Ο χαρακτήρας της διαφωνίας για το όνομα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο χαρακτήρας της διαφωνίας για το όνομα

Πώς Αθήνα και Σκόπια θα προχωρήσουν στο μέλλον

Η κλασική προσέγγιση κάθε ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής σχετικά με την επίλυση διαφορών ή απλώς ένα σχόλιο πάνω σε μια διαφορά, προϋποθέτει την εξέταση των καθοριστικών παραγόντων της, δηλαδή τους παράγοντες που έχουν δημιουργήσει και διατηρήσει τη δυναμική της και είναι «τόπος προς επίλυση» της διαφοράς (ή, εάν τα πράγματα αρχίσουν να πηγαίνουν προς λάθος κατεύθυνση – η μεγάλη κλιμάκωση της έντασης προς τη σύγκρουση).

Πράγματι, πρέπει να πω, είχα την ευκαιρία να ακούσω και να δω, είτε ως υπουργός ή σύμβουλος καθηγητής, όλους τους τύπους των ερμηνειών, τις απόψεις και τις αναλύσεις σχετικά με τις παραξενιές, τους παραλογισμούς και τα απίστευτα της διαφωνίας περί του ονόματος μεταξύ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Δημοκρατίας της Ελλάδας, από την διεθνή ανακήρυξή της το 1991.

Την ίδια στιγμή, αυτό το ζήτημα ή διαφωνία περί την ονομασία φέρει και πολιτικές επιπτώσεις στην παρεμπόδιση της ανάπτυξης των συνολικών σχέσεων στην περιοχή, στο πλαίσιο ιδίως της Μακεδονίας. Η πιο εμφανής διάσταση αυτής της διαφωνίας περί του ονόματος είναι παραμόρφωση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με τη λεγόμενη ομάδα των χωρών της Αδριατικής (Κροατία, Μακεδονία και Αλβανία, εκ των οποίων μόνο η Μακεδονία έχει αποκλειστεί από το ελληνικό βέτο στην πρώτη της προσπάθεια).
Αυτός ο αποκλεισμός ανακοινώθηκε στην ενταξιακή διαδικασία της Μακεδονίας προς την ΕΕ, από άλλο ένα ελληνικό βέτο, εάν δεν υπάρξει λύση της διαφωνίας επί του ονόματος, κλπ.

Αυτή η διαμάχη για το όνομα, όπως είδαμε, έχει καταφέρει να παραβιάσει τους κανόνες των διαδικασιών για την εισδοχή νέων κρατών μελών, όπως προβλέπεται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της διαδικασίας εισδοχής στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η περίπτωση της Μακεδονίας σχετικά με τον ΟΗΕ, σήμερα διδάσκεται ως παράδειγμα παραβίασης του Χάρτη του ΟΗΕ, όταν γίνεται δεκτό ένα νέο κράτος μέλος.

Η διαμάχη για το όνομα έχει καταφέρει να παγιδεύσει την ΕΕ, και στο παρελθόν ακόμη και το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) και το ΝΑΤΟ, σε έναν διαδικαστικό λαβύρινθο.
Η διαμάχη για το όνομα έχει στρεβλώσει τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις σχετικά με τα σχέδια ανάπτυξης της περιοχής, δημιουργώντας αυξημένες πιθανότητες να πάρουν ακόμη πιο περίπλοκη μορφή, ειδικά αν η Μακεδονία παραμείνει απομονωμένη από την Ευρω-Ατλαντική διαδικασία ενσωμάτωσης, και με δεδομένη την περίπλοκη, πολυ-πολιτισμική κοινωνική της σύνθεση, να μπει σε μια μακροχρόνια περίοδο στασιμότητας.

Ως εκ τούτου, αυτό θα ήταν ένας σοβαρός «παραλογισμός» της διαφωνίας επί του ονόματος, επομένως χρήζει μιας λεπτομερούς ανάλυσης.

Ι. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ

1. Το πρώτο σημαντικό πράγμα που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι αυτή η διαφορά δεν είναι στρατηγική και πολιτική («real-politic»), με την έννοια που ορίζονται οι διαφορές εκείνες που αφορούν σε ανταγωνιστικά πολιτικά συμφέροντα των διαφωνούντων προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε ορισμένους πόρους. Δηλαδή, η Μακεδονία και η Ελλάδα δεν είναι χώρες που ανταγωνίζονται για τους ίδιους πόρους, αντίθετα μάλλον είναι συμπληρωματικές. Η σιωπηλή και, ακόμη και τώρα, επιτυχής οικονομική συνεργασία τους μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στον ΟΗΕ το 1995, το έχει δείξει αυτό. Η Ελλάδα εν τω μεταξύ έχει γίνει ο πρώτος εταίρος της Μακεδονίας στην εξωτερική πολιτική και ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής.

