Η αρκούδα που πεθαίνει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αρκούδα που πεθαίνει

Η δημογραφική συμφορά της Ρωσίας

Τον Δεκέμβριο συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από το τέλος της σοβιετικής δικτατορίας και την έναρξη της μετάβασης στη μετα-κομμουνιστική Ρωσία. Τα χρόνια που μεσολάβησαν χάρισαν στους Ρώσους ενθουσιασμό και υποσχέσεις, αλλά και αναπάντεχα προβλήματα και απογοητεύσεις. Από όλες τις οδυνηρές εξελίξεις που συνέβησαν στη ρωσική κοινωνία μετά η σοβιετική κατάρρευση, ίσως η λιγότερο αναμενόμενη -και η πιο ανησυχητική- είναι η δημογραφική μείωση που παρατηρείται στη χώρα. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η Ρωσία έχει παγιδευτεί σε μια καταστροφική και εντελώς αφύσικη πληθυσμιακή κρίση εν καιρώ ειρήνης. Ο πληθυσμός της χώρας συρρικνώνεται, τα επίπεδα θνησιμότητας είναι καταστροφικά και οι ανθρώπινοι πόροι της δείχνουν σημάδια επικίνδυνης αποσάθρωσης.

Πράγματι, τα προβλήματα που προκλήθηκαν από τις πληθυσμιακές τάσεις της Ρωσίας (στην υγεία, την εκπαίδευση, τη δημιουργία οικογένειας και άλλους τομείς) παρουσιάζουν ένα χωρίς προηγούμενο φαινόμενο για αστικοποιημένη, εγγράμματη κοινωνία σε μη πολεμική περίοδο. Τέτοιας έκτασης δημογραφικά προβλήματα απέχουν πολύ από τα συνήθως σημειούμενα τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Και αυτό που είναι το πιο ανησυχητικό, είναι ότι οι αιτίες του φαινομένου δεν έχουν γίνει απολύτως κατανοητές. Από την άλλη πλευρά, η ρωσική πολιτική ηγεσία έχει δώσει ελάχιστα δείγματα ότι είναι σε θέση να εφαρμόσει πολιτικές που θα οδηγούσαν μακροπρόθεσμα στη θεραπεία αυτής της πτωτικής τάσης. Αυτή η σε καιρό ειρήνης πληθυσμιακή κρίση θέτει σε κίνδυνο τις οικονομικές προοπτικές της Ρωσίας, τις φιλοδοξίες της να εκσυγχρονιστεί και να αναπτυχθεί, και πιθανότατα την ασφάλειά της. Με άλλα λόγια, οι δημογραφικές ωδίνες της Ρωσίας επιφέρουν τρομερές και τεράστιες συνέπειες τόσο για εκείνους που ζουν εντός όσο και για εκείνους που βρίσκονται εκτός των συνόρων της χώρας. Το ανθρωπιστικό τίμημα είναι ήδη δυσανάλογα βαρύ και το συσσωρευόμενο οικονομικό κόστος απειλεί να γίνει θεόρατο. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η δημογραφική μείωση στη Ρωσία αποτελεί δυσοίωνο προμήνυμα για την εξωτερική συμπεριφορά του Κρεμλίνου, το οποίο θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπο με μια πολύ λιγότερο ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων, σε σχέση με τους υπολογισμούς του.

ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Ακόμη και στα χρόνια της ΕΣΣΔ, η Ρωσία δεν αποτελούσε πρότυπο υγιούς κοινωνίας. Το σύνδρομο της μακροχρόνιας στασιμότητας και κατόπιν η υστέρηση στο επίπεδο της δημόσιας υγείας, πράγμα πρωτόγνωρο για βιομηχανική χώρα, πρωτοεμφανίστηκαν κατά την εποχή του Μπρέζνιεφ και εξακολούθησαν να συνοδεύουν τη Ρωσία μέχρι την πτώση του κομμουνιστικού συστήματος. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στις μέρες της περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, οι γεννήσεις των Ρώσων ξεπέρασαν τους θανάτους κατά ένα μέσο όρο της τάξεως άνω των 800.000 ετησίως. Όμως, η πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και κατόπιν στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, δημιούργησε μια σειρά από δημογραφικά σοκ που μεταδόθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη στο Ανατολικό μπλοκ: στην πραγματικότητα, κάθε πρώην χώρα-μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας γνώρισε μια δραστική μείωση των γεννήσεων και μια μικρή αύξηση των θανάτων, σαν να είχε πέσει ξαφνικά λιμός, επιδημία ή σαν να είχε ξεσπάσει πόλεμος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτές οι ανωμαλίες ήταν παροδικές, όχι όμως και στη Ρωσία, όπου το φαινόμενο εμφανίστηκε στην πιο ακραία και διαρκέστερη εκδοχή του, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρώην κομμουνιστικό κράτος.
Η μετα-σοβιετική Ρωσία έχει μεταβληθεί σε κοινωνία αμιγούς θνησιμότητας, καταγράφοντας σταθερά περισσότερους θανάτους από τις γεννήσεις. Σύμφωνα με τη Rosstat, την ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία της Ρωσίας (γνωστή και ως Goskomstat από τη σοβιετική εποχή), από το 1992 πέθαναν 12,5 εκατομμύρια περισσότεροι Ρώσοι από αυτούς που γεννήθηκαν. Με άλλα λόγια, κατά την τελευταία εικοσαετία σε κάθε τρεις κηδείες αντιστοιχούσαν δύο τοκετοί. Σε παγκόσμιο επίπεδο, στα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνο μία φορά καταγράφηκε τέτοιο αρνητικό ισοζύγιο θανάτων επί γεννήσεων: ήταν στην Κίνα του 1959-61, ως αποτέλεσμα του «Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός», που εφάρμοσε ο Μάο Τσετούνγκ.

Ως αποτέλεσμα αυτής της ανισορροπίας, η Ρωσία εισήλθε σε μια διαδικασία αποδεκατισμού του πληθυσμού της. Η μετανάστευση, κυρίως από τα γειτονικά πρώην σοβιετικά κράτη, μετρίασε κάπως την κάμψη, αλλά δεν κατόρθωσε να την αποτρέψει. Σύμφωνα με επίσημα ρωσικά στοιχεία, από το 1992 ο πληθυσμός της Ρωσίας μειώνεται σταθερά κάθε χρόνο (το 1993 και το 2010 αποτελούν εξαιρέσεις και μάλιστα το 2010 παρουσίασε μια μικρή αύξηση της τάξεως των 10.000 γεννήσεων). Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, μεταξύ 1993 και 2010, ο πληθυσμός στη Ρωσία συρρικνώθηκε από 148,6 σε 141,9 εκατομμύρια ανθρώπους, σημείωσε δηλαδή μείωση της τάξεως σχεδόν του 5%. (Η απογραφή του 2010 στη Ρωσία ενδέχεται να αναπροσαρμόσει το τελευταίο νούμερο προς τα πάνω, κατά ένα εκατομμύριο περίπου, λόγω της καταμέτρησης των μεταναστών, αλλά αυτό δεν μπορεί να αλλάξει τη συνολική εικόνα).

