντί να πασχίζει να πουλήσει τις τρεις ενεργειακές εταιρείες (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ και ΕΛΠΕ) σε συνθήκες κατάρρευσης των αγορών κεφαλαίου, είναι προτιμότερο να τις αξιοποιήσει ως στρατηγικά εργαλεία και να κάνει συμμαχίες και συμπράξεις με ομοειδείς εταιρείες άλλων μεσογειακών χωρών. Έτσι θα αποκτήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, νέα δικαιώματα παραγωγής, ασφάλεια εφοδιασμού, πολλές ξένες πραγματικές επενδύσεις και η μελλοντική αξιοποίηση των ενεργειακών επιχειρήσεων θα αποδώσει στο πολλαπλάσιο.

Οι τρεις ανωτέρω κατευθύνσεις πολιτικής, εάν υλοποιηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, θα δημιουργήσουν θετικά δεδομένα για τη χώρα και θα της επιτρέψουν σταδιακά να επανεργοποιηθεί στρατηγικά τόσο στην Ευρώπη όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Ο επιταχυνόμενος φαύλος κύκλος ύφεσης, υπερχρέωσης και αποδυνάμωσης μπορεί έτσι να σταματήσει, δίνοντας τη θέση του σε μια βαθμιαία επαναφορά της ανάπτυξης, της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της γεωπολιτικής παρουσίας. Τα οφέλη, εκτός από την Ελλάδα, θα γίνουν αισθητά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι μόνο επειδή επανέκαμψε ο άσωτος υιός, αλλά επειδή τελικά δεν πήγε χαμένος και ο σιτευτός μόσχος της δανειακής βοήθειας.

Copyright © 2011-2013 by Foreign Affairs, The Hellenic Edition
All rights reserved.