Παρ' όλα αυτά, η επιτυχής οικονομική κατάσταση δεν κατάφερε να επιλύσει τη διαφορά (από μόνη της), όπως οι πολιτικοί «νεωτεριστές» είχαν ελπίσει. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της αιχμής της συνεργασίας αυτής, η διαφωνία «εξεράγη» σε μια νέα φάση και ακόμη περισσότερη αρνητική ενέργεια (2004-2012).

Ο λόγος για αυτό είναι ότι το βασικό χαρακτηριστικό της διαφωνίας επί του ονόματος μεταξύ της Μακεδονίας και της Ελλάδας είναι ο συμβολισμός της, το «έμβλημα». Αυτή είναι μια διαφορά που περιλαμβάνει τη χρήση και τον έλεγχο των συμβόλων που δηλώνουν την ταυτότητα και αφορούν τις λέξεις «Μακεδονία και Μακεδονικός». Γι' αυτό, και οι δύο χώρες έχουν επικαλεστεί, για διαφορετικούς λόγους, την «ιδιοκτησία» τους, τον έλεγχο ή τη συμμετοχή τους σε αυτές τις έννοιες. Από αυτή την άποψη, ετούτη η διαφορά είναι πολύ μεταμοντέρνα, μια διαφορά σχετικά με τα σύμβολα, κατασκευάζοντας ομοιώματα της ερμηνείας της ιστορίας. Ο προσδιορισμός από το όνομα και η αναγνώριση εξ αυτού (για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Charles Taylor), δηλαδή, η αναγνώριση της ταυτότητας της ομάδας, έχει γίνει όλο και περισσότερο, στα Βαλκάνια και στο σύγχρονο κόσμο, μια βάση για συγκρούσεις και διαφωνίες.

Αυτοί οι τύποι διαφωνιών δεν επηρεάζονται άμεσα από την οικονομική συνεργασία και την αλληλεπίδραση των διαφωνούντων. Οι εν λόγω διαφορές έχουν «εμβολιαστεί» σε ένα περιβάλλον νεωτεριστικό, με μια φωτισμένη αισιοδοξία ότι η ανάπτυξη αυτή καθ’ αυτή θα επιλύσει ή θα μετριάσει κάθε πρόβλημα.

Με αυτό δεν θα ήθελα να πω ότι η οικονομική συνεργασία δεν δημιουργεί μια πιο φιλική ατμόσφαιρα και μια καλύτερη γνώση του ενός για τον άλλον. Παρ' όλα αυτά, στο τέλος, είναι αναγκαίο να γίνει μια γέφυρα ή διάσπαση και επιμερισμός των νοημάτων επί και περί το βασικό σύμβολο-έμβλημα ως ένα άλμα προς την λύση. Χωρίς ένα τέτοιο βήμα προς τα εμπρός, η διαφωνία σιγοκαίει ή κλιμακώνεται με κυκλικό τρόπο.

Αν κάποιος αδυνατεί να το κατανοήσει αυτό, τότε είναι αδύνατον να συλλάβει την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν οι δύο πλευρές, με όλες τις υπερβολές της και, μερικές φορές, με τη βαλκανική, τύπου καφενείου, ρητορική. Το να κατανοήσουμε την επιχειρηματολογία και τον χαρακτήρα της διαφωνίας είναι κάτι βασικό για την επίλυσή της, και ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας και όχι συμπληρωματική, η βιβλιογραφία για τους εμπλεκόμενους διπλωμάτες.

Τότε δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσει κανείς, για παράδειγμα, τον ελληνικό νεολογισμό της «κλοπής της ιστορίας», που υποτίθεται ότι τους έκαναν οι «Σκοπιανοί», ή τη μακεδονική παράνοια ότι οι Έλληνες πραγματικά δεν ήθελαν να υπάρχει καθόλου η Μακεδονία και οι Μακεδόνες.