Η Ρωσία δεν πρέπει να αισθάνεται μόνη στο θέμα της μείωσης του πληθυσμού της. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που καθίσταται ολοένα και πιο κοινό στις σύγχρονες κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των δημοκρατικών κοινωνιών της αφθονίας. Τρία κράτη του G-7, η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία, βρίσκονται στο κατώφλι μιας συγκρατημένης πληθυσμιακής μείωσης ή το έχουν ήδη περάσει. Εντούτοις, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και τη Ρωσία: η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία αντιμετωπίζουν την προοπτική της πληθυσμιακής συρρίκνωσης σε μια εποχή εύρωστου και σταθερά βελτιούμενου επιπέδου στη δημόσια υγεία. Η Ρωσία από την άλλη, πλήττεται από μια εξαιρετικά σοβαρή και -κατά τα φαινόμενα- διηνεκή κρίση θνησιμότητας, στο πλαίσιο της οποίας οι συνθήκες υγιεινής επιδεινώνονται και με τη σειρά τους δίνουν ώθηση σε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων.

Το συνολικό μέγεθος της καθοδικής πορείας της Ρωσίας στον τομέα της υγείας, είναι καταστροφικό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ερευνητικού κονσόρτσιουμ Human Mortality Database, ο προσδόκιμος μέσος όρος ζωής από γεννήσεως στη Ρωσία, ήταν ελαφρώς χαμηλότερος το 2009 (την τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) σε σύγκριση με το 1961, σχεδόν μισόν αιώνα νωρίτερα. Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για τον ενήλικο πληθυσμό : το 2009 το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 15 ετών για όλους τους ενήλικες Ρώσους ήταν μικρότερο κατά δύο και πλέον χρόνια, σε σύγκριση με το επίπεδο του 1959. Το προσδόκιμο ζωής για τους νέους άνδρες βούλιαξε κατά σχεδόν τέσσερα χρόνια στη διάρκεια αυτών των δύο γενεών. Με άλλα λόγια, η μετα-σοβιετική Ρωσία επλήγη από μια αθροιστική «πλεονάζουσα θνησιμότητα» επτά και πλέον εκατομμυρίων θανάτων, πράγμα που σημαίνει ότι αν η χώρα είχε κατορθώσει να διατηρηθεί απλώς στον ρυθμό βιωσιμότητας της εποχής Γκορμπατσόφ στο διάστημα των δύο τελευταίων δεκαετιών, επτά εκατομμύρια θάνατοι θα είχαν αποφευχθεί. Ο αριθμός αυτός είναι υπερτριπλάσιος από το σύνολο των θανάτων που επέφερε στην αυτοκρατορική Ρωσία ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Από διάφορα μεγέθη γίνεται φανερό ότι οι δημογραφικοί δείκτες της Ρωσίας μοιάζουν με εκείνους πολλών από τις φτωχότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες. Το 2009, το συνολικό προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 15 ετών υπολογίστηκε χαμηλότερο στη Ρωσία σε σύγκριση με το Μπανγκλαντές, το Ανατολικό Τιμόρ, την Ερυθραία, τη Μαδαγασκάρη, τον Νίγηρα και την Υεμένη. Ακόμη χειρότερα, το προσδόκιμο ζωής για τον ενήλικα άρρενα πληθυσμό υπολογίστηκε σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του Σουδάν, της Ρουάντα, ακόμη και της ρημαγμένης από το AIDS Μποτσουάνα. Αν και οι γυναίκες στη Ρωσία τα πάνε σχετικά καλύτερα από ό,τι οι άνδρες, ο ρυθμός θνησιμότητας για τις Ρωσίδες σε παραγωγική ηλικία ήταν το 2009 ελαφρώς υψηλότερος από τον αντίστοιχο για τις γυναίκες στη Βολιβία, τη φτωχότερη χώρα της Νοτίου Αμερικής. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο ρυθμός θνησιμότητας των εργαζομένων γυναικών της Ρωσίας ήταν κατά 45% χαμηλότερος σε σύγκριση με εκείνον της Βολιβίας.

ΣΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΚΗ ΥΓΕΙΑ

Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η αποτρόπαιη επιδείνωση στη Ρωσία; Αν και είναι γνωστά τα προβλήματα της χώρας με τα λοιμώδη νοσήματα (με πιο σοβαρά τον ιό HIV/AIDS και την ανθεκτική στα φάρμακα φυματίωση), ωστόσο αυτά ευθύνονται μόνο για ένα μικρό μέρος του τεράστιου χάσματος που σημειώνεται στους δείκτες επιβίωσης της Ρωσίας και της Δύσης. Πιο άμεσα, το μοιραίο άλμα προς τα πίσω, όσον αφορά τον τομέα της υγείας και τις προοπτικές επιβίωσης, οφείλεται σε μια έκρηξη θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα και σε αυτά που οι επιδημιολόγοι αποκαλούν «εξωτερικούς παράγοντες», όπως δηλητηριάσεις, τραυματισμοί, αυτοκτονίες, ανθρωποκτονίες, τροχαία δυστυχήματα και άλλα βίαια επεισόδια. Οι θάνατοι από καρδιαγγειακά νοσήματα και τραυματισμούς ευθύνονται για τα πολύ υψηλά επίπεδα θνησιμότητας στη Ρωσία και σχεδόν για όλο το παρατηρούμενο χάσμα στα επίπεδα θνησιμότητας των δυτικών χωρών και της Ρωσίας. Προς το παρόν, ο ρυθμός των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα είναι υπερτριπλάσιος στη Ρωσία σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη, ενώ οι θάνατοι από τραυματισμό και βία στη Ρωσία αγγίζουν τη στρατόσφαιρα, φθάνοντας στα ίδια επίπεδα με αφρικανικές κοινωνίες που γνώρισαν εμφυλίους πολέμους, όπως η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε.

