Ο χαρακτήρας της διαφωνίας για το όνομα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο χαρακτήρας της διαφωνίας για το όνομα

Πώς Αθήνα και Σκόπια θα προχωρήσουν στο μέλλον

1.1. Η Ελληνική θέση είναι δυνατόν να προσεγγιστεί από την (μεθοδολογία Zigmunt Bauman) του «ελληνικού φόβου». Δηλαδή, οι Έλληνες αναγνωρίζουν ότι η ευρύτερη αναγνώριση μιας χώρας με το όνομα της Μακεδονία και των πολιτών της με ίδιο όνομα, η αντίληψη «Μακεδονία και Μακεδονικός» στις διεθνείς σχέσεις , θα ξεφύγει από αυτούς και βαθμιαία θα κολλήσει, θα συνδεθεί μόνο με εμάς, τους Μακεδόνες από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει διεθνώς, ακόμα και αν το ήθελε, τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνες για τους πολίτες της, επειδή έχει έναν αυστηρό εθνικά ομοιογενή προσανατολισμό προς ένα ενιαίο ελληνικό κράτος και έθνος. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα χρησιμοποιεί μόνο στο εσωτερικό της όσο και γεωγραφικά τον όρο Μακεδονία ή Έλληνες Μακεδόνες.

Αυτό σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων θα είμαστε οι μόνοι Μακεδόνες και το κράτος μας η μόνη Μακεδονία διεθνώς.

Αυτό αποτελεί έναν εφιάλτη για τους Έλληνες, έναν εφιάλτη που προσπαθούν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο.

Ωστόσο, το βασικό ζήτημα για την ελληνική πλευρά, σημαντικό για την κατανόηση της διαφωνίας, είναι: γιατί τότε να ξεχωρίσουμε τις έννοιες; Γιατί, λοιπόν, η κοινή χρήση των συμβόλων «Μακεδονία και Μακεδόνες» είναι τόσο σημαντική για αυτούς ώστε να τη διατηρήσουν ως μονοπώλιο; Γιατί αποδέχονται το ρίσκο να κατηγορηθούν διεθνώς και να ανοίξουν μια τόσο μακρόχρονη χαμηλού επιπέδου κρίση στην περιοχή;

Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να γνωρίζει κανείς την ιστορία της «ελληνικής επιτυχίας» να γίνει μέρος της ΕΕ μόνο στη βάση «του ελέγχου» της άδειας χρήσης της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και του πολιτισμού, και όχι με βάση την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων για ένταξη στην ΕΕ (τότε, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΕ, η τότε SFRY [Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας] είχε πολύ καλύτερες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιδόσεις για ένταξη στην ΕΕ από αυτές της Ελλάδας). Ανεξάρτητα από αυτό, η Ελλάδα κατάφερε να γίνει εξέχον και «κερδοφόρο» μέλος της ΕΕ, μόνο ενεργώντας στη βάση της «υποχρέωσης» των ευρωπαϊκών εθνών να δεχτούν ένα νέο μέλος που ελέγχει το έδαφος των αρχαιοελληνικών και λατινικών θεμελίων του Ευρωπαϊκής πολιτισμού. Αυτή η εμπειρία έχει εμφυτευθεί στη συλλογική αντίληψη της ελληνικής κουλτούρας έναντι του εξωτερικού κόσμου.

Τώρα, όταν εμφανίζεται ένας «κίνδυνος» να μοιραστούν ένα μέρος του εν λόγω πολιτισμού με κάποια γειτονική χώρα, τα αμυντικά ένστικτα, με βάση την εμπειρία της υψηλής κερδοφορίας από τις άδειες χρήσης του αρχαίου πολιτισμού, έχουν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια με έναν υστερικό κατακλυσμό. Οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ενοχλημένοι επειδή αυτό μπορεί να συμβεί σε σχέση με μια μικρή χώρα, η οποία σύμφωνα με τις παραδοσιακές αρχές των Βαλκανίων πρέπει να υπόκειται και να «υπακούει» στις μεγαλύτερες περιφερειακές δυνάμεις.