1.1. Η Ελληνική θέση είναι δυνατόν να προσεγγιστεί από την (μεθοδολογία Zigmunt Bauman) του «ελληνικού φόβου». Δηλαδή, οι Έλληνες αναγνωρίζουν ότι η ευρύτερη αναγνώριση μιας χώρας με το όνομα της Μακεδονία και των πολιτών της με ίδιο όνομα, η αντίληψη «Μακεδονία και Μακεδονικός» στις διεθνείς σχέσεις , θα ξεφύγει από αυτούς και βαθμιαία θα κολλήσει, θα συνδεθεί μόνο με εμάς, τους Μακεδόνες από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει διεθνώς, ακόμα και αν το ήθελε, τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνες για τους πολίτες της, επειδή έχει έναν αυστηρό εθνικά ομοιογενή προσανατολισμό προς ένα ενιαίο ελληνικό κράτος και έθνος. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα χρησιμοποιεί μόνο στο εσωτερικό της όσο και γεωγραφικά τον όρο Μακεδονία ή Έλληνες Μακεδόνες.

Αυτό σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων θα είμαστε οι μόνοι Μακεδόνες και το κράτος μας η μόνη Μακεδονία διεθνώς.

Αυτό αποτελεί έναν εφιάλτη για τους Έλληνες, έναν εφιάλτη που προσπαθούν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο.

Ωστόσο, το βασικό ζήτημα για την ελληνική πλευρά, σημαντικό για την κατανόηση της διαφωνίας, είναι: γιατί τότε να ξεχωρίσουμε τις έννοιες; Γιατί, λοιπόν, η κοινή χρήση των συμβόλων «Μακεδονία και Μακεδόνες» είναι τόσο σημαντική για αυτούς ώστε να τη διατηρήσουν ως μονοπώλιο; Γιατί αποδέχονται το ρίσκο να κατηγορηθούν διεθνώς και να ανοίξουν μια τόσο μακρόχρονη χαμηλού επιπέδου κρίση στην περιοχή;

Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να γνωρίζει κανείς την ιστορία της «ελληνικής επιτυχίας» να γίνει μέρος της ΕΕ μόνο στη βάση «του ελέγχου» της άδειας χρήσης της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και του πολιτισμού, και όχι με βάση την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων για ένταξη στην ΕΕ (τότε, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΕ, η τότε SFRY [Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας] είχε πολύ καλύτερες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιδόσεις για ένταξη στην ΕΕ από αυτές της Ελλάδας). Ανεξάρτητα από αυτό, η Ελλάδα κατάφερε να γίνει εξέχον και «κερδοφόρο» μέλος της ΕΕ, μόνο ενεργώντας στη βάση της «υποχρέωσης» των ευρωπαϊκών εθνών να δεχτούν ένα νέο μέλος που ελέγχει το έδαφος των αρχαιοελληνικών και λατινικών θεμελίων του Ευρωπαϊκής πολιτισμού. Αυτή η εμπειρία έχει εμφυτευθεί στη συλλογική αντίληψη της ελληνικής κουλτούρας έναντι του εξωτερικού κόσμου.

Τώρα, όταν εμφανίζεται ένας «κίνδυνος» να μοιραστούν ένα μέρος του εν λόγω πολιτισμού με κάποια γειτονική χώρα, τα αμυντικά ένστικτα, με βάση την εμπειρία της υψηλής κερδοφορίας από τις άδειες χρήσης του αρχαίου πολιτισμού, έχουν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια με έναν υστερικό κατακλυσμό. Οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ενοχλημένοι επειδή αυτό μπορεί να συμβεί σε σχέση με μια μικρή χώρα, η οποία σύμφωνα με τις παραδοσιακές αρχές των Βαλκανίων πρέπει να υπόκειται και να «υπακούει» στις μεγαλύτερες περιφερειακές δυνάμεις.

Αυτή η φάρσα τοπικής «αυτοκρατορικής κουλτούρας» και επιτήδευσής τους, αντιπροσωπεύει την κιτς πλευρά της εν λόγω διαφωνίας, ακόμη και σήμερα.