Ένα άλλο ζήτημα, επίσης, είναι να κατανοήσουμε το γιατί σημειώνονται τόσο υψηλά ποσοστά θανάτων σε μια αστικοποιημένη κοινωνία εγγράμματων ανθρώπων, σε καιρό ειρήνης. Σίγουρα, το γεγονός σχετίζεται με το ολέθριο ειδύλλιο της Ρωσίας με το μπουκάλι της βότκας. Το κάπνισμα, η διατροφή και το χαμηλό επίπεδο της προληπτικής και θεραπευτικής ιατρικής, έχουν επίσης το μερίδιο ευθύνης τους. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, οι σταθεροί καπνιστές στη Ρωσία κατά το 2004 αποτελούσαν το 36% του ενήλικου πληθυσμού, δηλαδή ένα ποσοστό αισθητά υψηλότερο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Ωστόσο, παρά τους δεδομένους αυτούς παράγοντες, το επίπεδο της υγείας στη Ρωσία είναι χειρότερο και τα ποσοστά θανάτων υψηλότερα από ό,τι θα μπορούσαν να προβλέψουν τα συστήματα δημόσιας υγείας στη Δύση. Αναμφισβήτητο παραμένει, πάντως, το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί οι Ρώσοι έχουν τόσο κακή υγεία. Πολύ πιθανόν να έχει σχέση με νοοτροπίες, απόψεις και επακόλουθα συμπεριφορών που εντάσσονται στη σφαίρα της «ψυχικής υγείας». Χωρίς να αναλωθούμε σε υποθέσεις πολιτισμικού ή ψυχολογικού τύπου, αρκεί -ωστόσο- να πούμε ότι ο τρόπος ζωής των Ρώσων είναι εξαιρετικά επικίνδυνος για την υγεία τους και καταλήγει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας από τα αναμενόμενα σε μια χώρα με σχετικά υψηλό εισοδηματικό δείκτη.

Μια άλλη αιτία για την κακή υγεία των Ρώσων μπορεί να ανιχνευθεί στην εκπαίδευση. Εξάλλου, η κακή κατάσταση της εκπαίδευσης στη Ρωσία αποτελεί επίσης και πρόβλημα ανθρωπίνων πόρων. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η εκπαίδευση θα έπρεπε να αποτελεί τη βιτρίνα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Στο κάτω-κάτω, οι Ρώσοι που αποκτούν ανώτερη εκπαίδευση είναι εξίσου πολλοί, αν όχι και περισσότεροι από τους πολίτες πολλών πλουσίων δυτικών χωρών. Σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, η αναλογία των ενηλίκων Ρώσων με μεταλυκειακή εκπαίδευση ή πτυχίο είναι η υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Κατά τη σοβιετική περίοδο, μάλιστα, οι Ρώσοι επιστήμονες και εφευρέτες ήταν ονομαστοί για τις ικανότητές τους (αν και κυρίως σε τομείς στρατιωτικών εφαρμογών).

Σήμερα, όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα της Ρωσίας εμφανίζεται κατακερματισμένο, ή τουλάχιστον η χώρα μοιάζει ανίκανη να αποκομίσει τα αναμενόμενα οφέλη από αυτό. Σε ολόκληρο τον κόσμο, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης αντιστοιχεί, σε γενικές γραμμές, με καλύτερη δημόσια υγεία. Στη Ρωσία αυτή η τάση ανατρέπεται: παρά το γεγονός ότι η χώρα μπορεί να καυχηθεί επειδή υπερβαίνει κατά 30% τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ στο ποσοστό των ενηλίκων με μεταλυκειακή εκπαίδευση, εντούτοις η Ρωσία μόλις και μετά βίας κατορθώνει να πετύχει ένα συνολικό προσδόκιμο ζωής ενηλίκων καλύτερο από αυτό της Σενεγάλης. Μέρος του προβλήματος οφείλεται στο γεγονός ότι αν και πολλοί Ρώσοι φοιτούν στα σχολεία, σε ανώτερες σχολές και πανεπιστήμια, η παρεχόμενη εκπαίδευση βρίσκεται σε τρομερά χαμηλό επίπεδο. Καθιερωμένα διεθνή κριτήρια αξιολόγησης αποκαλύπτουν ότι η ρωσική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι επιεικώς μέτρια. Στην έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ το 2009 για την καταγραφή της απόδοσης στον τομέα της παιδείας, διαπιστώθηκε ότι οι βαθμολογίες των Ρώσων μαθητών στη μελέτη κειμένων ήταν χαμηλότερες των Τούρκων, τη στιγμή που η Τουρκία βρίσκεται σχεδόν στον πάτο της κατάταξης του ΟΟΣΑ.

Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στο επίπεδο της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης στη Ρωσία. Αν και η Ρωσία προσφέρει ποσοστό 6% στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού με μεταλυκειακή εκπαίδευση, μόλις και μετά βίας ένα 0,1% των ανά τον κόσμο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που εξέδωσε το αμερικανικό Patent and Trademark Office κατά τα τελευταία 15 χρόνια, χορηγήθηκε σε Ρώσους. Δεν πρόκειται για κάποια αμερικανική συνομωσία κατά των Ρώσων εφευρετών. Τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας των Ηνωμένων Εθνών για το ίδιο διάστημα, φανερώνουν ότι το ρωσικό ποσοστό των αιτήσεων για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας από το εξωτερικό, ήταν μικρότερο από το 0,2% του παγκοσμίου συνόλου. Η εικόνα δεν είναι πολύ καλύτερη στον τομέα των επιστημονικών δημοσιεύσεων: ο αριθμός των δημοσιεύσεων που πραγματοποίησαν το 2008 Ρώσοι επιστήμονες σε περιοδικά όπου η δημοσίευση εγκρίνεται από ανεξάρτητο πάνελ εμπειρογνωμόνων, δεν ήταν μεγαλύτερος από εκείνον του 1990. Στο ίδιο διάστημα, σχεδόν παντού στον κόσμο αυξήθηκε η παραγωγή τέτοιων δημοσιεύσεων. Μέχρι το 2008, οι Ρώσοι συγγραφείς εξέδωσαν πολύ λιγότερα επιστημονικά συγγράμματα σε σύγκριση με τους ομολόγους τους στη Βραζιλία, την Κίνα και την Ινδία. Στην ουσία, η Ρωσία εμφανίζεται σαν ένα νέο και ανησυχητικό «θαύμα» στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο σύμπαν: μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό φοίτησης αλλά χαμηλό επίπεδο στην υγεία, στη γνώση και στην εκπαίδευση.

