Ο πλούτος του Αφγανιστάν και η κατάρα των φυσικών πόρων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πλούτος του Αφγανιστάν και η κατάρα των φυσικών πόρων

Η λύση βρίσκεται στην τοπική δράση
Περίληψη: 

Μέχρι πρόσφατα, οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για μια αφγανική οικονομία βασισμένη στους φυσικούς πόρους φαινόταν πρόωρη. Αλλά καθώς η Καμπούλ έχει μόλις υπογράψει δύο σημαντικές συμφωνίες και το ΝΑΤΟ συνεχίζει την αποχώρησή του, ο κίνδυνος ότι το Αφγανιστάν θα σπαταλήσει την πιο ελπιδοφόρα προοπτική του για ανάπτυξη αυξάνεται.

Ο J. EDWARD CONWAY είναι ανεξάρτητος σύμβουλος πολιτικού κινδύνου για εξορυκτικές βιομηχανίες στην Κεντρική Ασία. Είναι επίσης υποψήφιος διδάκτορας στο Ινστιτούτο Μελετών Μέσης Ανατολής, κεντρικής Ασίας και Καυκάσου στο πανεπιστήμιο του St. Andrews στη Σκωτία.

Μέχρι μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, κάθε σοβαρή συζήτηση για μια αφγανική οικονομία βασισμένη στους φυσικούς της πόρους φαινόταν πρόωρη. Αλλά, καθώς η Καμπούλ υπογράφει περισσότερες συμφωνίες εξόρυξης με διεθνείς επενδυτές –αποδέχθηκε δύο σημαντικές προτάσεις στο τέλος του 2011 - και το ΝΑΤΟ συνεχίζει την απόσυρση των διεθνών στρατευμάτων του, οι φυσικοί πόροι προετοιμάζονται να χρησιμεύσουν ως ο ακρογωνιαίος λίθος της βιώσιμης ανάπτυξης εκεί. Αυτό δημιουργεί ένα αναπόφευκτο και ενδεχομένως τραγικό ερώτημα: Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη υποδομών στη χώρα και την αχαλίνωτη διαφθορά, θα γίνει το Αφγανιστάν ένα ακόμη δεδομένο στη βιβλιογραφία για τις υπανάπτυκτες χώρες που πέφτουν θύματα της κατάρας των φυσικών τους πόρων [1];

Η πιθανότητα είναι πραγματική. Αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον και στην Καμπούλ ισχυρίζονται ότι ο ορυκτός πλούτος της χώρας αξίζει όσο 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι εμπειρογνώμονες υπέθεταν τους πιθανούς πόρους του Αφγανιστάν για δεκαετίες ενώ μια αμερικανική Γεωλογική Έρευνα διεξήχθη επί τόπου μεταξύ του 2009 και του 2011 και επιβεβαίωσε την ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων χαλκού, σιδηρομεταλλεύματος, χρυσού, λίθιου, σπανίων γαιών και ορυκτών καυσίμων όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ενδεχομένως ακόμη και ουράνιο.

Οι εταιρείες εξόρυξης και η αφγανική κυβέρνηση δεν έχουν χάσει καθόλου χρόνο. Στα τέλη του 2011, το Υπουργείο Ορυχείων του Αφγανιστάν υπέγραψε μια συμφωνία για εξερεύνηση πετρελαϊκών κοιτασμάτων και την αντίστοιχη παραγωγή αργού με την κινεζική National Petroleum Corporation για την ανάπτυξη της λεκάνης του Amu Darya που εκτιμάται ότι έχει αποθέματα αργού περί τα 80 εκατομμύρια βαρέλια για τα επόμενα 25 χρόνια. Η παραγωγή αναμένεται να ξεκινήσει φέτος. Αυτή τη στιγμή, το υπουργείο ολοκληρώνει τις λεπτομέρειες της συμφωνίας με μια ινδική κοινοπραξία εταιρειών εξόρυξης για την ανάπτυξη των κοίτασμα του Hajigak, ενός από τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα σιδηρομεταλλευμάτων στον κόσμο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να παράγει χάλυβα για τα επόμενα 40 χρόνια. Και οι δύο αυτές συμφωνίες πραγματοποιήθηκαν αφότου η Καμπούλ παραχώρησε στους Κινέζους τα δικαιώματα για το κοίτασμα χαλκού του Aynak το 2008 και το κοίτασμα χρυσού στο Qara Zaghan σε κοινοπραξία επενδυτών που συγκεντρώθηκαν από την JP Morgan στις αρχές του 2011. Στο σύνολό τους, αυτές οι πρώτες επιδρομές στον πρωτόγνωρο υπόγειο θησαυρό του Αφγανιστάν θα σημάνουν δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία. Θα υπάρξουν νέες σιδηροδρομικές υποδομές, μονάδες παραγωγής ενέργειας και ενδεχομένως ακόμη και ένα διυλιστήριο. Η Καμπούλ θα αποκομίσει σημαντικά νέα φορολογικά έσοδα και δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί θα βρουν δουλειά.

