O Mario Monti και η πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

O Mario Monti και η πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία

Οι οικονομικές επιλογές της Ρώμης δεν θα λύσουν το πολιτικό πρόβλημα της χώρας
Περίληψη: 

Καθώς το κόστος του ιταλικού χρέους επιστρέφει σε λογικά επίπεδα, ορισμένοι λένε ότι η Ρώμη έχει επιλύσει τη δημοσιονομική της κρίση. Αλλά το πρόβλημα είναι ευρύτερο από την οικονομία: τα επιτεύγματα του Monti θα αποδειχθούν βραχύβια εκτός αν η Ιταλία μεταβάλλει θεμελιωδώς τον πολιτικό πολιτισμό της.

Ο MARK GILBERT είναι επισκέπτης αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins στη Μπολόνια, με άδεια από το Πανεπιστήμιο του Trento.

Ο Ιταλός πρωθυπουργός Mario Monti επέστρεψε στην πατρίδα του μετά από μια επιτυχημένη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες το Σαββατοκύριακο, αφού κέρδισε τον έπαινο του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα για τις ραγδαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έχει εφαρμόσει μετά την αντικατάσταση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τον Νοέμβριο. Η υποστήριξη του Ομπάμα ακολούθησε τα εύσημα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού για το τολμηρό πακέτο του Monti με περικοπές στον προϋπολογισμό, με αυξήσεις φόρων και μέτρα απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, παρόλο που ο πρωθυπουργός έχει δώσει την ελπίδα στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές ότι η χώρα του μπορεί να βγει από την άμεση δημοσιονομική έκτακτη ανάγκη της, το πραγματικό δίλημμα της Ιταλίας είναι πολιτικό, όχι οικονομικό. Αν η Ρώμη δεν αλλάξει ριζικά την πολιτική κουλτούρα της, οι αλλαγές που η κυβέρνηση Monti έφερε στην Ιταλία – μεγαλύτερη νηφαλιότητα και μια σκληρή δόση φιλελευθερισμού - είναι απίθανο να αντέξουν.

Ο Monti, ένας ακαδημαϊκός και πρώην Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιος για την πολιτική ανταγωνισμού, ανέλαβε το καθήκον να ηγηθεί μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας και να επιβάλει ένα πρόγραμμα λιτότητας. Έπεισε γρήγορα το ιταλικό κοινοβούλιο να περάσει ένα πακέτο φορολογικών αυξήσεων, μεταρρυθμίσεων επί των συντάξεων, περικοπών των δημοσίων δαπανών και ό, τι ο ίδιος αποκάλεσε «διάταγμα Σωτηρίας της Ιταλίας». Ο Monti έχει επίσης αποδείξει ότι δεν ανέχεται πλέον την ανεξέλεγκτη φοροδιαφυγή στην Ιταλία. Επιδρομές υψηλού προφίλ από την Guardia di Finanza (φορολογική αστυνομία) σε θέρετρα που συχνάζουν οι πλούσιοι και διάσημοι στέλνουν ένα σαφές μήνυμα στους εύπορους επαγγελματίες που οδηγούν πολυτελή αυτοκίνητα αλλά δηλώνουν χαμηλότερα εισοδήματα ακόμα κι από τους βιομηχανικούς εργάτες. Για να αντισταθμίσει τις υφεσιακές επιπτώσεις του πακέτου «Σωτηρίας της Ιταλίας», τον Ιανουάριο, ο Monti πρότεινε ένα «διάταγμα Ανάπτυξης της Ιταλίας», με σκοπό να απελευθερώσει τον τομέα των υπηρεσιών και να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην οικονομία.

Οι προσπάθειες του Monti απέδωσαν. Για παράδειγμα, σε μόλις τρεις μήνες η απόδοση των δεκαετών ομολόγων του ιταλικού δημοσίου που είχε υπερβεί το 7% -το ποσοστό στο οποίο τόσο η Ελλάδα όσο και η Πορτογαλία έπρεπε να αναζητήσουν οικονομική διάσωση - έχει μειωθεί στο 5,6%. Η Ιταλία, όπως φαίνεται, δεν είναι πλέον στο χείλος του γκρεμού.
Ωστόσο, το ερώτημα για τη Ρώμη είναι το κατά πόσον οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Monti θα διαρκέσουν. Έχει ζητήσει την εφαρμογή τους υπό την απειλή της οικονομικής καταστροφής της Ιταλίας και της ζώνης του ευρώ - μια τόσο τρομερή απειλή που προσωρινά ένωσε τα εριστικά ιταλικά πολιτικά κόμματα. Αλλά με την απειλή να απομακρύνεται και τον Monti πιθανόν έξω από την εικόνα στις επόμενες προγραμματισμένες εκλογές της Ιταλίας, το 2013, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Ρώμη να αποτύχει να πραγματοποιήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες ώστε να εδραιωθεί το έργο του Monti.

Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι η προσπάθεια του Monti να εφαρμόσει δημοσιονομική πειθαρχία και απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς είναι μια ευθύνη που τα ιταλικά πολιτικά κόμματα έχουν ως επί το πλείστον αποφύγει να αναλάβουν τα τελευταία 20 χρόνια. Τα προβλήματα της Ιταλίας ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των Κομμουνιστών (PCI) και της Χριστιανοδημοκρατίας (DC) κυριάρχησε στην πολιτική της χώρας. Για να εμποδιστεί το PCI από την κατάληψη της εξουσίας, το DC και οι σύμμαχοί του χρησιμοποίησαν με αδίστακτο τρόπο τους δημόσιους πόρους. Στη δεκαετία του 1980, όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) άρχισε να αποκτά δύναμη και να ανταγωνίζεται με το DC στην εξαγορά ψήφων, οι δημόσιες δαπάνες εκτοξεύτηκαν. Μεταξύ 1980 και 1994, το χρέος της Ιταλίας ως ποσοστό του ΑΕΠ διπλασιάστηκε, στο 120%. Η πολιτική διαφθορά και η συμπαιγνία με τη Μαφία, που ήταν πάντα ένα πρόβλημα, έγινε ενδημική.

Τον Απρίλιο του 1992, στις πρώτες εκλογές στην Ιταλία από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ιταλικό κοινό επαναστάτησε κατά της εν λόγω κακοδιοίκησης. Το λαϊκιστικό κόμμα Λίγκα του Βορρά έλαβε εκατομμύρια ψήφους από το DC και το PSI. Συγκλονισμένοι από τα αποτελέσματα των εκλογών, οι ηγέτες αυτών των κομμάτων αντιμετώπισαν στη συνέχεια μια σειρά από έρευνες για υποθέσεις διαφθοράς, οι οποίες δυσφήμισαν περαιτέρω την πολιτική ελίτ. Ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός και ηγέτης του PSI Μπετίνο Κράξι αθέτησε την εγγύηση που είχε δώσει και κατέφυγε στην Τυνησία.
Τα μέτρα που ο Monti προτείνει θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της πολιτικής ανανέωσης - ιδιαίτερα επειδή η Ιταλία είχε δεσμευθεί τότε να ενταχθεί σε αυτό που θα γινόταν η Ευρωζώνη, η οποία απαιτούσε αυστηρή δημοσιονομική υπευθυνότητα και οικονομικό φιλελευθερισμό. Αντ' αυτού, εκτός από μια σύντομη περίοδο μεταξύ 1996 και 1998, όταν μια κεντροαριστερή κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πρόγραμμα άμεσων ιδιωτικοποιήσεων και αυξήσεων φόρων, οι πολιτικοί της Ιταλίας είχαν απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από το έργο της θέσπισης των αναγκαίων αλλά βαθιά αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων.

Εκτός από το να αποφεύγει τα βήματα που απαιτούνται για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της Ιταλίας, η πολιτική τάξη της χώρας έχει αποτύχει να εκσυγχρονίσει τον θεσμικό πολιτισμό της. Αν και προέκυψαν νέοι πολιτικοί (πάνω απ' όλα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι) στον απόηχο της κρίσης του 1992, και παρόλο που οι επιζώντες του παλαιού συστήματος αναμόρφωσαν την εικόνα τους, το ήθος της πολιτικής στην Ιταλία δεν έχει αλλάξει. Η διαφθορά εξακολουθεί να είναι ισχυρή, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί είναι ακόμη αργοί και αναποτελεσματικοί, και οι εκλογικοί νόμοι εξακολουθούν να αποσκοπούν στην προστασία των κατεστημένων πολιτικών φορέων. Το χειρότερο από όλα, οι ίδιοι οι ηγέτες παραμένουν υπεράνω του νόμου. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι απλώς η πιο γνωστή περίπτωση ενός πολιτικού με συχνή τριβή με το δικαστικό σώμα.