Οι τάσεις στον τομέα της δημιουργίας οικογένειας, προκαλούν πρόσθετο προβληματισμό. Μεταξύ 1987 και 1993, ο αριθμός των γεννήσεων στη Ρωσία κατακρημνίστηκε από 2,5 σε 1,4 εκατομμύρια και τελικά καταβαραθρώθηκε στο 1,2 εκατομμύριο το 1999, προτού αρχίσει η ανάκαμψη. Το 2010 η Ρωσία γιόρτασε το 1,79 εκατομμύριο γεννήσεων, το υψηλότερο ποσοστό της τελευταίας εικοσαετίας. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο αριθμός ήταν κατά 25% χαμηλότερος συγκριτικά με εκείνον προ εικοσιπενταετίας και δημιουργεί μια εικόνα που, αν συνεχιστεί, θα διαμορφώσει μακροπρόθεσμα έναν μέσο όρο γονιμότητας μιάμισης γέννησης ανά γυναίκα, ποσοστό που είναι κατά 27% μικρότερο από εκείνο που απαιτείται για μια μακροχρόνια πληθυσμιακή σταθερότητα. Όπως είναι αναμενόμενο, από αυτόν τον μέσο όρο σημειώνονται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των πολλών εθνικών ομάδων και εδαφικών περιοχών που απαρτίζουν τη Ρωσία. Οι καθαυτού Ρώσοι έχουν έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας, ενώ οι Τσετσένοι τον υψηλότερο, με 3,3% γεννήσεις ανά γυναίκα, κατά μέσο όρο. (Η Τσετσενία αποτελεί ένα παράδοξο, ακόμη και μεταξύ των περιοχών της Ρωσίας όπου πλειοψηφούν οι μουσουλμάνοι: οι περισσότεροι Τσετσένοι, συμπεριλαμβανομένων και των γειτονικών τους Νταγκεστάν και Ιγκουσετίας, αναφέρουν ποσοστά υπογεννητικότητας).

Εκτός από τις γεννήσεις, ο τρόπος με τον οποίον οι Ρώσοι δημιουργούν οικογένειες και ανατρέφουν παιδιά, έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, πράγμα που θέτει ερωτήματα σχετικά με τις ανθρώπινες και οικονομικές προοπτικές της επερχόμενης γενιάς. Για παράδειγμα, οι γάμοι στη σημερινή Ρωσία είναι πιο ασταθείς σε σχέση με τους γάμους ακόμη και της σοβιετικής περιόδου, όταν η χώρα ήταν ήδη διαβόητη για τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των διαζυγίων. Η Ρωσία καταγράφει 56 διαζύγια ανά 100 γάμους, έναν ατελή αλλά εύγλωττο δείκτη των μακροπρόθεσμων προοπτικών του γάμου στη χώρα. Η αυξανόμενη οικογενειακή αστάθεια είναι, ασφαλώς, μια τάση διάχυτη σε όλον τον κόσμο, εδραιωμένη σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και σε πολλές άλλες κοινωνίες της ευμάρειας. Όμως, οι χωρισμένοι γονείς στη Ρωσία πρέπει να αναθρέψουν τα παιδιά τους με εισόδημα πολύ μικρότερο από ό,τι οι όμοιοί τους στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.

Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ή τους Αμερικανούς, δεν μπορούν να βασίζονται παρά ελάχιστα σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Αν και η οικονομική θεωρία που επικρατεί στη Δύση πρεσβεύει ότι το να κάνεις λιγότερα παιδιά σημαίνει πως μπορείς να επενδύεις περισσότερα σε κάθε παιδί, στη Ρωσία φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο : παρά τη δραστική πτώση των γεννήσεων, στη χώρα καταγράφεται μικρή αλλά δυσοίωνη μείωση των εγγραφών στα δημοτικά σχολεία και ανησυχητική αύξηση στην εγκατάλειψη παιδιών. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 2004 περισσότερα από 400.000 παιδιά κάτω των 18 ετών στη Ρωσία ζούσαν σε καθεστώς ιδρυματικής φροντίδας, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν ένα στα εβδομήντα παιδιά ζούσε σε παιδικό ξενώνα, σε ορφανοτροφείο ή σε κρατικό οικοτροφείο. Μεγάλος είναι και ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των άστεγων παιδιών, που -σύμφωνα με ορισμένες μη κυβερνητικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις- μπορεί να ξεπεράσει τον αριθμό των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα.

ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ

Το Κρεμλίνο αντιλαμβάνεται ότι τα αντίξοα δημογραφικά στοιχεία είναι τόσο αφύσικα και επικίνδυνα, που απαιτούν σκληρά μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Τα τελευταία χρόνια, η Μόσχα εφάρμοσε νέα και φιλόδοξα προγράμματα που στόχευαν να ανατρέψουν την καθοδική δημογραφική πορεία της χώρας. Το 2006, ο τότε πρόεδρος της χώρας Βλαντιμίρ Πούτιν αποκάλυψε ένα πρόγραμμα που υποσχόταν οικονομικές διευκολύνσεις και επιδοτήσεις άνω των 10.000 δολαρίων σε μητέρες που γεννούσαν δεύτερο ή τρίτο παιδί. Υπέγραψε, επίσης, ένα διάταγμα για τη «Δημογραφική Πολιτική της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέχρι το 2025», με στόχο τη σταθεροποίηση του ρωσικού πληθυσμού περίπου στα 145 εκατομμύρια μέχρι το 2015, με το συνολικό από γεννήσεως προσδόκιμο ζωής στα 75 χρόνια (έναντι 67 τότε) και τον συνολικό δείκτη γονιμότητας στο 1,95, δηλαδή άνω του 50% σε σχέση με τα χρόνια πριν από την εφαρμογή του προγράμματος. Σύμφωνα με το σχέδιο, μετά το 2015 οι γεννήσεις θα ξεπερνούσαν τους θανάτους στη Ρωσία. Την ίδια ώρα που το Κρεμλίνο προσπαθεί να αυξήσει τις γεννήσεις, επιχειρεί παράλληλα να θέσει σε εφαρμογή νέα μέτρα για τη δημόσια υγεία, που θα μειώσουν τους θανάτους. Σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνεται και η αύξηση της τιμής των αλκοολούχων ποτών, ώστε να είναι δυσκολότερη η αγορά τους.

