Οι εμμονές των Παλαιστινίων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι εμμονές των Παλαιστινίων

Γιατί η Παλαιστινιακή Αρχή θα πρέπει να αναγνωρίσει το εβραϊκό κράτος

Σχεδόν δύο δεκαετίες ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων απέτυχαν οικτρά. Ο βασικός λόγος αυτής της αποτυχίας βρίσκεται στην άρνηση των Παλαιστινίων να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος.

Ο σκελετός των συμφωνιών του Όσλο, που υπογράφηκαν το 1993, προϋπέθετε ότι τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι ήταν, επιτέλους, έτοιμοι να αναγνωρίσουν αμοιβαία τα εθνικά δίκαια και προσδοκίες. Ύστερα από αυτό το θεμελιώδες βήμα, όλοι πίστεψαν ότι αυτό που απέμενε ήταν η επεξεργασία ενός συμβιβασμού πάνω στα ουσιαστικά ζητήματα, όπως η χάραξη των συνόρων, ο τρόπος μιας πιθανής διχοτόμησης της Ιερουσαλήμ, η διευθέτηση της παλαιστινιακής απαίτησης για επιστροφή στο Ισραήλ των προσφύγων από τον πόλεμο του 1948.

Αυτά, τουλάχιστον, ίσχυαν στη θεωρία. Εντούτοις, στην πορεία των τελευταίων 18 χρόνων και ενώ οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν πάνω σ’ αυτούς τους άξονες, η ρητορική και οι ενέργειες της παλαιστινιακής ηγεσίας απέδειξαν ότι το προαναφερθέν διάγραμμα δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα, οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν αναγνωρίσει τη νομιμότητα των εθνικών δικαίων του εβραϊκού λαού. Αναλογιστείτε, παραδείγματος χάριν, την άρνηση των Παλαιστινίων να διαπραγματευθούν με το Ισραήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς, ως αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται, της συνεχιζόμενης δημιουργίας εποικισμών στην Ιερουσαλήμ και πέρα από τα όρια του 1967. Πρόκειται για αμφισβητήσιμο ισχυρισμό, δεδομένου ότι ποτέ πριν οι Παλαιστίνιοι δεν είχαν θέσει ως προϋπόθεση τη διακοπή στη δημιουργία εποικισμών. Και όταν το Ισραήλ είχε παγώσει την κατασκευή εποικισμών για δέκα μήνες το 2009-10, οι Παλαιστίνιοι είχαν πάλι αρνηθεί να συζητήσουν, ενώ συμφώνησαν να το πράξουν μόλις την τελευταία στιγμή, κι αυτό για να αποτρέψουν μια κρίση στις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο πραγματικός λόγος για την αδιαλλαξία των Παλαιστινίων αξιωματούχων δεν έχει καμία σχέση με την κατασκευή εποικισμών. Αντιθέτως, πρόκειται για τη διαιωνιζόμενη εκ μέρους τους απόρριψης του εβραϊκού χαρακτήρα του ισραηλινού κράτους. Οι Παλαιστίνιοι έχουν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι από τη στιγμή που θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και από τη στιγμή που θα επιτευχθεί συμφωνία σε όλα τα άλλα σοβαρά ζητήματα, θα πρέπει να είναι σε θέση να απαντήσουν αν είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού. Και, όπως δήλωσε τον περασμένο Μάιο στο αμερικανικό Κογκρέσο ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, η σύγκρουση Ισραηλινών-Παλαιστινίων «δεν ήταν ποτέ γύρω από την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Πάντα περιστράφηκε γύρω από την ύπαρξη του εβραϊκού κράτους». Και συνέχισε : «Οι Παλαιστίνιοι ήταν απρόθυμοι να αποδεχθούν ένα παλαιστινιακό κράτος εάν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε δίπλα του να αποδεχθούν ένα εβραϊκό κράτος».

Το Ισραήλ διατήρησε την ανεξαρτησία και τον αυτοκαθορισμό του μέσα από την ικανότητά του να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όμως, η ικανότητα στο πεδίο της μάχης δεν είναι ισοδύναμη με την πραγματική σταθερότητα και την ειρήνη. Η άρνηση των Παλαιστινίων να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος βρίσκεται στη ρίζα της διαμάχης και πίσω από κάθε φερόμενο ως βασικό ζήτημα, από τον καθορισμό των συνόρων μέχρι την επίλυση του προσφυγικού. Συνεπώς, μια γνήσια συμφιλίωση μπορεί να επιτευχθεί, μόνο από τη στιγμή που οι Παλαιστίνιοι συμβιβαστούν με την ύπαρξη του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους.