1.2. Για την μακεδονική πλευρά, η διαφορά δεν έχει μόνο τη διάσταση της ονομασίας του κράτους, αλλά είναι επίσης συνδεδεμένη με την ταυτότητα του μικρού σλαβικού έθνους. Αν ένα τέτοιο μικρό έθνος δεν μπορεί να οριστεί ως «Μακεδονικό» και ως τέτοιο να αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, τότε υπάρχει κίνδυνος η παλιά θέση περί «Μακεδονικής Σαλάτας» να ανοίξει, με την έννοια της μη-ύπαρξης ενός ξεχωριστού «Μεκεδονικού» έθνους το οποίο είναι το υπόβαθρο του κράτους με το ίδιο όνομα. Στη συνέχεια, η καταγραφή των λαών που ζουν στη Μακεδονία και εκείνων που αποτελούν μέρος άλλων, μεγαλύτερων εθνών στην περιοχή θα μοιάζει κάπως έτσι: Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Βλάχοι, Ρομά, Τούρκοι, αλλά η πλειοψηφία των εθνοτικών πληθυσμών δεν θα επιτρεπόταν να αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες». Ένας τέτοιος παραλογισμός πρόκειται, ρεαλιστικά μιλώντας, να ανοίξει τη διαδικασία αφομοίωσης από τους άλλους και να φέρουν κοντά σλαβικούς λαούς, ως επί το πλείστον Σέρβους και Βούλγαρους σε βάρος των Μακεδόνων.

Για τους λόγους αυτούς, η διαφωνία για τους Μακεδόνες φαίνεται ως πολύ σημαντική και, ενδεχομένως, «μοιραία».

Με αυτό ως δεδομένο, τούτη η διαφορά είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθεί με τη βοήθεια των τεχνικών της συνήθους «αναζήτησης συμβιβασμού» και της διπλωματικής πίεσης. Ως εκ τούτου, αυτή η διαμάχη συνεχίζεται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Στη δυναμική της σύγκρουση επί αυτής της διαφωνίας, κάθε πλευρά έχει αναπτύξει και ερμηνεύσει πολιτισμικές θέσεις που δεν υπήρχαν εξ αρχής. Οι θέσεις αυτές χρησιμεύουν για τη δημιουργία ή την καλύτερη προετοιμασία της ρητορικής σύγκρουσης. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο των Μακεδόνων, ένα αφήγημα έχει αναπτυχθεί σχετικά με τις πιθανές διασυνδέσεις με τους αρχαίους Μακεδόνες, του Φιλίππου Α’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μια ακραία θέση έχει ληφθεί ακόμη και για να αρνηθεί τον σλαβικό χαρακτήρα του έθνους. Η εν λόγω θέση δεν ήταν δεσπόζουσα ή ακόμη και παρούσα στη Μακεδονία πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η υπόθεση αυτή εμφανίστηκε στους κύκλους των μεταναστών στο εξωτερικό μάλλον νωρίς. Με τη βοήθεια μιας τέτοιας συζήτησης, οι μετανάστες ήταν σε θέση να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στις εσωτερικές πολιτικές σχέσεις στη Μακεδονία.

Κανένα ειδικό όφελος δεν έχει προκύψει από αυτό. Τούτο έχει τώρα καταλήξει ως και στη μορφή καρικατούρας, ελαχιστοποιώντας έτσι τη θέση της χώρας διεθνώς. Ωστόσο, «στις ειδήσεις ή στα επίκαιρα» για τον πολιτισμό και την αντιπαράθεση για την ονομασία, τέτοια κατασκευάσματα για την αποστολή του έθνους αντικαθιστούν την πραγματικότητα. Μέρος της πολυπλοκότητας του προβλήματος βρίσκεται ακριβώς στα προαναφερθέντα.

2. Δεύτερο χαρακτηριστικό της διαφωνίας επί του ονόματος είναι η έλλειψη οποιασδήποτε ισορροπίας.

Αυτή η διαφορά, με άλλα λόγια, είναι ριζικά ανισόρροπη. Στο ζήτημα της ονομασίας, η Ελλάδα έχει αγνοήσει από την αρχή την ύπαρξη διεθνών ζητημάτων στο χαρακτήρα του κράτους που ονομάζεται Μακεδονία, με το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει τελικά να διαπραγματευθεί. Δημιουργώντας σκάνδαλο, κατά την Ελλάδα επειδή ο άλλος «κλέβει την ιστορία» (όπως στις ταινίες με τον Ιντιάνα Τζόουνς), η Ελλάδα απευθυνόταν πάντα σε κάποιον πέρα από την Μακεδονία για το θέμα της Μακεδονίας: τα κράτη μέλη της ΕΕ, τις ΗΠΑ, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη Σερβία, τη Ρωσία, τον εγχώριο πληθυσμό, αλλά ποτέ το κράτος με το οποίο έχει τη διαμάχη για το όνομα. Πράγματι, αυτό είναι μέρος του ιστορικού συμπλέγματος των Βαλκανίων των αυτοκρατορικών τοπικών πολιτισμών (ο σερβικός και ο ελληνικός πολιτισμός είχαν τέτοιους ρόλους), των πελατειακών σχέσεων, της αλαζονείας και της δυσαρέσκειας. Ωστόσο παίρνουν συμπαγή διπλωματική μορφή σε αυτή τη διαφωνία επί του ονόματος.