Αν κρίνουμε από τις επίσημες διακηρύξεις, το Κρεμλίνο φαίνεται αισιόδοξο για την πορεία των νέων μέτρων. Πράγματι, από τη στιγμή που αυτά άρχισαν να εφαρμόζονται, οι γεννήσεις αυξήθηκαν και οι θάνατοι μειώθηκαν. Το συνολικό προσδόκιμο ζωής το 2009 στη Ρωσία ήταν σχεδόν τα 69 έτη, δηλαδή το υψηλότερο όλων των ετών μετά τη σοβιετική κατάρρευση. Εντούτοις, αυτά τα φαινομενικά θετικά προγνωστικά υποχωρούν μπροστά σε ορισμένα προφανή και μη αναστρέψιμα αντικειμενικά δημογραφικά δεδομένα. Καταρχάς, η κάμψη των γεννήσεων, που σημειώθηκε στη Ρωσία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, άφησε τη χώρα με πολύ λιγότερες πιθανές υποψήφιες μητέρες για τα επόμενα χρόνια, σε σχέση με τις υπάρχουσες. Οι γυναίκες μεταξύ 20 και 29 ετών γεννούν περίπου τα δύο-τρίτα των βρεφών της Ρωσίας. Το 2025, η Ρωσία προγραμματίζει να έχει περίπου 6,4 εκατομμύρια γυναίκες στα 20 χρόνια τους, δηλαδή 45% λιγότερες από ό,τι σήμερα. Άρα, σε αυτές τις προβλέψεις υπάρχει ένα κάποιο αίνιγμα, δεδομένου ότι όλες οι γυναίκες που θα είναι μεταξύ 20 και 29 ετών το 2025, είναι ήδη εν ζωή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η διατήρηση -απλά και μόνο- των σημερινών επιπέδων γεννήσεων θα απαιτούσε ουσιαστική έκρηξη στις εγκυμοσύνες.

Παράλληλα, ο πληθυσμός της Ρωσίας γερνάει με ταχείς ρυθμούς. Σύμφωνα με προβλέψεις του αμερικανικού Γραφείου Απογραφής, από το 2011 μέχρι το 2025, η μέση ηλικία στη Ρωσία θα αυξάνει σχεδόν κατά δύο ημέρες κάθε εβδομάδα, από τα 38,7 στα 42,4 χρόνια. Το Γραφείο Απογραφής προβλέπει επίσης ότι οι άνω των 65 ετών Ρώσοι, μια κατηγορία που σήμερα εκπροσωπεί πάνω από το 13% του πληθυσμού της χώρας, θα φθάσει σχεδόν στο 19% το 2025. Αν τίποτε δεν αλλάξει μέχρι τότε, η κατά κεφαλήν θνησιμότητα στη Ρωσία θα αυξηθεί πάνω από 20%, μόνο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η εξαιρετικά αρνητική τάση που παρατηρείται σήμερα στη δημόσια υγεία του ρωσικού λαού, η επίτευξη μακροπρόθεσμης βελτίωσης στο προσδόκιμο ζωής εμφανίζεται ως έργο τιτάνιο. Για να επιστρέψει η χώρα ακόμη και στα επίπεδα θνησιμότητας του 1964 για τα άτομα σε παραγωγική ηλικία, το συνολικό επίπεδο θνησιμότητας για τους Ρώσους και τις Ρωσίδες θα πρέπει να μειωθεί περισσότερο από 25%. Μια τέτοια ανατροπή αποτελεί επίτευγμα πολύ δύσκολο για το διάστημα μέχρι το 2025, αλλά ακόμη και αν η Ρωσία κατορθώσει αυτόν τον άθλο, τα επίπεδα θνησιμότητας ατόμων σε παραγωγική ηλικία θα είναι υψηλότερα από εκείνα της σημερινής Ονδούρας.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι πιθανόν η Ρωσία να παραμείνει μια κοινωνία αμιγούς θνησιμότητας στο ορατό μέλλον. Τα επίσημα ρωσικά στατιστικά στοιχεία προβλέπουν συνεχιζόμενο και διευρυνόμενο άνοιγμα μεταξύ θανάτων και γεννήσεων, από σήμερα μέχρι το 2030. Η Rosstat προβλέπει για το 2011 205.000 θανάτους περισσότερους από τις γεννήσεις, ενώ το 2030 οι θάνατοι αναμένεται να είναι κατά 725.000 αυξημένοι ως προς τις γεννήσεις. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ 2011 και 2030 θα συσσωρευθούν 9,5 εκατομμύρια περισσότεροι θάνατοι συγκριτικά με τις γεννήσεις. Ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο της Rosstat, η υπηρεσία προβλέπει πλεόνασμα 2,7 εκατομμυρίων θανάτων μεταξύ 2011 και 2025. Όταν οι επίσημες ρωσικές προβλέψεις κινούνται σε αυτό το επίπεδο, ο περαιτέρω αποδεκατισμός του πληθυσμού μπορεί να αποτραπεί μόνο με μαζική μετανάστευση από το εξωτερικό.

Ασφαλώς, κατά τα 20 τελευταία χρόνια η Ρωσία επωφελήθηκε από την εισροή εκατομμυρίων εργατών, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από τα πρώην σοβιετικά κράτη του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. (Η ρωσική οικονομία ενισχύθηκε επίσης από τους ανά τον κόσμο δικούς της μετανάστες στο εξωτερικό, οι οποίοι στέλνουν κάθε χρόνο δισεκατομμύρια δολάρια σε εμβάσματα). Ωστόσο, οι προοπτικές για τη μελλοντική μετανάστευση προς τη Ρωσία είναι δυσμενείς : οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην εκπαιδευτική πολιτική απ’ άκρη σ’ άκρη στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στην πράξη σημαίνουν ότι οι σημερινοί μετανάστες από τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία μιλούν λιγότερο τα ρωσικά σε σύγκριση με τους γονείς τους και κατά συνέπεια δυσκολεύονται περισσότερο να ενσωματωθούν στη ρωσική κοινωνία. Εν τω μεταξύ, η στάση που τηρεί η ρωσική κοινή γνώμη απέναντι στους νεοφερμένους από αυτές τις περιοχές, γίνεται ολοένα και λιγότερο φιλόξενη.

