Η εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ και το ζήτημα της ονομασίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του Κίρο Γκλιγκόροφ και το ζήτημα της ονομασίας

Πώς οι μετριοπαθείς εθνικιστικές πολιτικές του δυναμιτίζουν το σήμερα

Κομβικής σημασίας για τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό αποτελεί η Συνθήκη του Βουκουρεστίου που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 1913 μετά το πέρας του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου. Η Συνθήκη επέφερε στην Ελλάδα και τη Σερβία ποσοστά 51,5% και 38,4% επί του εδάφους της οθωμανικής Μακεδονίας αντίστοιχα, ενώ η Βουλγαρία πήρε μόλις 10,1% [8].

Σύμφωνα με τον Γκλιγκόροφ και άλλους Σλαβομακεδόνες εθνικιστές, η Συνθήκη αποτέλεσε μια μεγάλη αδικία με καταστροφικά αποτελέσματα για τον λαό του, ο οποίος όχι μόνο δεν απέκτησε δικό του κράτος, αλλά είδε την πατρίδα του να τριχοτομείται και βρέθηκε, τελικά, να ζει υπό την κατοχή εχθρικών εθνικών καθεστώτων [9].

Συμμεριζόμενος αυτή την «ανάγνωση» της Ιστορίας, ο Γκλιγκόροφ προσυπέγραψε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έγγραφα και θέσεις που έθεταν σαφείς αλυτρωτικές διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας. Για παράδειγμα, σχολιάζοντας ένα κείμενο του 1943 (στη συγγραφή του οποίου είχε συμμετάσχει και ο ίδιος), τονίζει: «ο μερικώς απελευθερωμένος λαός δεν είναι ελεύθερος» [10]. Το 1991, ως Πρόεδρος πλέον της ΠΓΔΜ, παρουσίασε μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή αυτής της επιχειρηματολογίας: «Παρόλο που γίνεται λόγος μόνο για ένα κομμάτι της Μακεδονίας, ... σ’ αυτό το κράτος γίνεται πράξη η κυριαρχία του μακεδονικού λαού και αποτελεί την ελπίδα ότι ο μακεδονικός λαός, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσει να ζει σε ένα ενιαίο πολιτισμικό και οικονομικό χώρο, και θα πραγματοποιήσει τους νόμιμους εθνικούς του στόχους [11]».

Ο Γκλιγκόροφ απέφευγε συστηματικά να καταδικάζει τη ρητορική αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Ωστόσο, δεν υπήρξε απλά ένας ιδεολογικά ακραίος εθνικιστής όπως οι πολιτικοί του επίγονοι. Ενίοτε εξηγούσε ότι «δεν πρέπει να είμαστε σκλάβοι στις υποθέσεις ότι είμαστε απευθείας απόγονοι του Μέγα Αλέξανδρου» [12]. Επίσης, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι μετά την εισδοχή της ΠΓΔΜ στον ΟΗΕ και την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, είδε σε μια δεξίωση «μια ομάδα νεώτερων ανθρώπων (γύρω στην ηλικία των 35) να κάθονται σιωπηλοί. Πήγα και τους ρώτησα από πού έρχονται. Μου απάντησαν πως είναι από την Αυστραλία. Τους ρώτησα πώς τους φάνηκαν όλα όσα συνέβησαν σήμερα. “Ωραία …”, μου απάντησε ένας από αυτούς. “Εσείς μιλήσατε, αλλά δεν τους είπατε το σημαντικότερο, δεν είπατε ότι εμείς είμαστε απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν γίνεται έτσι. Σε μας αυτό θα ερμηνευτεί ότι εμείς οι Μακεδόνες αρνηθήκαμε την καταγωγή μας, τους προγόνους μας κλπ.” Δυσκολεύτηκα να βρω απάντηση αμέσως και τελικά τους είπα: “Ξέρετε, σέβομαι τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις σας, είναι δικαίωμά σας. Αλλά σύμφωνα με την ιστοριογραφία μας στον μακεδονικό λαό επικρατεί η γνώμη ότι είμαστε Σλάβοι. Έχουμε έρθει στα Βαλκάνια τον έκτο και τον έβδομο αιώνα, έχουμε εγκατασταθεί στα εδάφη που ονομάζονται Μακεδονία και από τότε κατοικούμε σε αυτά. Δεν γνωρίζω το κατά πόσο στις φλέβες μας συνεχίζει να ρέει κάποια σταγόνα αίματος των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά ακόμα κι έτσι, δεν είναι αυτό που δίνει την ταυτότητα του λαού μας. Δεν θέλω να σας πείσω για το αντίθετο, αφού είστε αυτής της γνώμης. Είναι δικαίωμά σας, αλλά αυτό δεν πρέπει να αλλοιώνει την άποψή σας για το γεγονός πως η Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι ανεξάρτητο κράτος” [13]».