Έτσι, το χαρακτηριστικό της διαφοράς για το όνομα είναι σημαντικό για την κατάληξη, δεδομένου ότι καθορίζει το σύνολο των διπλωματικών τεχνικών της διαμεσολάβησης που δεν θα απαιτούντο σε τέτοιο βαθμό, εφόσον αυτό το χαρακτηριστικό της έλλειψης ισορροπίας δεν ήταν παρόν.

Από την έναρξή της, η διαφορά έχει εξελιχθεί στο εξής τρίπτυχο: οι δύο πλευρές που εμπλέκονται και ένας ισχυρός μεσολαβητής. Το πλαίσιο του διαμεσολαβητή μερικές φορές ήταν «διπλό»: ο μεσολαβητής που καθορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Σάιρους Βανς, και, αργότερα, ο Μάθιου Νίμιτς (σύμφωνα με το ψήφισμα 917) με τους Αμερικανούς στο παρασκήνιο.

Οι θέσεις των δύο πλευρών σχετικά με τη διαμεσολάβηση, είναι επίσης διαφορετικές. Ωστόσο, με το χρόνο, η θέση της «διπλής διαμεσολάβησης» έγινε αποδεκτή ως αναπόφευκτη. Για παράδειγμα, η Ελλάδα πάντα νιώθει άβολα όταν οι Αμερικανοί είναι μεσολαβητές. Η Ελλάδα έχει φτάσει να θεωρήσει τους Αμερικανούς προκατειλημμένους υπέρ της μακεδονικής πλευράς, ενώ σε ευρύτερο πλαίσιο, θα ήθελε να δει τους Αμερικανούς έξω από την περιοχή, και ως εκ τούτου να θέσει την περιοχή στη διάθεση της ΕΕ και, φυσικά, σε μια τέτοια περίπτωση, με την Ελλάδα στην καίρια θέση.
Τούτο επηρεαζόταν επίσης από το ισχυρό αντι-αμερικανικό αίσθημα στην Ελλάδα, η οποία αισθάνεται πολύ πιο άνετα με τη Ρωσία στην περιοχή, από το να έχει τις ΗΠΑ στην περιοχή.

3. Το τρίτο χαρακτηριστικό της διαφωνίας μεταξύ Ελλάδας - Μακεδονίας αφορά στον χαρακτήρα των δύο κρατών και των κοινωνιών τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αυτό μια διαφωνία διαφορετικών «αφηγήσεων».

Με άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ των κρατών που εμπλέκονται σε μια διαμάχη δίνει πρόσθετη συγκρουσιακή ενέργεια, ή το αντίστροφο, η ομοιότητα μεταξύ τους κάνει τη διαφωνία να εξελίσσεται με λιγότερο σκληρή μορφή. Στην περίπτωσή μας, έχουμε μια συνεχή διαμάχη ανάμεσα σε δύο χώρες που έχουν πολύ διαφορετικές, ή, ακόμη, συγκρουσιακά αποκλίνουσες κοινωνίες και κράτη.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και οι δύο χώρες είναι δημοκρατίες, στην περίπτωση της Ελλάδας, περιλαμβάνει σχεδόν μια σχιζοφρενική εμμονή στην κατασκευή εθνικά ομοιογενούς ελληνικής κοινωνίας που θα έχει ένα ενιαίο και μοναδικό πολιτισμό. Αυτή η εμμονή συνεπάγεται επίσης σκληρή πίεση εναντίον της ποικιλομορφίας και των μειονοτήτων, στο απόλυτο όριο της παρανομίας. Αντιπροσωπεύει στην Ευρώπη μια άτυπη σκληρότητα και ακαμψία έναντι της πολιτιστικής πολυμορφίας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, επιμένοντας παράλληλα στην εθνική ομοιογένεια που θεωρείται ως η απόλυτη προϋπόθεση για τη σταθερότητα και τη λειτουργικότητα του κράτους.