ΕΙΝΑΙ ΤΟ 1947, ΟΧΙ ΤΟ 1967

Η υπόθεση ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν συγκατατεθεί να αποδεχθούν το Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος, βασίστηκε σε επιστολή που ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ είχε αποστείλει στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ραμπίν, λίγο πριν από την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο. Η επιστολή, στην οποία αναφέρεται ότι η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης «αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ σε καθεστώς ειρήνης και ασφάλειας», θεωρήθηκε ως σημαντική εξέλιξη, ως επιβεβαίωση ότι οι Παλαιστίνιοι ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τη βία και να ζήσουν ειρηνικά με το Ισραήλ. Στην επιστολή του Αραφάτ επιμελώς είχε αποφευχθεί η αναφορά σε αποδοχή του Ισραήλ ως έθνους-κράτους του εβραϊκού λαού, δίνοντας αφορμή για τη δημιουργία δύο αλληλοσυμπληρούμενων θεωρήσεων της παλαιστινιακής αναγνώρισης του εβραϊκού κράτους από την ΟΑΠ : η μία που απορρίπτει απερίφραστα το Ισραήλ και η άλλη που το αποδέχεται ως πολιτική οντότητα, αλλά εξακολουθεί να απορρίπτει την ιδιότητά του ως πατρίδας του εβραϊκού λαού.

Η πρώτη από τις στρατηγικές των Παλαιστινίων διακηρύσσει ότι το Ισραήλ δεν έχει καν δικαίωμα ύπαρξης, και όχι μόνο ως εβραϊκό κράτος. Σύμφωνα με αυτήν τη θέση, η οποία συντηρείται για εγχώρια κατανάλωση, όλα τα εδάφη από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ιορδάνη ποταμό ανήκουν στους Παλαιστινίους, και ως εκ τούτου εντός αυτής της περιοχής είναι απαράδεκτη η ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης πολιτικής οντότητας πλην του παλαιστινιακού κράτους. Μπορεί να υπάρχουν προσωρινές ή ακόμη και πιο μακροχρόνιες καταπαύσεις του πυρός με το Ισραήλ, αλλά κάποια στιγμή το σύνολο των εδαφών θα «επιστραφεί» στους Παλαιστινίους, είτε με πολιτικά μέσα είτε με τη δύναμη των όπλων. Οι πλέον κραυγαλέοι υπέρμαχοι αυτής της ωμής τοποθέτησης είναι οι ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Χαμάς, που τώρα ελέγχει τη λωρίδα της Γάζας, και άλλες συνεργαζόμενες ομάδες. Τον περασμένο Μάιο, ο Ισμαήλ Χανίγιε, ο πρωθυπουργός της Χαμάς στη Γάζα, τίμησε την επέτειο του πολέμου του 1948, κάνοντας λόγο για τη «μεγάλη ελπίδα να τερματιστεί το σιωνιστικό σχέδιο στην Παλαιστίνη». Παρομοίως, τον περασμένο Νοέμβριο ο συνεργάτης του στη Χαμάς, Μαχμούτ αλ-Ζαχάρ, δήλωσε σε ομιλία του στη λωρίδα της Γάζας ότι «η αποπομπή [των Εβραίων] θα γίνει ... από όλη την Παλαιστίνη. ...Θα τους διώξουμε».

Ωστόσο, αυτές οι ισλαμιστικές οργανώσεις δεν είναι οι μόνες που πιστεύουν ότι το Ισραήλ θα πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς. Πράγματι, μόλις το 2009, η Φατάχ, το θεωρούμενο ως μετριοπαθές κόμμα, που αποτελεί την ευρύτερη παράταξη μέσα στην ΟΑΠ, επαναβεβαίωσε τον επίσημο καταστατικό της χάρτη, ο οποίος εντέλλεται τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα μέχρις ότου οι Παλαιστίνιοι επιτύχουν την «πλήρη απελευθέρωση της Παλαιστίνης και την εξάλειψη της σιωνιστικής οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής και πολιτισμικής ύπαρξης». Ο αξιωματούχος της Φατάχ, Αμπντάλα Αμπού Σαμχαντάνα, επιβεβαίωσε αυτά τα αισθήματα τον Μάιο, όταν γιορτάζοντας τη συμφωνία συμφιλίωσης Φατάχ-Χαμάς, σημείωσε πως υπάρχει «πλήρης σύγκλιση» μεταξύ των πολιτικών προγραμμάτων των δύο κινημάτων.

Το δεύτερο αγκάθι, προορισμένο να γίνεται ευπρόσδεκτο σε ένα διεθνές ακροατήριο, αποδέχεται την ύπαρξη του Ισραήλ και μάλιστα αναγνωρίζει το δικαίωμά του να υπάρχει, αλλά μόνον ως κράτος χωρίς εθνοτική ή εθνική ταυτότητα. Σε αυτήν την τοποθέτηση υποβόσκει η πίστη ότι, στο τέλος, το Ισραήλ θα μεταπλαστεί σε παλαιστινιακό κράτος με αλλαγή των δημογραφικών δεδομένων, καθώς ο υψηλότερος ρυθμός γεννήσεων των Αράβων πολιτών του Ισραήλ και η εισροή των Παλαιστινίων προσφύγων που θα εκπληρώσουν το «δικαίωμα της επιστροφής», θα δημιουργήσουν μια αραβική πλειοψηφία. Ο Αραφάτ ήταν εκείνος που συνέλαβε καλύτερα τη λογική αυτής της επιχειρηματολογίας, όταν μίλησε για την «παλαιστινιακή μήτρα» με την έννοια του αποτελεσματικότερου όπλου του κατά του Ισραήλ. Αυτή η δεύτερη στρατηγική φαίνεται πιο πραγματιστική, αλλά βρίσκεται σε συμφωνία με την πρώτη, ως προς τους τελικούς στόχους τους. Κάνει λόγο για λύση δύο κρατών, αλλά όχι για τη λύση «δύο κράτη για δύο λαούς».

Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι δύο συνυπάρχουσες προσεγγίσεις συμφωνούν στο ότι δεν πρέπει να αναγνωριστεί ο εβραϊκός χαρακτήρας του Ισραήλ. Για να αποφύγει να το πράξει, μάλιστα, η παλαιστινιακή ηγεσία κάνει διάκριση ανάμεσα στις οργανώσεις, όπως είναι η Φατάχ και η Χαμάς, και θεσμούς, όπως η ΟΑΠ και η Παλαιστινιακή Αρχή. Οι πρώτες συνεχίζουν να απορρίπτουν εντελώς την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ, ενώ οι δεύτερες τυπικά αναγνωρίζουν το Ισραήλ, με το οποίο πρέπει να συνεργαστούν για να λειτουργήσουν, αλλά συνεχίζουν να διδάσκουν στον παλαιστινιακό λαό την εναντίωση σε οποιασδήποτε έννοια αποδοχής του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Ο παραπάνω διαχωρισμός εκφράστηκε καλύτερα το 2006 από τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούτ Αμπάς, ο οποίος δήλωσε στην παλαιστινιακή τηλεόραση ότι «δεν έχει ζητηθεί από τη Χαμάς, τη Φατάχ και το Λαϊκό Μέτωπο [για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης] να αναγνωρίσουν το Ισραήλ... Αποτελεί δικαίωμα της κάθε οργάνωσης [να αρνηθεί την ύπαρξη του Ισραήλ]. Αλλά η κυβέρνηση... θα πρέπει να δουλεύει καθημερινώς με τους Ισραηλινούς... για να λύνει τα προβλήματα του κόσμου». Αυτός ο προσεκτικός διαχωρισμός επιτρέπει στα παλαιστινιακά θεσμικά όργανα να δείχνουν λογικά, να αποσπούν την εύνοια και να δέχονται ενίσχυση από τη διεθνή κοινότητα, ενώ συνεχίζουν να παρακάμπτουν την αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Και μάλιστα, επιτρέπει στα ίδια τα παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα να αποφεύγουν εντελώς την αναγνώριση του Ισραήλ ως κράτους.

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ

Τον περασμένο Νοέμβριο, σε άρθρο του στην ισραηλινή εφημερίδα Yediot Ahronot, ο Σαΐμπ Ερεκάτ, ο ειδικός διαπραγματευτής των Παλαιστινίων, συνόψισε τις τρεις θεμελιώδεις αιτίες για τις οποίες οι Παλαιστίνιοι εξακολουθούν να αποκρούουν την ιδέα του εβραϊκού Ισραήλ. Καταρχάς, σημείωνε, η αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους θα έκανε «κενές περιεχομένου τις διαπραγματεύσεις για το ζήτημα των προσφύγων» και θα σήμαινε την αυτονόητη εγκατάλειψη κάθε ελπίδας των Παλαιστινίων προσφύγων από τον πόλεμο του 1948 και των απογόνων τους, να επιστρέψουν στις κοιτίδες τους, που τώρα βρίσκονται στην ισραηλινή επικράτεια. Παρά το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι στο παρελθόν έδειξαν διάθεση συμβιβασμού πάνω σε αυτό το ζήτημα, δημοσίως παραμένουν απρόθυμοι να παραιτηθούν του δικαιώματος επιστροφής, το οποίο, σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί, θα έθετε σε κίνδυνο ή και θα ακύρωνε εντέλει την εβραϊκή πλειοψηφία στο Ισραήλ.

Ο Ερεκάτ είπε επίσης ότι η αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους «θα επιδράσει δυσμενώς ως προς τα δικαιώματα των Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ». Πρόκειται για ένα αβάσιμο επιχείρημα, δεδομένου ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει να εγγυάται πλήρη και ισότιμα πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους πολίτες του. Το ίδιο επιχείρημα , όμως, αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίον οι Παλαιστίνιοι ηγέτες βλέπουν τους Άραβες πολίτες του Ισραήλ, ως συμμάχους στον αγώνα τους. Για παράδειγμα, πέρυσι σε μια συγκέντρωση της ΟΑΠ, ένας Άραβας μέλος της ισραηλινής Κνέσετ προσφωνήθηκε ως «ο εκπρόσωπός μας από τα εδάφη του 1948».