Οι πανηγυρισμοί, όμως, θα ήταν πρόωροι. Παρά τις συμφωνίες, ούτε ένα ορυχείο δεν παρήγαγε τίποτα το συγκεκριμένο- ούτε καν το σχεδόν τεσσάρων ετών ορυχείο χαλκού Aynak, που υποτίθεται ότι θα αρχίσει τη λειτουργία του το επόμενο έτος. Οι κινέζοι επενδυτές, επίσης, φαίνεται να διολισθαίνουν από την υπόσχεσή τους να κατασκευάσουν έναν σιδηρόδρομο ως μέρος της συμφωνίας για το Aynak. Λόγω του πιθανώς υψηλού λειτουργικού κόστους, παραμένει ασαφές το πότε η κοινοπραξία της JP Morgan θα είναι σε θέση να παράγει μια ουγγιά χρυσού σε ανταγωνιστικές τιμές.

Επιπροσθέτως, οι εκτιμήσεις για κέρδη τρισεκατομμυρίων δολαρίων βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στους φυσικούς πόρους, όχι στα αποθέματα - μια τεχνική, αλλά κρίσιμη διαφορά. Οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα ενσωματώνουν οικονομικά, νομικά, κοινωνικά, κυβερνητικά και περιβαλλοντικά ρίσκα ώστε να προσδιοριστεί τι είναι πραγματικά επικερδές για ανάπτυξη, καθώς και οι προκλήσεις επί συγκεκριμένου χώρου εξόρυξης και μεταλλουργίας. Για τους φυσικούς πόροους το αποτέλεσμα υπολογίζεται σε αισιόδοξα δελτία τύπου. Οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα οδηγούν σε ξένες επενδύσεις, θέσεις εργασίας και δημοσιονομικές εισφορές. Η Καμπούλ και η Ουάσινγκτον έχουν επικεντρωθεί στην υπογραφή συμφωνιών, νομίζοντας ότι μερικές βασικές συμφωνίες θα απαλύνουν τις ανησυχίες των επενδυτών που αποστρέφονται το ρίσκο. Αλλά η πραγματική πρόκληση για τη βιομηχανία θα είναι η παραγωγή. Και η δοκιμή για το Αφγανιστάν -εδώ βρίσκεται η πιθανότητα της κατάρας - θα είναι το αν η πλειοψηφία της χώρας δρέψει τα δευτερογενή οφέλη της ανάπτυξης του τομέα των ορυχείων της ή όχι.

Οι θεωρίες για την κατάρα των φυσικών πόρων ακολουθούν δύο οδούς. Στην πρώτη, τα τεράστια έσοδα που προέρχονται από τον τομέα επιδεινώνουν τη διαφθορά στους κόλπους της κυβέρνησης. Αυτό το σενάριο δεν είναι καθόλου δύσκολο να το φανταστεί κανείς στο Αφγανιστάν, καθώς η χώρα αυτή τη στιγμή θεωρείται η δεύτερη πιο διεφθαρμένη στον κόσμο, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια. Στην δεύτερη οδό, η αύξηση των εξαγωγών ορυκτών ενισχύει το νόμισμα μιας χώρας και κατά συνέπεια πλήθος από άλλους τομείς (όπως η γεωργία) παύουν να είναι ανταγωνιστικοί στην παγκόσμια αγορά. Αυτή είναι μια σαφής απειλή στο Αφγανιστάν καθώς η οικονομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την γεωργία.
Όμως, αρκετές χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν αγωνιστεί απέναντι σε ακριβώς αυτές τις προκλήσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες - και προσφέρουν ένα πολύτιμο οδηγό για την Καμπούλ, την Ουάσινγκτον και τους διεθνείς επενδυτές. Πολλά κράτη στην περιοχή είναι ευλογημένα με ορυκτό πλούτο, αλλά καταραμένα με εμπόδια σχετικά με τις υποδομές και κοινωνική αστάθεια. Αναλόγως, έχουν αντιμετωπίσει προκλήσεις σχετικά με την προσέλκυση ξένων επενδυτών, εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους χωρίς να χάνουν κέρδη λόγω διαφθοράς και αποφεύγουν την εισαγωγή νέων διαχωριστικών γραμμών μεταξύ του πληθυσμού. Το πιο σημαντικό μάθημα για το Αφγανιστάν είναι ότι θα πρέπει να οικοδομήσει μια οικονομία που να βασίζεται στους φυσικούς πόρους και να υποστηρίζεται από τους ντόπιους Αφγανούς.