Από την άλλη πλευρά, η Μακεδονία είναι το αντίθετο σε κάθε λεπτομέρεια αυτής της εικόνας. Η Μακεδονία είναι μια πολυ-πολιτισμική κοινωνία των πολιτών, που έχει υψηλό επίπεδο ενσωμάτωσης των διαφόρων πολιτισμών στο πολιτικό σύστημα και όλων των προβλημάτων που αυτή φέρνει. Για παράδειγμα, αυτό θα ήταν το μάλλον αργό, διαπραγματευτικό πολιτικό σύστημα λήψης αποφάσεων που μπλοκάρει από μόνο του μερικές φορές και έτσι χρειάζεται διεθνή υποστήριξη και διαμεσολάβηση. Η Μακεδονία αποτελεί μια ανοιχτή κοινωνία ως τα άκρα, έτσι συμπεριλαμβάνει τη συμμετοχή διεθνών εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, της ΕΕ και των ΗΠΑ σε ορισμένες τοπικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η Μακεδονία έχει, με μεγάλη διαφορά, τα υψηλότερα πρότυπα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, δικαιώματα που ξεπερνούν κατά πολύ το σύνηθες πλαίσιο της μειονότητας. Αυτό με τη σειρά του συμβάλλει στη δημιουργία μιας σπάνιας πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας και ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Από αυτή την άποψη, η Μακεδονία είναι μια μοναδική περίπτωση στην σκληρή πραγματικότητα του περιβάλλοντος των Βαλκανίων.

Όταν η Ελλάδα βλέπει τη Μακεδονία, βλέπει τον δικό της ελληνικό «εφιάλτη»! Η Ελλάδα βλέπει όλα αυτά που δεν θέλει να είναι και το μόνο που φοβάται να γίνει. Στη συνέχεια, αυτός ο φόβος προβάλλεται και μεταφέρεται με υπέρβαση επιθετικότητας και μισαλλοδοξίας εναντίον της Μακεδονίας.

Πράγματι, οι ξένοι εμπειρογνώμονες δεν μπορούν να καταλάβουν την βασική προέλευση αυτών των Ελλήνων φόβων έναντι μιας μικρής, φιλειρηνικής χώρας όπως η Μακεδονία, αν δεν πετύχουν πλήρως και με σαφήνεια να κατανοήσουν αυτή την προοπτική.

Η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τη Μακεδονία ως ένα είδος «πανούκλας ή μόλυνσης» ανεξέλεγκτων εθνικών απαιτήσεων που θα μπορούσαν να διαχυθούν και να εξαπλωθούν στην Ελλάδα, με εύκολο και προβλέψιμο τρόπο. Εάν η Μακεδονία πετυχαίνει και κατασκευάζει ένα λειτουργικό δημοκρατικό σύστημα με τέτοια πλουραλιστική κοινωνία, τότε αυτό θα αποτελέσει μια μεγάλη πρόκληση για εθνοτικά κλειστές κοινωνίες, όπως η ελληνική.

Για την Ελλάδα, η καλύτερη λύση θα ήταν να αποδείξει ότι τέτοια συστήματα, όπως το μακεδονικό, είναι μη λειτουργικά, αδύναμα, εκτεθειμένα σε εκβιασμούς και συνεχώς στα πρόθυρα της εσωτερικής εμπλοκής και της διάλυσης. Το να έχουν μια τέτοια, αδύναμη Μακεδονία στα βόρεια ελληνικά σύνορα, είναι πιθανώς η επιθυμητή ή/και κρυφά, η καλύτερη λύση για την Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα δείχνει ότι είναι υπό διαρκή πολιτική πίεση και επιφύλαξη.
Αυτή η ελληνική παράνοια, την οποία τα συνήθη διπλωματικά «ραντάρ» δεν μπορούν να ανιχνεύσουν και να εντοπίσουν, είναι επίσης ασαφής σε πολλούς διπλωμάτες που εμπλέκονται στη διαφωνία.

Σε αυτό το επίπεδο, η διαφορά μεταξύ της Μακεδονίας και της Ελλάδας έχει, επίσης, κάτι από τη διάσταση της ψυχολόγησης του Jacques-Marie-Émile Lacan, με ασυνείδητους πολιτικούς φόβους.