Εξίσου σημαντική είναι και η εσωτερική μετανάστευση, ειδικότερα όσον αφορά τις μεγάλες εκτάσεις της ρωσικής Άπω Ανατολής, μιας περιοχής που εκτείνεται σε πάνω από δύο εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και κατοικείται από μόλις έξι εκατομμύρια ανθρώπους. Το ένα έκτο του πληθυσμού αυτής τραχιάς και αφιλόξενης επικράτειας άρχισε να την εγκαταλείπει από το 1989 και η έξοδος αυτή συνεχίζεται. Πολλοί Ρώσοι αναλυτές και υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με το μέλλον αυτής της πλούσιας σε φυσικούς πόρους περιοχής που συνορεύει με την ανερχόμενη και πυκνοκατοικημένη Κίνα. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί στη Δύση, όπως η Maria Repnikova από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ο Harley Balzer από το Πανεπιστήμιο της Georgetown, διαβλέπουν σπουδαίες και μέχρι τούδε ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για οικονομική ενοποίηση της ρωσικής Άπω Ανατολής με τους γείτονές της, και ιδιαιτέρως την Κίνα. Όμως, σημαίνοντες Ρώσοι δημογράφοι εκφράζουν ένα πιο δραματικό όραμα: φοβούνται ότι κάποια στιγμή μέσα στον αιώνα μας, η περιοχή μπορεί να πάψει να αποτελεί μέρος της Ρωσίας, και σ’ αυτήν την εξέλιξη διαβλέπουν έναν σημαντικό γεωπολιτικό κακό οιωνό.

Η ΑΡΚΟΥΔΑ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ;

Πάνω απ’ όλα, ο επιχειρούμενος δημογραφικός προγραμματισμός της Ρωσίας θα επιφέρει τρομερές συνέπειες στην ποιότητα ζωής των Ρώσων. Εκτός από την επίδραση που θα έχει στην ατομική ευημερία, η δημογραφική μείωση στη χώρα θα οδηγήσει σε πολύ σοβαρές συνέπειες όσον αφορά την οικονομική απόδοση. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία είναι ευλογημένη με αχανείς φυσικούς πόρους, οι ανθρώπινοι πόροι είναι αυτοί που εν τέλει έχουν σημασία για τον εθνικό πλούτο στη σημερινή παγκόσμια οικονομία. Οι φυσικοί πόροι είναι σε θέση να επαυξήσουν την ευμάρεια σε κοινωνίες που είναι ήδη σχετικά πλούσιες σε ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως μπορούν να πιστοποιήσουν χώρες σαν τον Καναδά, την Ολλανδία και τη Νορβηγία. Ωστόσο, για το ανθρώπινο κεφάλαιο οι φυσικοί πόροι δεν μπορούν να προσφέρουν υποκατάστατο. Μάλιστα, από όλον αυτόν τον ενεργειακό πλούτο της, η Ρωσία αποκομίζει ετησίως λιγότερα έσοδα από εξαγωγές, σε σύγκριση με το Βέλγιο. Παρότι ο Ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ προειδοποιεί πως η Ρωσία δεν πρέπει να παραμείνει μια οικονομία βασισμένη στις πρώτες ύλες και υπεραμύνεται της προωθούμενης εκστρατείας εκσυγχρονισμού, η κυβέρνησή του έχει κάνει πολύ λίγα για να τοποθετήσει τη Ρωσία στη θέση μιας οικονομίας βασισμένης στη γνώση.

Παρά το γεγονός ότι η ρωσική κυβέρνηση έχει παραδεχθεί τις απογοητευτικές δημογραφικές τάσεις, μοιάζει να έχει χονδροειδώς υποτιμήσει τη σοβαρότητα της κρίσης ενώ παράλληλα έχει υπερτιμήσει την ικανότητα των τρεχουσών πολιτικών του Κρεμλίνου να εξουδετερώσουν τις οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις ενδεχομένως εμφανισθούν στον ορίζοντα. Το 2008, λίγο πριν από την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το Κρεμλίνο δημοσιοποίησε ένα φιλόδοξο οικονομικό πρόγραμμα, γνωστό ως «Ρωσία 2020». Βάσει αυτού, προβλέπεται ότι μέχρι το 2020 η Ρωσία θα ανέλθει στο βάθρο των πέντε παγκόσμιων οικονομιών και θέτει ως στόχο έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξεως του 6,6% μεταξύ του 2007 και του 2020. Αν και η κατά κεφαλήν παραγωγή στη Ρωσία το 2010 ήταν μόλις και μετά βίας υψηλότερη από εκείνη του 2007, το Κρεμλίνο εξακολουθεί να υποστηρίζει ως εφικτούς τους στόχους του προγράμματος «Ρωσία 2020». Ωστόσο, για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι απαιτούν τώρα μέση ανάπτυξη της ετήσιας εργασιακής παραγωγικότητας άνω του 9%, μεταξύ του 2010 και του 2020. Ένας τέτοιος ρυθμός μακροπρόθεσμης αύξησης της εργασιακής παραγωγικότητας δεν επιτεύχθηκε ούτε στην Κίνα από το 1978 μέχρι σήμερα, δηλαδή στη μεγαλύτερη περίοδο μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης που σημειώθηκε ποτέ σε οποιαδήποτε χώρα στην ιστορία.

Αντί να εστιάζουν στην εκτόξευση της ρωσικής οικονομίας στην ανώτατη βαθμίδα των παγκόσμιων πρωταθλητών, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής στη Ρωσία θα ήταν καλό να ρωτήσουν τι θα ήταν καλό να πράξουν για να προλάβουν τη συρρίκνωση της συμβολής της ρωσικής οικονομίας στη συνολική παγκόσμια παραγωγή, μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του αμερικανικού Γραφείου Απογραφής, μεταξύ του 2005 και 2025, το μερίδιο της Ρωσίας σε πληθυσμό εργασιακής ηλικίας, εν σχέσει προς τον παγκόσμιο πληθυσμό, αναμένεται να μειωθεί από το 2,4% στο 1,6%. Μια τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται ότι η μακροπρόθεσμη βελτίωση της εργασιακής παραγωγικότητας στη Ρωσία θα πρέπει να είναι αυξημένη κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες ετησίως σε σχέση με όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτά τα προσδοκώμενα επιτεύγματα δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ρωσία στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, χωρίς να αναφερθούμε στις δυσοίωνες πιέσεις που ασκεί ο γηράσκων πληθυσμός. Εάν οι προαναφερθέντες στόχοι δεν επιτευχθούν, μέσα στα επόμενα χρόνια πρόκειται να μειωθεί το μερίδιο της Ρωσίας στην παγκόσμια οικονομική παραγωγή, καθώς και η παγκόσμια οικονομική επιρροή της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ρωσία θα γίνει φτωχότερη, αλλά σε ένα κόσμο που προοδευτικά θα γίνεται πλουσιότερος, υγιέστερος και καλύτερα εκπαιδευμένος, οι περιορισμοί της Ρωσίας λόγω των αδυναμιών στους ανθρώπινους πόρους, θα σημάνουν μείωση του μεριδίου της χώρας στη μελλοντική παγκόσμια οικονομική πίτα.