Τελικά, ο Ερεκάτ τόνισε ότι η αναγνώριση του εβραϊκού χαρακτήρα του Ισραήλ θα απαιτούσε από τους Παλαιστινίους να μεταβάλουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση, μέχρι σημείου «πλήρους καταργήσεως». Σύμφωνα με τη δική του αντίληψη, η αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους θα σήμαινε «υιοθέτηση της σιωνιστικής ιδεολογίας», μια θέση την οποία ποτέ δεν θα προσυπέγραφε το εθνικό κίνημα των Παλαιστινίων.

Για τους παραπάνω λόγους, οι λεγόμενοι μετριοπαθείς Παλαιστίνιοι, τους οποίους ο Ερεκάτ εκπροσωπεί, θα συμφωνήσουν μόνο με ένα Ισραήλ χωρίς επίσημη εθνοτική ταυτότητα και, ως εκ τούτου, αυτό δυνητικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα κράτος με αραβική πλειοψηφία. Αυτοί οι ηγέτες εξαίρουν τη λύση της δημιουργίας δύο κρατών, αλλά σκοπίμως απορρίπτουν την ιδέα των δύο κρατών για δύο λαούς ή των δύο κρατών-εθνών. Επί παραδείγματι, το 2007 ο Αμπάς δήλωσε ότι «στο Ισραήλ υπάρχουν Εβραίοι και άλλοι άνθρωποι και αυτό είμαστε πρόθυμοι να το αναγνωρίσουμε, αλλά αυτό και τίποτα άλλο». Πιο πρόσφατα, ο συνεργάτης του Αμπάς, Ναμπίλ Σαάθ, δήλωσε σε έναν λιβανέζικο τηλεοπτικό σταθμό ότι η φόρμουλα «δύο κράτη για δύο λαούς» είναι «απαράδεκτη για εμάς... Μπορούν να περιγράφουν το ίδιο το Ισραήλ ως ένα κράτος για δύο λαούς, αλλά εμείς θα είμαστε ένα κράτος για έναν λαό».

Πράγματι, οσάκις αμφισβητήθηκε, η σημερινή παλαιστινιακή ηγεσία επέμεινε αταλάντευτα στην αντίθεσή της όσον αφορά την αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Μιλώντας τον περασμένο Αύγουστο στη Ραμάλα, ο Αμπάς είπε : «Μην απαιτείτε από εμάς να αναγνωρίσουμε ένα εβραϊκό κράτος. Δεν το αποδεχόμαστε». Τόσο ο ίδιος όσο και η ομάδα των συνεργατών του προωθούν και ενισχύουν αυτήν την ιδέα σε όλη την παλαιστινιακή κοινωνία. Στα παλαιστινιακά σχολικά εγχειρίδια δημοσιεύονται χάρτες που εξαιρούν το Ισραήλ και η παλαιστινιακή κρατική τηλεόραση προβάλλει μαρτυρίες όπως η ακόλουθη, από τον Μάιο του 2010 : «Είμαι από τη Γιάφα, είμαι από τη Χάιφα, είμαι από την Άκρα, είμαι από τη Ναζαρέτ... Εσείς [Εβραίοι], από πού είστε; Γιατί κλέψατε την πατρίδα μου και πήρατε τον τόπο μου; Αυτή είναι η πατρίδα μου. Να πάτε πίσω στην δική σας».

Τέτοιες τοποθετήσεις θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Δεν είναι απλώς και μόνο ρητορικές, με σκοπό να κερδίσουν λαϊκή στήριξη ή για να χρησιμοποιηθούν σαν ατού στο παζάρι των διαπραγματεύσεων. Αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο, οι Παλαιστίνιοι θα τις είχαν από καιρό χρησιμοποιήσει σαν όπλο για να κερδίσουν έναν ευνοϊκό συμβιβασμό και το κράτος που ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν. Αντιθέτως, απέτυχαν να καταδείξουν οποιαδήποτε επιθυμία να εγκαταλείψουν τέτοιου είδους θέσεις προς χάριν της ειρήνης και προσπάθησαν, με μια σειρά από παραπειστικά μέσα, να βγάλουν από την ατζέντα το ζήτημα της αναγνώρισης.

Ισχυρίζονται, καταρχάς, ότι το σημερινό αίτημα της ισραηλινής κυβέρνησης για αναγνώριση -από μέρους των Παλαιστινίων- του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους, είναι μια καινούργια προϋπόθεση που έθεσε ο Νετανιάχου, απλώς και μόνο για να κωλυσιεργήσει την ειρηνευτική διαδικασία. Ωστόσο, αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, η επίλυση του οποίου δεν τίθεται από το Ισραήλ ως προαπαιτούμενο για τις συνομιλίες, βγαίνει στην επιφάνεια σε κάθε γύρο διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, είτε αυτοτελώς είτε σχετιζόμενο με άλλα ζητήματα, όπως το προσφυγικό. Πράγματι, οι επίσημες επιφυλάξεις της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν απέναντι στο ειρηνευτικό σχέδιο του «οδικού χάρτη», που προτάθηκε το 2002, υπογράμμισαν την απουσία αναγνώρισης -από πλευράς των Παλαιστινίων- του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους και τόνισαν ότι «πρέπει να γίνουν σαφείς αναφορές στο δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει ως εβραϊκό κράτος και στην αποποίηση κάθε δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων στο κράτος του Ισραήλ». Σύμφωνα με τα έγγραφα των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν το 2008 μεταξύ της Ισραηλινής υπουργού Εξωτερικών, Τζίπι Λίβνι, και του Παλαιστινίου διαπραγματευτή Αχμέτ Κορέι, τα οποία διέρρευσαν από το Αl- Jazeera και τον Guardian τον περασμένο Ιανουάριο, η Λίβνι τόνισε με έμφαση ότι «το Ισραήλ είναι εβραϊκό κράτος» και το έθνος του είναι «το εβραϊκό έθνος».

Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες εκμεταλλεύονται, επίσης, το αίτημα του Ισραήλ να αναγνωριστεί ως εβραϊκό κράτος, χρησιμοποιώντας το ως μέσον για να διογκώσουν τη θρησκευτική διάσταση της σύγκρουσης. Σύμφωνα με τη βασική παλαιστινιακή θέση, ο ιουδαϊσμός είναι απλώς και μόνο μια θρησκεία, όχι ένα έθνος, και ως αποτέλεσμα, οι Εβραίοι δεν δικαιούνται ανεξάρτητο κράτος. Η Παλαιστινιακή Εθνική Χάρτα, για παράδειγμα, ανέφερε στην αρχή ότι «ο ιουδαϊσμός, όντας θρησκεία, δεν αποτελεί ανεξάρτητη εθνικότητα. Ούτε οι Εβραίοι απαρτίζουν ένα ξεχωριστό έθνος με δική του ταυτότητα. Είναι πολίτες των κρατών στα οποία ανήκουν». Αυτή η θέση αγνοεί το γεγονός ότι το Ισραήλ ζητά αποδοχή όχι της θρησκευτικής του ταυτότητας αλλά του εθνοτικού και εθνικού χαρακτήρα του ως κράτους-έθνους του εβραϊκού λαού. Μολαταύτα, το Ισραήλ διατηρεί έναν λογικό διαχωρισμό ανάμεσα στη θρησκεία και στο κράτος, και δεν έχει καμία επιθυμία να εξελιχθεί σε θεοκρατία.

Μέχρι τώρα, η διεθνής κοινότητα έχει φανεί απρόθυμη να ασκήσει πιέσεις στους Παλαιστινίους πάνω σ’ αυτό το θέμα. Πρόσφατα, Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ορισμένοι από τους Ευρωπαίους εταίρους τους, άρχισαν να τονίζουν τη δέσμευσή τους σε ένα Ισραήλ που είναι κράτος εβραϊκό ή πατρίδα του εβραϊκού λαού, και να αναφέρονται στην ανάγκη να επιτευχθεί μια διευθέτηση στη βάση των «δύο κρατών για δύο λαούς» (και όχι απλώς «δύο κρατών»). Για παράδειγμα, εφόσον ο οδικός χάρτης δεν έκανε μνεία στο Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα απηύθυνε τον περασμένο Μάιο έκκληση για αμοιβαία αναγνώριση επί τη βάσει των «δύο κρατών για δύο λαούς» και για αποδοχή του Ισραήλ ως «εβραϊκού κράτους και πατρίδας του εβραϊκού λαού». Η γαλλική πρωτοβουλία, στη συνέχεια, αναφερόταν σε «δύο κράτη για δύο λαούς» (αν και χωρίς να κάνει κατηγορηματικά λόγο για εβραϊκό λαό) και τον Ιούλιο ακολούθησε η έκκληση του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών, Αλέν Ζιπέ, να αναγνωριστεί το Ισραήλ ως το «έθνος-κράτος του Ισραήλ για τον εβραϊκό λαό».

Όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά κύριο λόγο προτίμησαν να εστιάσουν σε άλλα κομβικά ζητήματα, παρά να ασκήσουν πίεση στους Παλαιστινίους για αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Ως αποτέλεσμα, οι Παλαιστίνιοι μπορούν να ισχυριστούν, με κάποιο βαθμό αλήθειας, ότι ποτέ δεν υπήρξε παγκόσμια προσδοκία να γίνει από αυτούς αποδεκτό το Ισραήλ ως εθνικό κράτος του εβραϊκού λαού.

ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Οι Παλαιστίνιοι λένε συχνά ότι δεν είναι δική τους δουλειά να καθορίσουν την ταυτότητα του Ισραήλ. Τον Απρίλιο, για παράδειγμα, ο Αμπάς δήλωσε πως το Ισραήλ θα μπορούσε, αν ήθελε, να ονομαστεί «Εβραϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία», αλλά ότι αυτό «δεν ήταν δική του δουλειά». Όμως, η αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους είναι και δικαιολογημένη και ζωτικής σημασίας. Καταρχάς, η παλαιστινιακή αποδοχή θα καθησύχαζε τις ανησυχίες του Ισραήλ σχετικά με τα πραγματικά κίνητρα των Παλαιστινίων. Η βίαιη εξέγερση των Παλαιστινίων, που ξέσπασε ύστερα από την αποτυχία των διαδικασιών του Όσλο το 2000, ήταν τουλάχιστον εν μέρει χρηματοδοτούμενη και ενορχηστρωμένη από την ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής, γεγονός που προκάλεσε τον σαρκασμό των Ισραηλινών ως προς τις προθέσεις της Παλαιστινιακής Αρχής. Αν και ο Αμπάς εξεδήλωσε την προσωπική αντίθεσή του προς την ένοπλη αντίσταση, την οποία θεωρεί ως αντιπαραγωγική όσον αφορά την παλαιστινιακή υπόθεση, οι Ισραηλινοί εξακολουθούν να είναι πολύ προσεκτικοί στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας που εκπορεύεται από τα ελεγχόμενα από την Παλαιστινιακή Αρχή εδάφη.

Μια ειρήνη που θα βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση, μια αδιάσειστη ειρήνη, αποτελεί το μόνο μακράς διαρκείας αντίδοτο στη βαθιά εδραιωμένη πολιτισμική εχθρότητα μεταξύ των δύο πλευρών. Οποιαδήποτε συμφωνία που δεν θα απηχεί στα υφέρποντα ιδεολογικά κίνητρα της σύγκρουσης, θα αφήσει χώρο για το ξέσπασμα εχθροπραξιών με το πρώτο δείγμα αναταραχής. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που προωθούν τη βία μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με την ανάπτυξη μιας κουλτούρας της ειρήνης και έναν μετασχηματισμό του λαϊκού αισθήματος. Οι Παλαιστίνιοι δεν είναι οι μόνοι που έχουν ανάγκη να καταπολεμήσουν τις ριζοσπαστικές ιδεολογίες μέσα στους κόλπους τους. Το Ισραήλ πρέπει, επίσης, να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για να ξεριζώσει τους θύλακες της ξενοφοβίας μέσα από τον λαό του.

Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες συχνά διαμαρτύρονται επειδή το Ισραήλ δεν επιδιώκει αυτού του είδους την αμοιβαία αναγνώριση στις ειρηνευτικές του συμφωνίες με την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Αυτό είναι ακριβές και είναι πράγματι λυπηρό το γεγονός ότι αυτές οι χώρες δεν αναγνωρίζουν το Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος. Αυτή η έλλειψη αποδοχής είναι ασφαλώς ένας από τους λόγους για τους οποίους οι λαοί αυτών των χωρών δεν έχουν ενστερνιστεί την ειρήνευσή τους με το Ισραήλ. Εντούτοις, η σχέση του Ισραήλ με τους Παλαιστινίους είναι ουσιαστικά διαφορετική από ό,τι η σχέση του Ισραήλ με την Αίγυπτο ή την Ιορδανία.

Πρώτα-πρώτα, στις διαπραγματεύσεις τους με το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ιορδανία ποτέ δεν έθεσαν εδαφικές διεκδικήσεις κατά της επικράτειας του κυρίαρχου Ισραήλ. Σε αντίθεση με πολλούς Παλαιστινίους σήμερα, οι Αιγύπτιοι και οι Ιορδανοί δεν τρέφουν βλέψεις να κάνουν δικές τους ισραηλινές πόλεις, όπως τη Χάιφα ή τη Γιάφα. Και καθώς δεν υπάρχουν αιγυπτιακές ή ιορδανικές εθνικές μειονότητες που να ζουν μέσα στο Ισραήλ, πολλοί Άραβες πολίτες του Ισραήλ αυτοκαθορίζονται ως παλαιστινιακής εθνικότητας. Μέσα στους κόλπους τους λειτουργούν πολιτικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές δυνάμεις αφοσιωμένες στην υπονόμευση της ύπαρξης του Ισραήλ ως έθνους-κράτους του εβραϊκού λαού. Το 2006, για παράδειγμα, αντιπρόσωποι του National Committee for the Heads of the Arab Local Authorities, δημοσίευσαν ένα κείμενο με τίτλο Το μελλοντικό όραμα των Παλαιστινίων Αράβων στο Ισραήλ, μέσω του οποίου απηύθυναν έκκληση για «συναινετική δημοκρατία» στο Ισραήλ, στο πλαίσιο της οποίας τόσο το παλαιστινιακό όσο και το εβραϊκό έθνος θα συνεργάζονται για την από κοινού διακυβέρνηση του Ισραήλ, δηλαδή ένα ισοδύναμο του κράτους των δύο εθνών. Και οι ηγέτες του Ισλαμικού Κινήματος στο Ισραήλ, μιας ομάδας που προασπίζεται το Ισλάμ στους κόλπους των Αράβων πολιτών του Ισραήλ, έχουν καταδικαστεί για τη διοχέτευση εκατομμυρίων δολαρίων στη Χαμάς. Αν το Ισραήλ υποχωρούσε στο αίτημά του για αναγνώριση του εβραϊκού του χαρακτήρα, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις συνεργασίας μεταξύ των ηγετών ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους και των συμπαθούντων Αράβων πολιτών του Ισραήλ για τη φαλκίδευση της νομιμότητας του Ισραήλ ως εβραϊκού έθνους-κράτους.