Αυτή η φάρσα τοπικής «αυτοκρατορικής κουλτούρας» και επιτήδευσής τους, αντιπροσωπεύει την κιτς πλευρά της εν λόγω διαφωνίας, ακόμη και σήμερα.

1.2. Για την μακεδονική πλευρά, η διαφορά δεν έχει μόνο τη διάσταση της ονομασίας του κράτους, αλλά είναι επίσης συνδεδεμένη με την ταυτότητα του μικρού σλαβικού έθνους. Αν ένα τέτοιο μικρό έθνος δεν μπορεί να οριστεί ως «Μακεδονικό» και ως τέτοιο να αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, τότε υπάρχει κίνδυνος η παλιά θέση περί «Μακεδονικής Σαλάτας» να ανοίξει, με την έννοια της μη-ύπαρξης ενός ξεχωριστού «Μεκεδονικού» έθνους το οποίο είναι το υπόβαθρο του κράτους με το ίδιο όνομα. Στη συνέχεια, η καταγραφή των λαών που ζουν στη Μακεδονία και εκείνων που αποτελούν μέρος άλλων, μεγαλύτερων εθνών στην περιοχή θα μοιάζει κάπως έτσι: Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Βλάχοι, Ρομά, Τούρκοι, αλλά η πλειοψηφία των εθνοτικών πληθυσμών δεν θα επιτρεπόταν να αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες». Ένας τέτοιος παραλογισμός πρόκειται, ρεαλιστικά μιλώντας, να ανοίξει τη διαδικασία αφομοίωσης από τους άλλους και να φέρουν κοντά σλαβικούς λαούς, ως επί το πλείστον Σέρβους και Βούλγαρους σε βάρος των Μακεδόνων.

Για τους λόγους αυτούς, η διαφωνία για τους Μακεδόνες φαίνεται ως πολύ σημαντική και, ενδεχομένως, «μοιραία».

Με αυτό ως δεδομένο, τούτη η διαφορά είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθεί με τη βοήθεια των τεχνικών της συνήθους «αναζήτησης συμβιβασμού» και της διπλωματικής πίεσης. Ως εκ τούτου, αυτή η διαμάχη συνεχίζεται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Στη δυναμική της σύγκρουση επί αυτής της διαφωνίας, κάθε πλευρά έχει αναπτύξει και ερμηνεύσει πολιτισμικές θέσεις που δεν υπήρχαν εξ αρχής. Οι θέσεις αυτές χρησιμεύουν για τη δημιουργία ή την καλύτερη προετοιμασία της ρητορικής σύγκρουσης. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο των Μακεδόνων, ένα αφήγημα έχει αναπτυχθεί σχετικά με τις πιθανές διασυνδέσεις με τους αρχαίους Μακεδόνες, του Φιλίππου Α’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μια ακραία θέση έχει ληφθεί ακόμη και για να αρνηθεί τον σλαβικό χαρακτήρα του έθνους. Η εν λόγω θέση δεν ήταν δεσπόζουσα ή ακόμη και παρούσα στη Μακεδονία πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η υπόθεση αυτή εμφανίστηκε στους κύκλους των μεταναστών στο εξωτερικό μάλλον νωρίς. Με τη βοήθεια μιας τέτοιας συζήτησης, οι μετανάστες ήταν σε θέση να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στις εσωτερικές πολιτικές σχέσεις στη Μακεδονία.

Κανένα ειδικό όφελος δεν έχει προκύψει από αυτό. Τούτο έχει τώρα καταλήξει ως και στη μορφή καρικατούρας, ελαχιστοποιώντας έτσι τη θέση της χώρας διεθνώς. Ωστόσο, «στις ειδήσεις ή στα επίκαιρα» για τον πολιτισμό και την αντιπαράθεση για την ονομασία, τέτοια κατασκευάσματα για την αποστολή του έθνους αντικαθιστούν την πραγματικότητα. Μέρος της πολυπλοκότητας του προβλήματος βρίσκεται ακριβώς στα προαναφερθέντα.

2. Δεύτερο χαρακτηριστικό της διαφωνίας επί του ονόματος είναι η έλλειψη οποιασδήποτε ισορροπίας.