Η δημογραφική κρίση στη Ρωσία θα έχει επίσης επιπτώσεις στην αμυντική ικανότητα της χώρας και, κατ’ επέκταση, στη διεθνή ασφάλεια. Το 2007, ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας Σεργκέι Στεπάσιν προειδοποίησε ότι «η μείωση στο μέγεθος και στην πυκνότητα του πληθυσμού ... θα δημιουργήσει κίνδυνο εξασθένισης της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής επιρροής της Ρωσίας στον κόσμο». Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι η δημογραφική κρίση στη Ρωσία θέτει πολύ σκληρούς περιορισμούς στις αμυντικές δυνατότητες της χώρας, ειδικά σε όρους στρατιωτικού ανθρώπινου δυναμικού. Η διατήρηση της ισχύουσας αριθμητικής δύναμης ανδρών (του ενός και πλέον εκατομμυρίου στρατιωτών, στους οποίους κυρίως περιλαμβάνονται κληρωτοί υπόχρεοι σε ετήσια θητεία) δεν θα είναι εφικτή στα αμέσως επόμενα χρόνια. Παρά τα υπάρχοντα σχέδια για μετασχηματισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στη βάση της αμιγώς εθελοντικής στρατιωτικής υπηρεσίας, ο ρωσικός στρατός εξακολουθεί να είναι επανδρωμένος κυρίως από 18χρονους. Το 1990, γεννήθηκαν στη Ρωσία λίγο περισσότερα από ένα εκατομμύριο αγόρια. Μέχρι το 1999, εντούτοις, ο αριθμός αυτός μειώθηκε κατά 39%, στις 626.000 γεννήσεις. Μιλώντας κατά προσέγγιση, θα λέγαμε ότι αυτό σημαίνει πως η δεξαμενή των μελλοντικών νεοσυλλέκτων αναμένεται να στραγγίξει κατά τα δύο πέμπτα μεταξύ του 2008 και του 2017. Εάν η Μόσχα θέλει να αποτρέψει αυτήν τη δραματική κάμψη στο στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό της, έχει δύο μόνον επιλογές: να στρατεύσει λιγότερους ειδικευμένους κληρωτούς ή να επεκτείνει τη διάρκεια της υποχρεωτικής θητείας στράτευσης πέρα από τους δώδεκα μήνες. Η πρώτη επιλογή είναι κακή, λόγω της ανάγκης κάθε σύγχρονου στρατού για υγιείς και μορφωμένους στρατιώτες, ενώ η δεύτερη επιλογή είναι πολιτικά αδύνατη εξαιτίας της τεράστιας αντιδημοτικότητας της υποχρεωτικής στράτευσης και των πενιχρών μισθών που καταβάλλονται στους Ρώσους στρατιώτες.

Ο σύντομος πόλεμος που διεξήγαγε η Ρωσία με τη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008 θεωρήθηκε από πολλούς, μεταξύ των οποίων και από ορισμένους κύκλους στο Κρεμλίνο, ως ένδειξη ότι η Ρωσία ανακάμπτει και πάλι στρατιωτικά, ύστερα από μια δεκαετία μετα-σοβιετικής εξασθένισης. Όμως, η στρατιωτική σύγκρουση με τη Γεωργία, έναν μικροσκοπικό γείτονα με μόλις 20.000 στρατό, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δοκιμή στρατιωτικών ικανοτήτων μιας μεγάλης δύναμης και ακόμη λιγότερο ως πρόκριμμα μιας Ρωσίας διεθνούς εμβέλειας. Εκτός από το ζήτημα του στρατιωτικού ανθρώπινου δυναμικού, η σημερινή αμυντική προοπτική της Ρωσίας υπονομεύεται από την κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα στους τομείς της ανώτερης και της τεχνικής εκπαίδευσης. Η ίδια φτωχή απόδοση στον τομέα της παραγωγής γνώσης, που αντικατοπτρίζεται στον αριθμό των διεθνών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Ρωσίας, μπορεί επίσης να εντοπιστεί στις προσπάθειες που γίνονται για την έρευνα και την ανάπτυξη του αμυντικού τομέα. Οι ρωσικές βιομηχανίες εξοπλιστικών συστημάτων δεν είναι καινοτόμοι της γνώσης. Αντιθέτως, ο αμυντικός τομέας μοιάζει σε γενικές γραμμές να κινείται έξω από την πνευματική παρακαταθήκη της σοβιετικής εποχής. Σε αντίθεση με το Πεκίνο, το οποίο έχει δεσμευθεί να πραγματοποιήσει εκσυγχρονισμό του στρατού μέσα στις επόμενες δεκαετίες, η Μόσχα στην ουσία προετοιμάζεται να παρουσιαστεί στους πολέμους αυτού του αιώνα με τεχνολογία του περασμένου. Πράγματι, όπως παρατήρησαν το 2009 οι αναλυτές επί ρωσικών θεμάτων Anders Aslund και Andrew Kuchins, παράλληλα με τη βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Κίνας, το Πεκίνο «μείωσε τις εισαγωγές ρωσικής στρατιωτικής τεχνολογίας αλλά και αύξησε τις εξαγωγές δικής του τεχνολογίας σε παραδοσιακούς πελάτες της Ρωσίας, όπως η Αγκόλα, η Αιθιοπία και η Συρία». Ο φθίνων συμβατικός ρωσικός στρατός τείνει να γίνει το πολωνικό ιππικό των επερχομένων γενεών.

Σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης υπό τους Πούτιν και Μεντβέντεφ, οι πιθανοί κίνδυνοι για την ασφάλεια της Ρωσίας από την εξελισσόμενη δημογραφική κρίση, απασχόλησαν πολύ σοβαρά τους ηγέτες της χώρας. Στην πρώτη του Ομιλία για την Κατάσταση του Έθνους τον Ιούλιο του 2000, ο Πούτιν διακήρυξε ότι «χρόνο με τον χρόνο, εμείς, οι πολίτες της Ρωσίας, γινόμαστε ολοένα και λιγότεροι... Αντιμετωπίζουμε την απειλή να γίνουμε ένα έθνος γερόντων». Στην αντίστοιχη ομιλία του 2006, χαρακτήρισε το δημογραφικό ως «το οξύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας». Στη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας του Μεντβέντεφ, τον Μάιο του 2009, η δημογραφική κατάσταση της χώρας αναφέρθηκε ως μία από τις «νέες προκλήσεις για την ασφάλεια», που η Ρωσία πρέπει να αντιμετωπίσει μέσα στα χρόνια που έρχονται. Με άλλα λόγια, οι πιθανές συνέπειες από τις πληθυσμιακές τάσεις στη Ρωσία δεν αποτελούν προβληματισμό μόνο για το Κρεμλίνο, ούτε μάλιστα αποτελούν αποκλειστικά εσωτερικό ζήτημα. Πώς, όμως, οι ευρισκόμενοι προ αδιεξόδου και αντιδημοκρατικοί ηγέτες της Ρωσίας θα τα καταφέρουν με τις δημογραφικές πιέσεις και τις δυσμενείς για τους ανθρώπινους πόρους τάσεις, που υπονομεύουν τους στόχους τους; Για τη διεθνή κοινότητα, αυτή ενδέχεται να είναι η μόνη ανησυχητική πλευρά της δημογραφικής κρίσης στη Ρωσία της ειρηνικής εποχής : είναι πιθανόν ότι η δημογραφική μείωση της Ρωσίας θα οδηγήσει τη Μόσχα στο να γίνει πιο απρόβλεπτος, ίσως και απειλητικός παράγοντας στη διεθνή σκηνή.

Πιο άμεσα και πιο εντυπωσιακά, η μείωση αυτή μπορεί να ωθήσει τους στρατιωτικούς ηγέτες της Ρωσίας, που έχουν επίγνωση της ανεπάρκειας σε ανθρώπινο δυναμικό και προηγμένη τεχνολογία, να κατεβάσουν τα όρια που αποτελούν κριτήριο για τη χρησιμοποίηση πυρηνικών όπλων σε στιγμές κρίσης. Πράγματι, ένα περίγραμμα τέτοιων σκέψεων δόθηκε για πρώτη φορά το 2000 μέσα από την Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας του Πούτιν και επαναβεβαιώθηκε το 2009 με την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Μενβέντεφ. Η επίσημη ρωσική αντίληψη είναι ότι τα πυρηνικά όπλα είναι το μεγάλο ατού της Ρωσίας : όσο περισσότερο απειλούν το διεθνές περιβάλλον, τόσο προθυμότερα η Μόσχα θα καταφύγει σε πυρηνική διπλωματία.

Επί του παρόντος, το Κρεμλίνο προφανώς πιστεύει ακόμη πως τα φιλόδοξα μακροπρόθεσμα κοινωνικο-οικονομικά σχέδιά του όχι μόνο θα θεραπεύσουν τις δημογραφικές πληγές της χώρας, αλλά και θα προωθήσουν τη Ρωσία στις επίλεκτες τάξεις των οικονομικών υπερδυνάμεων του κόσμου. Αν, όμως, όπως είναι και το πιθανότερο, συνεχιστούν και μέσα στις ερχόμενες δεκαετίες η δημογραφική μείωση και η σχετική οικονομική κάμψη της Ρωσίας, οι ηγέτες της Μόσχας δεν θα είναι ικανοί να συντηρήσουν αυτήν την αυταπάτη.

Πράγματι, από τη στιγμή που το Κρεμλίνο έρθει εν τέλει αντιμέτωπο με το πραγματικό εύρος της αποτρόπαιης δημογραφικής πραγματικότητας της χώρας, οι πολιτικοί αρχηγοί της Ρωσίας μπορούν κάλλιστα να γίνουν πιο δραστήριοι, ευφάνταστοι και τολμηροί στη διεθνή τοποθέτησή τους. Και κατά τις διεργασίες, η Μόσχα μπορεί να γίνει πιο επιρρεπής σε λάθη, ερχόμενη σε συνάφεια με συμμάχους και αντιπάλους. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία περιτριγυρίζεται από χώρες, όπως για παράδειγμα, το Αφγανιστάν, το Ιράν, η βόρεια Κορέα, το Πακιστάν και οι δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, στις οποίες η σταθερότητα, η αμοιβαία αναγνώριση και ο σεβασμός νόμων και θεσμών, μόνο δεδομένα δεν μπορούν να θεωρηθούν. Εάν η περιφέρεια της Ρωσίας γίνει πιο ασταθής και απειλητική, ενώ ταυτοχρόνως οι Ρώσοι ηγέτες συνειδητοποιήσουν ότι η ισχύς τους φθίνει, η συμπεριφορά του Κρεμλίνου μπορεί να γίνει πιο ανασφαλής και άρα πιο επικίνδυνη.

Η μνημειακών διαστάσεων κρίση στη Ρωσία, δημογραφική και ανθρωπίνων πόρων, δεν μπορεί να θεραπευθεί χωρίς μία αναλόγων διαστάσεων πανεθνική προσπάθεια από τους ίδιους τους Ρώσους. Μια τέτοια προσπάθεια θα απαιτήσει μια ιστορική αλλαγή στη ρωσική ιδιοσυγκρασία, τόσο στους θαλάμους της εξουσίας όσο και στις τάξεις του ευρύτερου πληθυσμού. Για να δούμε και την αισιόδοξη πλευρά, τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ξένου συναλλάγματος στα θησαυροφυλάκια της χώρας, εγγυώνται -πιθανώς- ότι η χώρα έχει τα μέσα να χρηματοδοτήσει τις απαραίτητες για έναν τέτοιο μετασχηματισμό εκστρατείες στους τομείς της εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας.

Οι ξένες κυβερνήσεις και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες μπορούν, επίσης, να παίξουν έναν ρόλο. Σαν ξεκίνημα, η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να προωθήσει τεχνικές ανταλλαγές και εκπαιδευτικά προγράμματα, κοινές δράσεις στην ανάπτυξη καλύτερων πρακτικών στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, και διάλογο της πολιτικής κοινωνίας για την οικοδόμηση ενός πλέγματος εγχώριας στήριξης, για να σταματήσει η συνεχιζόμενη αιμορραγία της ρωσικής ζωής και του ρωσικού ταλέντου. Και όταν αυτό είναι απαραίτητο, οι ξένες πολιτικές δυνάμεις, οι άνθρωποι των επιχειρήσεων και αξιωματούχοι από μη κυβερνητικές οργανώσεις, θα είναι έτοιμοι να καταγγείλουν δημόσια τη ρωσική κυβέρνηση για τη μοναδική αμέλειά της όσον αφορά την ευημερία του λαού της. Στο κάτω-κάτω, μια υγιής, εύρωστη Ρωσία δεν είναι μόνο προς το συμφέρον του ρωσικού λαού. Είναι, επίσης, προς το συμφέρον και του υπόλοιπου κόσμου.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136511/nicholas-eberstadt/the-dyi...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.