Υπάρχουν, επίσης, βασικές στρατηγικές διαφορές ανάμεσα στις συμφωνίες του Ισραήλ με την Αίγυπτο και την Ιορδανία και στη σχέση του με τους Παλαιστινίους. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία είναι οργανωμένοι, κυρίαρχοι παράγοντες της διεθνούς σκηνής, με ένα μονοπώλιο στη χρήση της βίας εντός των συνόρων τους, και επίσης σύμμαχοι των ΗΠΑ. Οι συνθήκες αυτές επέτρεψαν τη σύναψη δίκαιων συμφωνιών για την ασφάλεια και συμφώνων ουδετερότητας με το Ισραήλ. Εντούτοις, μέσα στο παλαιστινιακό περιβάλλον δεν επικρατούν τα ίδια δεδομένα. Η Παλαιστινιακή Αρχή δεν είναι παρά ένα επίδοξο κράτος χωρίς καμία νομιμοποίηση διακυβέρνησης ή εμπειρία στην άσκηση μονοπωλίου της βίας. Ακόμη και αν κατορθώσει ν’ αποκτήσει κυριαρχία, δεν αναμένεται να μπορεί να σταθεί στα πόδια του χωρίς την υποστήριξη που δέχεται από το Ισραήλ για την ασφάλειά του, όπως απέδειξε η απώλεια της Γάζας το 2007 υπέρ της Χαμάς. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Αίγυπτος και η Ιορδανία αντιλαμβάνονται τις απόπειρες των τρομοκρατικών οργανώσεων που επιχειρούν από τα δικά τους εδάφη κατά του Ισραήλ, ως απειλή κατά των οικείων συμφερόντων, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ένα παλαιστινιακό κράτος θα διαμόρφωνε μια παρόμοια θέση. Πράγματι, αν ένα νεότευκτο παλαιστινιακό κράτος δεν έκανε αποδεκτό το Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος, είναι πιθανόν ότι στο τέλος θα χρησίμευε σαν φωλιά τρομοκρατικών επιθέσεων κατά της ζωτικής ενδοχώρας του Ισραήλ.

Οι προαναφερθείσες διαφορές είναι που ξεχωρίζουν την ειρήνη με τους Παλαιστινίους από εκείνη με τους Αιγυπτίους και τους Ιορδανούς και ερμηνεύουν την επιμονή του Ισραήλ στη θέση ότι μια εποικοδομητική ειρήνευση είναι ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε τελική ρύθμιση.

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

Η πραγματική πρόοδος στις σχέσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων θα απαιτούσε μια τολμηρή παραδειγματική μεταστροφή. Αντί να επικεντρώνονται στα ζητήματα της εποικιστικής δραστηριότητας και στο εδαφικό, οι επιτυχείς διαπραγματεύσεις πρωταρχικά θα απαιτούσαν τουλάχιστον μια δοκιμαστική αλλαγή στην παλαιστινιακή θέση της αναγνώρισης του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Μια τέτοια μεταβολή θα καθησύχαζε τις σοβαρές ανησυχίες του Ισραήλ, όσον αφορά την ασφάλειά του, και θα διευκόλυνε την ταχεία πρόοδο σε όλα τα εναπομένοντα βασικά ζητήματα.

Η προ της δημιουργίας κράτους ηγεσία του Ισραήλ αποδέχθηκε το 1937 την ιδέα της αναγκαστικής διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη. Πιο πρόσφατα, οι Ισραηλινοί ηγέτες εξέφρασαν την αποδοχή τους στη θέση ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν νόμιμα εθνικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του αυτο-καθορισμού στην ιστορική γενέτειρα του εβραϊκού λαού. Το Ισραήλ υιοθέτησε αυτήν τη θέση, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις του απέναντι στον παλαιστινιακό εθνικισμό και την απροκάλυπτη εναντίωση των Παλαιστινίων ηγετών απέναντι στην ύπαρξη του εβραϊκού κράτους. Τώρα πρέπει να υπάρξει αμοιβαιότητα. Το Ισραήλ είναι διατεθειμένο να διευκολύνει την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους και να παραιτηθεί από το όνειρο του Μεγάλου Ισραήλ. Σε ανταπόδοση, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να εγκαταλείψουν τις φιλοδοξίες τους για τελική επέκταση του κράτους τους, που θα περιλαμβάνει υποχρεωτικά ολόκληρη την Παλαιστίνη.

