Η Τουρκία κόντρα στο Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία κόντρα στο Ιράν

Η μάχη για την καρδιά των μουσουλμάνων
Περίληψη: 

Η Αραβική Άνοιξη δημιούργησε μια ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα σε Άγκυρα και Τεχεράνη, την οποία φαίνεται να κερδίζει η πρώτη εκ των δύο. Μεταξύ άλλων, αυτή η σύγκρουση μειώνει τους φόβους ότι το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) θα κατευθύνει την Τουρκία αμετάκλητα προς την Ανατολή.

Ο MUSTAFA AKYOL είναι Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας του Islam Without Extremes: A Muslim Case for Liberty [1](W. W. Norton, 2011).

Σε μια ομιλία του τον περασμένο Αύγουστο, ο Αγιατολάχ Χασεμί Σαχρουντί, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ιρανικής Δικαιοσύνης από το 1999 μέχρι το 2009 και τώρα είναι μέλος του Συμβουλίου των Φρουρών [της Ισλαμικής Επανάστασης], υποστήριξε ότι «οι αλαζονικές δυτικές δυνάμεις φοβούνται τις περιφερειακές σχέσεις των χωρών [με το Ιράν]». Συνέχισε προσπαθώντας να επιβεβαιώσει ότι, από το φόβο τους, οι ίδιες δυνάμεις υποστήριζαν «καινοτόμα μοντέλα του Ισλάμ, όπως το φιλελεύθερο Ισλάμ στην Τουρκία», για να «αντικαταστήσουν το αληθινό Ισλάμ», όπως εφαρμόζεται από το Ιράν.

Αφήνοντας κατά μέρος τη συνωμοσιολογική του διάθεση, οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή έχουν επιβεβαιώσει κάπως τις ανησυχίες του Σαχρουντί. Η Αραβική Άνοιξη έχει αυξήσει την ιδεολογική ένταση μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης, και το μοντέλο της Τουρκίας φαίνεται να κερδίζει. Την περασμένη άνοιξη, το Ιράν υποστήριζε συχνά ότι οι αραβικές επαναστάσεις ήταν παρόμοιες με την ιρανική επανάσταση που ξέσπασε μια δεκαετία νωρίτερα και θα εγκαινιάσει παρόμοιες κυβερνήσεις. Ωστόσο, στην Τυνησία και την Αίγυπτο, για πρώτη φορά, οι ηγετικές φυσιογνωμίες στα κύρια ισλαμικά κόμματα έχουν κερδίσει τις εκλογές με τη ρητή προτίμηση προς το «μοντέλο της Τουρκίας» και όχι προς μια θεοκρατία ιρανικού τύπου. Επιπροσθέτως, τον Δεκέμβριο του 2011, το παλαιστινιακό κίνημα Χαμάς έριξε αλάτι στην πληγή όταν ένας εκπρόσωπός του ανακοίνωσε τη στροφή του οργανισμού προς την κατεύθυνση «μιας πολιτικής μη-βίαιης αντίστασης», η οποία αντικατοπτρίζει την απόφασή της να αποστασιοποιηθεί από τη Συρία και το Ιράν και να κινηθεί πιο κοντά στην Αίγυπτο, την Τουρκία και το Κατάρ.

Η σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Ιράν ήταν κάτι περισσότερο από απλώς ρητορική. Η Τεχεράνη υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ, ενώ η Άγκυρα έχει καταδικάσει τη «βαρβαρότητα» του καθεστώτος και έριξε το βάρος της στην αντιπολίτευση, φιλοξενώντας το Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, την εξόριστη κυβέρνηση των ανταρτών και τον στρατό της. Στο Ιράκ, το Ιράν είναι προστάτης των σιιτών. Η Τουρκία είναι, τουλάχιστον στα μάτια πολλών στη Μέση Ανατολή, η πολιτική και οικονομική ευεργέτις της σουνιτών και των Κούρδων. Και οι δύο χώρες είχαν εντάσεις κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στην Τουρκία τον Σεπτέμβριο του 2011. Η τουρκική κυβέρνηση επιμένει ότι η αντιπυραυλική ασπίδα δεν αναπτύχθηκε ως προστασία εναντίον του Ιράν. Παρ' όλα αυτά, τον Δεκέμβριο, ένας Ιρανός πολιτικός αξιωματούχος προειδοποίησε ότι η χώρα του θα επιτεθεί στην Τουρκία εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ισραήλ επιτεθούν στο Ιράν.