Αυτή η δήλωση είναι εξαιρετικής σημασίας. Ωστόσο, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο ο Γκλιγκόροφ κατείχε την προεδρία της ΠΓΔΜ, τα σχολικά βιβλία της χώρας του ήταν γεμάτα με αναφορές σε υποτιθέμενους δεσμούς και σχέσεις με την αρχαία Μακεδονία [14]. Όταν του έγινε αυτή η παρατήρηση κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης σε ένα διεθνές συνέδριο τον Οκτώβριο του 2000, ο Γκλιγκόροφ είπε στον συγγραφέα: «οι ψυχολογικές ανάγκες του λαού μου θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη.» Δηλαδή, ο Γκλιγκόροφ γνώριζε ότι ο λαός του δεν είχε άμεση σχέση με την αρχαία Μακεδονία, αλλά ήταν πρόθυμος να επιτρέψει και να ενθαρρύνει τέτοιες εικασίες, ως μέρος της οικοδόμησης της εθνικής του ταυτότητας.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ο Γκλιγκόροφ ήταν ένας σχετικά μετριοπαθής εθνικιστής, ειδικά σε σχέση με τους πολιτικούς του επιγόνους. Απελευθέρωσε, όμως, εθνικιστικές δυνάμεις και οργάνωσε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σύντομα έφερε αποτελέσματα, τα οποία του προκαλούσαν οργή και λύπη αλλά όχι και την ακριβοδίκαιη αυτοκριτική που του άρμοζε. Χαρακτηριστικά, αναφερόμενος με έκπληξη στον σύγχρονο εθνικισμό που κυριαρχεί στην ΠΓΔΜ, ο Γκλιγκόροφ εξηγούσε ότι: «Σοβαροί ιστορικοί γελούν με όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μου τα τελευταία χρόνια ... Υπάρχουν ιστορικοί στη χώρα μου που υποστηρίζουν πως εμείς βρισκόμαστε στα χώματα αυτά 2.000 χρόνια πριν από τον Μέγα Αλέξανδρο. Για γέλια, δηλαδή ... Έλεγα σε έναν φίλο μου ιστορικό ότι έτσι όπως πάμε θα βγούμε απευθείας απόγονοι του Αδάμ και της Εύας και θα αποδειχτεί ότι ο Παράδεισος είναι «μακεδονικός» και ιδιοκτησία μας». [15]

Παρά ταύτα, ο πρώην πρόεδρος της ΠΓΔΜ, όσο ήταν στην εξουσία, υποστήριζε συγκεκριμένες θέσεις βασισμένες στα πιστεύω του περί της σλαβομακεδονικής εθνικής ταυτότητας και ιστορίας. Με αυτό το γεγονός σχετίζεται και η προσπάθειά του να αναγνωριστεί η χώρα του διεθνώς με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας.» Εν πολλοίς, η θητεία του Γκλιγκόροφ στην προεδρία της ΠΓΔΜ ήταν αφιερωμένη και προσδιορίστηκε ακριβώς από αυτόν τον αγώνα για την ονομασία, και την επακόλουθη διπλωματική σύγκρουση με την Ελλάδα.

Ο ΚΙΡΟ ΓΚΛΙΓΚΟΡΟΦ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ

Μετά τη δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών στις 13 Απριλίου 1992, η Αθήνα κατέστησε σαφές στη γείτονα χώρα ότι ο όρος Μακεδονία δε θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην επίσημη ονομασία της. Μέλος του ΝΑΤΟ και της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με τεράστια υπεροχή σε θέματα οικονομικής ευρωστίας και στρατιωτικής ισχύος σε σχέση με την ΠΓΔΜ, η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να ασκήσει διπλωματική και οικονομική πίεση προς την ΠΓΔΜ, παρά το γεγονός ότι η τελευταία βρισκόταν σε επισφαλή κατάσταση.