Φαίνεται, όμως, ότι ο Αμπάς απλώς δεν επιθυμεί, δεν αισθάνεται την ανάγκη ή πιθανώς δεν είναι ικανός να προσφέρει ουσιαστικές παραχωρήσεις ή να αναγνωρίσει το Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος. Λόγω της απουσίας πίεσης από το εξωτερικό, που ενδεχομένως θα τον ωθούσε να αναθεωρήσει τη στάση του, και του φόβου για αμφισβήτηση της εξουσίας του από τη Χαμάς και άλλες εξτρεμιστικές οργανώσεις, ο Αμπάς μπορεί να συνεχίσει να ανθίσταται στην επικύρωση της εβραϊκής ταυτότητας του Ισραήλ. Ο δισταγμός του στο να κάνει αυτό το βήμα, δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα, επειδή είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς άλλη παλαιστινιακή προσωπικότητα με το δικό του παρελθόν, ως ιδρυτικού μέλους της Φατάχ, που θα μπορούσε να πράξει κάτι ανάλογο.

Χωρίς τη συνεργασία του Αμπάς, το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσε να ελπίσει κανείς είναι μια ψυχρή ειρήνη. Οι Παλαιστίνιοι ενδεχομένως να συνεχίσουν να προβαίνουν σε μονομερείς ενέργειες κατά του Ισραήλ στη διεθνή κοινότητα, αλλά κάτι τέτοιο απλώς θα υπονόμευε τις προοπτικές για έναν συμβιβασμό διαρκείας. Ή, από την άλλη, ίσως αποφασίσουν να περιμένουν για μια μελλοντική ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία θα είναι λιγότερο αυστηρή όσον αφορά τις απαιτήσεις της στον τομέα της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της από πλευράς των Παλαιστινίων αναγνώρισης του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους, αν και είναι απίθανο να εκλέξουν ποτέ οι Ισραηλινοί έναν ηγέτη πρόθυμο να συνθηκολογήσει πάνω σε τέτοια ουσιώδη μέρη μιας συμφωνίας.

Κατά συνέπεια, εάν οι Παλαιστίνιοι παραμείνουν ακλόνητοι στην άρνησή τους να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως το έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού, το Ισραήλ αναγκαστικά θα επικεντρωθεί στην εκπόνηση ενός πλαισίου που θα του δίνει τη δυνατότητα ενός είδους διαχείρισης συγκρούσεων. Μια τέτοια ρύθμιση ενδεχομένως να εμπεριέχει τη συνεχιζόμενη ισραηλινή υποστήριξη στην ικανότητα των Παλαιστινίων να εγγυώνται την εσωτερική ασφάλεια και να συμβάλουν στην ευρύτερη περιφερειακή ασφάλεια, προσφέροντας παράλληλα μια υψηλότερη ποιότητα ζωής στους πολίτες τους. Επιπλέον, το Ισραήλ και οι Παλαιστίνιοι μπορούν να μελετήσουν ενδιάμεσες συμφωνίες, όπως μια συμφωνία για την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους με προσωρινά σύνορα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ θα μπορούσε να συνεργαστεί με την παλαιστινιακή ηγεσία για την προώθηση μιας κουλτούρας ειρήνης και ανοχής.

Όμως, αυτά τα μέτρα δεν θα επέλυαν το θεμελιώδες πρόβλημα που παρακωλύει τις διαπραγματεύσεις. Για να κερδίσει ο Αμπάς την εμπιστοσύνη του ισραηλινού λαού, πρέπει να είναι έτοιμος να υπογράψει μια συμφωνία που να ενσωματώνει την επίσημη από πλευράς των Παλαιστινίων αποδοχή του Ισραήλ ως του έθνους-κράτους του εβραϊκού λαού. Χωρίς αυτήν την παραδοχή, ακόμη και μια αποτελεσματική συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, δεν πρόκειται να κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη των Ισραηλινών. Ο Αμπάς θα πρέπει να κατανοήσει ότι ο μόνος δρόμος για την παλαιστινιακή ανεξαρτησία, που -στην παρούσα συγκυρία- μόνον αυτός έχει τη δυνατότητα να επιτύχει, περνά μέσα από αυτήν την αναγνώριση.

Δυστυχώς, ο Παλαιστίνιος πρόεδρος δείχνει ουσιαστικά αδιάφορος για διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις. Σε ένα επίπεδο, αυτό είναι κατανοητό, καθώς θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί ένας δίκαιος συμβιβασμός με το Ισραήλ, που παράλληλα να ανταποκρίνεται και στις προσδοκίες του παλαιστινιακού λαού. Αποτελεί πρόκληση για τον Αμπάς να συμπράξει στις συμφωνίες για την ασφάλεια του Ισραήλ ή να κάνει παραχωρήσεις που γενεές Παλαιστινίων έχουν μάθει να απορρίπτουν. Όμως, το μονοπάτι προς την ειρήνη είναι δύσβατο και αν ο Αμπάς επιθυμεί πραγματικά να εδραιώσει ένα ανεξάρτητο και ακμαίο παλαιστινιακό κράτος, θα πρέπει να αναλάβει την επίπονη δουλειά να αποδεχθεί ότι το Ισραήλ είναι το έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού και να πείσει τον λαό του να πράξει το ίδιο.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136588/yosef-kuperwasser-and-shal...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.