Ο καυγάς μεταξύ του Ιράν και της Τουρκίας διαψεύδει εκείνους τους πολιτικούς σχολιαστές στη Δύση που, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ανήλθε στην εξουσία στην Τουρκία το 2002, είχαν θεωρήσει δεδομένη την στροφή της Τουρκίας από τη Δύση προς την Ανατολή. Αφότου η Τουρκία μεσολάβησε σε μια συμφωνία ανταλλαγής πυρηνικών καυσίμων με το Ιράν και τη Βραζιλία τον Μάιο 2010, η Δύση έγινε ακόμη περισσότερο ανήσυχη. Δεκάδες άρθρα, συμπεριλαμβανομένου και ενός στη The New York Times, από τον Thomas Friedman, που διατηρεί μια στήλη στην εφημερίδα, χαρακτήρισαν τη νέα προοπτική της Τουρκίας ως «ντροπή [2]». Και όταν η Τουρκία ψήφισε κατά των νέων κυρώσεων στο Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ένα μήνα αργότερα, ο Con Coughlin, ο αρχισυντάκτης των διεθνών θεμάτων της Telegraph, το είδε ως ένα σημάδι μιας αναδυόμενης και επικίνδυνης τουρκο-ιρανικής συμμαχίας, αναρωτώμενος αν «Η Τουρκία θέλει πραγματικά να είναι η χώρα που είναι αρμόδια για την έναρξη ενός πολέμου μεταξύ του Ιράν και της Δύσης; [3]».

Στην πραγματικότητα, κατά την τελευταία δεκαετία, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν ήταν καθόλου τόσο απλή όπως μια επιλογή μεταξύ Ανατολής και Δύσης ή μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντ’ αυτού, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, έχει ακολουθήσει έναν τρίτο δρόμο, με την ενίσχυση των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της Τουρκίας με όλους τους γείτονές της. Με αυτό τον τρόπο, ο ίδιος προσπάθησε να περπατήσει μεταξύ των «δογματικών» της περιοχής, όπως ο Πρόεδρος Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ του Ιράν και των «μετριοπαθών», όπως ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ.

Η Δύση, βέβαια, προτιμούσε τους μετριοπαθείς, αλλά συχνά αποτύγχανε να δει ότι η χειραφέτησή τους, το μόνο που έκανε ήταν να ενθαρρύνει τους δογματικούς. Οι αγαπημένοι άραβες κυβερνήτες της Δύσης, όπως ο Μουμπάρακ και ο Ζινέ ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί, ο πρώην πρόεδρος της Τυνησίας, επαινούνταν όχι μόνο γιατί ήταν μετριοπαθείς αλλά γιατί ήταν και κοσμικοί, όμως ήταν σκληροί και διεφθαρμένοι δικτάτορες οι οποίοι στερούνταν νομιμότητας στα μάτια των λαών τους. Δεν εξελέγησαν, και, δεδομένου ότι συχνά φαινόταν σαν να είναι μαριονέτες των Δυτικών, στην πραγματικότητα χρησίμευσαν στην ατζέντα των δογματικών, οι οποίοι συγκριτικά φαίνονταν αυθεντικοί και ευγενείς.
Ο «τρίτος δρόμος» του ΑΚΡ βασίζει το αίτημά του για μετριοπάθεια και μοντερνισμό όχι στις καλές σχέσεις με τη Δύση (αν και προσπαθεί να τις κρατήσει σε αξιοπρεπές επίπεδο), αλλά στο δημοκρατικό του σύστημα και τον πραγματισμό του. Αν και αυτός που είναι στην κορυφή του κόμματος είναι γενικά ευσεβής, δεν έχει επιβάλει τον κανόνα της σαρία στην Τουρκία, όπως κάποιοι κοσμικοί Τούρκοι φοβούνται και δεν έχει εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη προς τη διάδοση του ισλαμισμού. Αντ' αυτού, έχει επικεντρωθεί στην ήπια ισχύ και τα οικονομικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, αν και διάφορα ισλαμικά κόμματα συχνά κάνουν έκκληση για μια «ισλαμική οικονομία» χωρίς συμφέροντα, το ΑΚΡ έχει επιλέξει να ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία και ακολουθεί αρκετά φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Η κυβέρνηση απέφυγε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να περιορίσει τις συναλλαγές και τις επενδύσεις, προσπαθώντας να έχει «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες».