Το μέλλον του γουάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον του γουάν

Ο αγώνας της Κίνας να διεθνοποιήσει το νόμισμά της

Ο δεύτερος λόγος για να φοβούνται τη διεθνοποίηση ενός νομίσματος αφορά στον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως η Κίνα σήμερα, η Γερμανία, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες όλες αναδείχθηκαν ως εμπορικές δυνάμεις σε μια περίοδο που τα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα υφίσταντο αυστηρές ρυθμίσεις. Οι κυβερνήσεις επέβαλλαν ανώτατα όρια επί των επιτοκίων των τραπεζικών καταθέσεων και περιόριζαν τις επενδυτικές ευκαιρίες των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών ταμείων, ώστε να παραμένουν φθηνά αυτά τα κεφάλαια. Αλλά αυτή η «οικονομική καταστολή» εγκλώβιζε τους αποταμιευτές σε χαμηλές αποδόσεις και η ζήτηση για κεφάλαια που ήταν φθηνά με τεχνητό τρόπο υπερκάλυπταν συχνά την προσφορά, αφήνοντας ορισμένους δανειολήπτες απογοητευμένους. Η διεθνοποίηση των νομισμάτων απείλησε το μοντέλο ανάπτυξης με φθηνό κεφάλαιο με το να απελευθερώσει αποταμιευτές και των δανειολήπτες ώστε να βρουν ο ένας τον άλλο στο εξωτερικό, μακριά από την πρόσβαση των ρυθμιστικών Αρχών.

Αυτές οι επιφυλάξεις σχετικά με την παγκοσμιοποίηση ενός νομίσματος συνέβαλαν στο να υπάρχουν μεγάλα διαστήματα μεταξύ της ανάδυσης ενός έθνους ως μία πρώτης τάξεως δύναμη και της ευρείας χρήσης των χρημάτων του από ξένους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν μεγαλύτερη οικονομία από ό, τι το Ηνωμένο Βασίλειο το 1872, αλλά το δολάριο δεν άρχισε να εκτοπίζει τη λίρα ως κυρίαρχο διεθνές νόμισμα μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα και τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες συχνά εμφανίστηκαν αδιάφορες για το κύρος του νομίσματός τους. Στη δεκαετία του 1970, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον εγκατέλειψε τον «κανόνα του χρυσού», θυσιάζοντας το διεθνές κύρος τού δολαρίου στο βωμό της εσωτερικής ανάκαμψης. Ομοίως, η Ιαπωνία αντιστάθηκε στη διεθνοποίηση του νομίσματός της μέχρι το 1980, όταν κατέστη αδύνατο να αντισταθεί στις αμερικανικές πιέσεις για να επιτρέψει στις αμερικανικές επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου να εισέλθουν στην ιαπωνική αγορά. Το γερμανικό μάρκο ήταν ένα αποθεματικό νόμισμα, διότι οι ξένοι ήθελαν να το κατέχουν, όχι επειδή οι γερμανικές Αρχές επεδίωξαν ενεργά την εξέλιξη αυτή.

Η ΔΟΛΑΡΙΑΚΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

Αν άλλες αναδυόμενες δυνάμεις έχουν αντισταθεί στη διεθνοποίηση των νομισμάτων τους, γιατί είναι η πολιτική της Κίνας τόσο διαφορετική; Η απάντηση είναι ότι η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση έφερε αντιμέτωπη την Κίνα με τους κινδύνους που ενυπάρχουν στην ηγεμονία του δολαρίου. Το οικονομικό μοντέλο της Κίνας είχε βασιστεί στην αύξηση των εξαγωγών με τη διατήρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της υποτιμημένη. Αυτό απαιτούσε από την Κεντρική τράπεζα της Κίνας να αγοράζει μεγάλες ποσότητες δολαρίων, ενισχύοντας το κύρος του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Αλλά η κρίση αποκάλυψε ότι τα οφέλη του μοντέλου αυτού ήταν μικρότερα από όσο φαινόταν και ότι το κόστος θα μπορούσε να είναι σημαντικά υψηλότερο.

Η κρίση έδειξε ότι με το να στηρίζει την ανάπτυξή της στις εξαγωγές, η Κίνα είχε μείνει εκτεθειμένη σε μια απότομη ανατροπή αν οι ξένες αγορές κατέρρεαν. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009, η κατάρρευση της ζήτησης στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσε πτώση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας στο 6,2%, αφότου κατέγραφες ποσοστά ανάπτυξης 10% ή και περισσότερο σε καθένα από τα δέκα προηγούμενα τρίμηνα. Η κρίση ανέδειξε επίσης το πιθανό κόστος της Κίνας από τη συσσώρευση αποθεματικών δολαρίου. Για να διατηρήσει το γουάν υποτιμημένο, η Κίνα είχε αγοράσει χρηματοοικονομικά προϊόντα αξίας 1,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του περίπου 7% του συνόλου των ομολογιών που εκδίδονται από τους δανειστές διασυνδεδεμένους με την αμερικανική κυβέρνηση, όπως οι καταστροφικά υπερμοχλευμένοι οργανισμοί Fannie Mae και Freddie Mac. Η κρίση έπεισε το Πεκίνο ότι θα μπορούσε μια ημέρα να αντιμετωπίσει μια σοβαρή ζημιά επί των επενδύσεων αυτών.

Οι ηγέτες της Κίνας απάντησαν στο σοκ με το να ασκήσουν κριτική στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η προσπάθεια ξεκίνησε από τον Zhou Xiaochuan, τον διοικητή της Τράπεζας του Λαού της Κίνας (Κεντρική Τράπεζα της χώρας). Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της τράπεζας τον Μάρτιο του 2009, έκανε έκκληση για πολύ μεγαλύτερη χρήση των ΕΤΔ ως εναλλακτική λύση έναντι του δολαρίου. Άλλοι Κινέζοι αξιωματούχοι ακολούθησαν το παράδειγμα του Ζου, υποστηρίζοντας ότι το καλάθι των νομισμάτων που καθορίζει την αξία των ΕΤΔ θα πρέπει να επεκταθεί για να περιλάβει το γουάν και ότι, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την αλλαγή αυτή, το γουάν θα πρέπει να διεθνοποιηθεί. Αντηχώντας τις καταγγελίες που έκαναν οι γάλλοι ηγέτες στη δεκαετία του 1960 για «εξωφρενικό προνόμιο» - την ικανότητα μιας χώρας να δανείζεται φθηνά και φαινομενικά χωρίς όριο στο δικό της νόμισμα - Κινέζοι αξιωματούχοι και επιστήμονες υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν κατάχρηση της νομισματικής ελευθερίας τους και μεταβιβάζουν το κόστος στον υπόλοιπο κόσμο με τη μορφή της υποτίμησης του νομίσματός τους και της χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Η επακόλουθη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την Federal Reserve και οι χαοτικές προσπάθειες του Κογκρέσου να ελέγξουν το εθνικό χρέος δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αυξήσουν την απογοήτευση της Κίνας.