4.Η φάση του ξεκαθαρίσματος ξεκίνησε με κλασικό τρόπο: με το «ελληνικό σκάνδαλο» στο ΝΑΤΟ. Πράγματι, η Ελλάδα έχει αποφασίσει να μην χάσει την ευκαιρία να μπλοκάρει τη Μακεδονία, παρά τις συμβατικές υποχρεώσεις της από την Ενδιάμεση Συμφωνία. Η Μακεδονία ήταν έτοιμη να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ υπό το όνομα «ΠΓΔΜ» [εξετάστηκε ακόμα και μια τελική συμβιβαστική λύση που πρότεινε το «Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)» ως αντικατάσταση του«ΠΓΔΜ»]. Τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Μακεδονία έχει εκπληρώσει όλες τις άλλες προϋποθέσεις, όμως ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα απείλησε να χρησιμοποιήσει βέτο μόνο και μόνο επειδή εκκρεμεί ακόμη η διαμάχη για το όνομα. Αυτή ήταν μια έκπληξη ακόμα και για τους Αμερικανούς. Πιθανώς στόχευε και σε αυτούς. Κάποιο είδος διεξόδου ήταν η ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών του ΝΑΤΟ να αναφέρουν ότι η πρόσκληση ένταξης της Μακεδονίας είναι οριστική και εγγυημένη, εφόσον το ζήτημα για το όνομα που αμφισβητείται επιλυθεί. Έτσι, η Ελλάδα κατάφερε για άλλη μια φορά, μέσω του σφετερισμού των διαδικασιών, να επιβάλει το δικό της εθνικό συμφέρον και την εθνική της θέση ως συνολική. Ως εκ τούτου, το όνομα έχει γίνει για τη Μακεδονία πρόσθετο κριτήριο για την ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Αυτό έγινε σταδιακά ένα «κριτήριο» και για τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ που αφορά στη Μακεδονία.

Αυτή ήταν η κατάσταση της διαφωνίας, όταν το κείμενο αυτό γράφτηκε (αρχές του 2012).

* * *

Η τελευταία φάση του ξεκαθαρίσματος έχει γίνει περίπλοκη από το ελληνικό βέτο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, υπό την έννοια ότι, μέσα στη Μακεδονία, η νέα, χριστιανική δεξιά (αν σημαίνει κάτι αυτό) λαϊκιστική κυβέρνηση του VMRO-DPMNE, έχει αξιολογήσει ρισκάροντας την διεθνή απομόνωση της χώρας μέσω της πολιτικής της, ότι η Ελλάδα προσποιείται απλώς ότι διαπραγματεύεται και ότι η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη πραγματικά να επιλύσει τίποτα, και ότι η Ελλάδα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδεχθεί την ταυτότητα των Μακεδόνων ως τέτοια.

Επίσης, τώρα το VMRO-DPMNE έχει κάνει ό, τι μπορεί για να μπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και του Μάθιου Νίμιτς. Με τις συνθήκες αυτές, υπάρχει κίνδυνος η τελευταία πρόταση του μεσολαβητή Νίμιτς να πάει χαμένη, μια πρόταση που εμπεριέχει σοβαρά βήματα που θα οδηγήσουν σε ένα λογικό συμβιβασμό, ίσως αποδεκτό από τις δύο πλευρές. Ο μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών απέστειλε την πρόταση αυτή στα ενδιαφερόμενα μέρη τον Αύγουστο του 2008. Η πρόταση αυτή έχει συμπεριλάβει πολλές από τις βασικές πιθανές λύσεις:
- Η προτεινόμενη ονομασία της Μακεδονίας για διεθνή χρήση θα είναι: Βόρεια Δημοκρατία της Μακεδονίας (γεωγραφικός χαρακτηρισμός για το όνομα του κράτους, με βάση τις ελληνικές απαιτήσεις)
- Σύσταση προς τις χώρες που μας έχουν αναγνωρίσει σύμφωνα με το συνταγματικό μας όνομα να χρησιμοποιούν το νέο όνομα (μόνο σύσταση, και πάλι μετά από ελληνική επιμονή)
- Το εθνικό διαβατήριο θα έχει τρία ονόματα: Βόρεια Δημοκρατία της Μακεδονίας (σε λατινικό αλφάβητο και στα αγγλικά και γαλλικά), και Република Македонија (στο κυριλλικό αλφάβητο, στα μακεδονικά)
- Η ονομασία του έθνους και της γλώσσας ως τέτοιας παραμένει ανοικτή.

Στο τελευταίο σημείο του ανταγωνισμού, η προαναφερθείσα πρόταση αυτήν την στιγμή της τρέχουσας φάσης δεν έχει λύση και γι 'αυτό προσφέρει δύο εναλλακτικές: την ελληνική και τη μακεδονική. Η ελληνική εναλλακτική λύση είναι ότι το έθνος και η ταυτότητα πρέπει να προέρχονται από το ίδιο το όνομα του κράτους (ο λαός και η γλώσσα της Βόρειας Δημοκρατία της Μακεδονίας). Από την άλλη πλευρά, η εναλλακτική λύση της Μακεδονίας είναι μάλλον σαφής: το Μακεδονικό έθνος και η μακεδονική γλώσσα. Επί του ζητήματος αυτού, η Μακεδονική πλευρά δεν είναι σε θέση να κάνει κανένα συμβιβασμό, για τους λόγους που αναφέρονται στην αρχή του κειμένου. Λύση θα πρέπει να επιδιωχθεί εντός των τρόπων γραφής του ονόματος «Μακεδονικός».

