Πώς η Βόρεια Κορέα αποφεύγει τη διεθνή κατακραυγή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Βόρεια Κορέα αποφεύγει τη διεθνή κατακραυγή

Οι επιδέξιοι ελιγμοί της Πιονγιάνγκ

Μην κάνετε λάθος: κανείς δεν πιστεύει ότι η Βόρεια Κορέα θα κερδίσει πραγματικά έναν τέτοιο πόλεμο. Η χώρα οικονομικά επισκιάζεται από τη Νότια Κορέα και η στρατιωτική ισορροπία μετατοπίζεται εδώ και πολύ καιρό εναντίον του Βορρά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στρατιωτικοί αναλυτές [1] κατέληξαν στο συμπέρασμα [2] ότι αν ξεσπάσει ποτέ ένας πόλεμος η CFC θα επικρατήσει και οι επακόλουθες δύο δεκαετίες πείνας και έλλειψης ενεργειακών πόρων θα αποδυναμώσουν περαιτέρω τη θέση της Βόρειας Κορέας. Αλλά ακόμα κι αν η Πιονγκγιάνγκ έχανε τον πόλεμο, κανείς δεν θέλει και να την πολεμήσει. Η Βόρεια Κορέα μπορεί να προκαλέσει ακόμα φοβερό πόνο στη Νότια Κορέα (και, ενδεχομένως, με τους βαλλιστικούς πυραύλους της, στην γειτονική Ιαπωνία). Η πόλη της Σεούλ, που φιλοξενεί πάνω από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους βρίσκεται εντός της εμβέλειας του πυροβολικού της Βόρειας Κορέας. Οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας γνωρίζουν ότι ένας δεύτερος πόλεμος της Κορέας θα ήταν ένας πόλεμος για την ίδια την ύπαρξη του καθενός - ότι ούτε το καθεστώς ούτε οι ίδιοι θα επιβιώσουν μια ήττα - και έτσι θα έχουν κίνητρο να χρησιμοποιήσουν κάθε όπλο στο οπλοστάσιό τους, συμπεριλαμβανομένων των όπλων μαζικής καταστροφής. Είναι η Βόρεια Κορέα τόσο τρελή που αν η CFC πραγματοποιήσει μια πράξη περιορισμένων αντιποίνων η χώρα θα ξεκινήσει έναν πόλεμο που θα μπορούσε να καταλήξει στη σίγουρη δική της καταστροφή; Κανείς δεν θέλει να μάθει.

Το δεύτερο σκέλος της βορειοκορεατικής τριάδας είναι το φάντασμα της δικής της κατάρρευσης. Λόγω της οικονομικής της αδυναμίας και της αβεβαιότητας σχετικά με την πολιτική ηγεσία της μετά την πρόσφατη μετάβαση εξουσίας, η χώρα μοιάζει με ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα που ένα σκούντημα μπορεί να γκρεμίσει. Οι γείτονες φοβούνται ότι η κατάρρευση του καθεστώτος [3] θα διαλύσει το δίκτυο διανομής τροφίμων της χώρας, ξεκινώντας έτσι μια ανθρωπιστική κρίση και στέλνοντας πρόσφυγες (και ίσως κάποια πυρηνικά) μέσω των συνόρων. Η CFC και η Κίνα μπορεί να παρέμβουν η κάθε μια ξεχωριστά για να βρουν τα πυρηνικά όπλα που θα λείπουν ή να σταθεροποιήσουν μια χαοτική Βόρεια Κορέα, κάτι που θα μπορούσε να κλιμακώσει την κρίση [4].

Έτσι, η Σεούλ διστάζει να χτυπήσει σκληρά τη Βόρεια Κορέα: όχι μόνο επειδή ανησυχεί για αυτό το είδος της αστάθειας βραχυπρόθεσμα, αλλά και γιατί φοβάται το μακροπρόθεσμο πρόβλημα του να πρέπει να οικοδομήσει τη Βόρεια Κορέα ξανά από τα ερείπια. Οι υποδομές της Βόρειας Κορέας καταρρέουν και ο φιλάσθενος πληθυσμός της είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένος για να λειτουργήσει σε ένα σύγχρονο κράτος. Το να οργανώσουν το χάος της Βόρειας Κορέας θα καταναλώσει το χρόνο και τον πλούτο μιας γενιάς Νοτιοκορεατών. Από την πλευρά της Κίνας [5], οι εφιάλτες μιας πιθανής κατάρρευσης έξω στα σύνορά της (και σε μακροπρόθεσμη βάση, η σκέψη μιας ενοποιημένης Κορέας ευθυγραμμισμένης με τις Ηνωμένες Πολιτείες) εξηγούν γιατί το Πεκίνο ήταν απρόθυμο να επιβάλλει πειθαρχία στην Πιονγιάνγκ.

Τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας αποτελούν το τρίτο σκέλος της στρατηγικής της αποτροπής που χρησιμοποιεί η Πιονγιάνγκ. Για πολλά χρόνια, η CFC απέφυγε αντίποινα διότι φοβήθηκε μήπως ξεσπάσει άλλος ένας δαπανηρός συμβατικός πόλεμος. Η απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Πιονγιάνγκ έχει κάνει ακόμη πιο τρομακτική τη σκέψη ενός δεύτερου πολέμου στην Κορέα. Αλλά η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να ξέρει αν η πυρηνική αποτρεπτική δύναμη της Βόρειας Κορέας λειτουργεί: στο κάτω - κάτω, η εκστρατεία του Ομπάμα για έναν κόσμο απαλλαγμένο από πυρηνικά όπλα βασίζεται στον ισχυρισμό ότι είναι τα πυρηνικά είναι άχρηστα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν θα παραδεχθούν ότι αποθαρρύνονται από έναν αδύναμο αντίπαλο που διαθέτει μια χούφτα πυρηνικών μηχανισμών που δεν λειτουργούν καλά [6], η Βόρεια Κορέα το γνωρίζει - και το ίδιο κάνουν το Ιράν και άλλοι πυρηνικοί υποψήφιοι που φοβούνται την αλλαγή του καθεστώτος τους.

Χάρη στα όπλα πυρηνικά της Βόρειας Κορέας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και άλλες χώρες αποδοκιμάζουν την επιθετικότητα της Βόρειας Κορέας, αλλά περιορίζουν τα αντίποινά τους σε μπαράζ ρητορικής. Οι χώρες τείνουν να είναι εξαιρετικά προσεκτικές όταν ασχολούνται με τα πυρηνικά όπλα των αντιπάλων. Η Ινδία, για παράδειγμα, έχει αναγκαστεί να ανεχθεί την τρομοκρατία του Πακιστάν, με πιο γνωστό περιστατικό τις επιθέσεις στη Βομβάη το 2008. Στον απόηχο της επίθεσης εναντίον του ινδικού κοινοβουλίου το 2001 (που πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, από ομάδες που σταθμεύουν στο Πακιστάν), το ινδικό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε, «εμείς θα διαλύσουμε τους τρομοκράτες και τους χορηγούς τους, όπου κι αν βρίσκονται, όποιοι κι αν είναι». Αλλά ποτέ δεν το έκανε, διότι αυτό θα συνεπαγόταν στρατιωτικές ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πυρηνικό πόλεμο. Τα πυρηνικά όπλα του Πακιστάν, όπως και της Βόρειας Κορέας, τους δίνουν ένα συγχωροχάρτι.

Είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποια όρια στην ανοχή του κόσμου απέναντι στην επιθετικότητα της Βόρειας Κορέας - κάποια στιγμή κατά την οποία η Νότια Κορέα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τους φόβους του πολέμου και της κατάρρευσης, θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Βόρεια Κορέα είναι πολύ επικίνδυνη χώρα για να ζουν μαζί της και ότι η αλλαγή καθεστώτος είναι η λιγότερο τρομακτική επιλογή. Αλλά αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να είναι λάθος. Όσο απαράδεκτο κι αν είναι να «ξεχαστούν» οι απόπειρες δολοφονίας από την Βόρεια Κορέα καθώς και οι άλλες προκλήσεις της, είναι επίσης δύσκολο να φανταστούμε τι θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει τη Σεούλ και την Ουάσινγκτον να στοιχηματίσουν στην αλλαγή του καθεστώτος σε μια ναυαγισμένη, οπλισμένη με πυρηνικά κατεστραμμένη χώρα.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/137399/jennifer-lind/why-north-ko...