Υποθετικά, η ελληνική διπλωματική πρόταση έχει προτείνει τα ονόματα να είναι γραμμένα στο κυριλλικό αλφάβητο (το έθνος «македонски», και, η γλώσσα του «македонски», δηλαδή, το Makedonski έθνος και η γλώσσα Makedonski). Για τους Έλληνες, αυτό είναι μια λύση, γιατί έμμεσα, μέσα από το αλφάβητο, καθορίζουν ότι αυτό αναφέρεται σε ένα σλαβικό έθνος, τους Μακεδόνες. Ωστόσο, η μετάφραση είναι στραμπουληγμένη, και, γλωσσικά, είναι δύσκολο να λειτουργήσει. Ως εκ τούτου, μια πιθανή λύση θα μπορούσε να επιδιωχθεί στο πλαίσιο της τριπλής συγγραφής του μακεδονικού χαρακτηριστικού για το έθνος και για τη γλώσσα: македонски (δηλαδή, Μακεδονικός, αλλά σε κυριλλικό αλφάβητο, ως το πρώτο χαρακτηριστικό), Macedonian και macédonien (στα Αγγλικά και στα γαλλικά) για το έθνος και για τη γλώσσα. Αυτά τα τρία επίθετα θα πήγαιναν μαζί σε ένα πακέτο και αυτός είναι ο τρόπος του πώς θα καταγράφεται επίσημα στους διεθνείς οργανισμούς το έθνος μας και η γλώσσα μας.

Στο μεταξύ ένα νέο στοιχείο της διαφωνίας είναι η απόφαση (Νοέμβριος 2011) του Δικαστηρίου της Χάγης σε μια διαδικασία που ξεκίνησε από την Μακεδονία, η οποία μήνυσε την Ελλάδα για την καταπάτηση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (συμφωνία από το 1995 ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μακεδονία) στο άρθρο 11 – παρεμποδίζοντας τη Μακεδονία να εισέλθει στο ΝΑΤΟ (στη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι) κάτω από το όνομα FYROM.

Η απόφαση ήταν ξεκάθαρα υπέρ της Μακεδονίας σε αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα. Αλλά τα συμπεράσματα και οι συνέπειες της απόφασης του Δικαστηρίου είναι, κατά μία έννοια, περιπλοκή για τη μακεδονική θέση στη διαμάχη για το όνομα. Δηλαδή, η μακεδονική κυβέρνηση έγινε αιχμάλωτη της νίκης. Κατά την ερμηνεία της απόφασης, ο κυβερνών συνασπισμός κομμάτων VMRO-DPMNE καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ώστε να πιέσει για δραματική μετατόπιση της θέσης των μελών του ΝΑΤΟ και των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη θέση τους επί της διαφωνίας για το όνομα(;)! Αυτό είναι αφελής και λαϊκίστικη πολιτική, κυρίως για εγχώρια χρήση. Στη διεθνή πολιτική αυτού του είδους τη μετατόπιση η Μακεδονία δεν μπορεί να την επιδιώκει, έστω και με βοήθεια των φιλικών της χωρών. Οι συνέπειες είναι να χάσει αποφασιστικό χρόνο, ή να ασκήσει μια πολιτική μη διαπραγμάτευσης για το συγκεκριμένο θέμα.

Η ρητορική της μακεδονικής κυβέρνησης παραμένει ψευτο-πιεστική. Στην ουσία αυτή η πολιτική ελίτ δεν μπορεί και δεν θέλει να επιλύσει το θέμα της διαφωνίας ονόματος.
Νέα στοιχεία θα προκύψουν μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Σικάγο, τον Απρίλιο του 2012, όταν ορισμένες πιθανότητες για αλλαγές στην κυρίαρχη σύνθεση θα είναι πραγματικές.

* * * * *
Το παρόν άρθρο αποτελεί την κατά το δυνατόν πιστότερη μετάφραση από το πρωτότυπο κείμενο του συγγραφέα στην αγγλική γλώσσα.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.