Το Βατικανό και η παγκόσμια οικονομική μεταρρύθμιση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Βατικανό και η παγκόσμια οικονομική μεταρρύθμιση

Το μέλλον της Εκκλησίας στη χρηματοπιστωτική τάξη
Περίληψη: 

Το Βατικανό έχει κάνει πρόσφατα εκκλήσεις για παγκόσμια οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά η διδασκαλία της Εκκλησίας παλεύει να διευθετήσει τη διευρυνόμενη απόκλιση ανάμεσα στις άμεσες οικονομικές προσδοκίες των Καθολικών στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και εκείνων που ζουν στις αναδυόμενες οικονομίες.

Ο Samuel Gregg είναι Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Acton.

Τον περασμένο Οκτώβριο, μια τολμηρή πρόταση για μεταρρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος προήλθε από μια απρόσμενη πηγή: την Καθολική Εκκλησία. Καθώς η ευρωζώνη έφτανε στα όρια του οικονομικού χάους, το Ποντιφικό Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη και την Ειρήνη - ένα όργανο της Ρωμαϊκής Κουρίας που συμβουλεύει τον Πάπα σχετικά με θέματα οικονομικής δικαιοσύνης, ειρήνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων- εξέδωσε το κείμενο «Προς τη μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος στο πλαίσιο της παγκόσμιας δημόσιας αρχής» (πιο απλά αποκαλείται «Σημείωση»). Ο λόγος που το Συμβούλιο το δημοσιοποίησε ήταν σαφής: η Εκκλησία ήθελε να προσελκύσει την προσοχή των ηγετών του κόσμου, καθώς συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τις τρέχουσες αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές στη Σύνοδο της G-20 στις Κάννες και να προσθέσει τη φωνή της σε όσους υποστηρίζουν τον έλεγχο του κεφαλαίου (όπως ο «φόρος Tobin»), ώστε να αποθαρρύνουν τη διεθνή χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία. Στη συνέχεια, στις αρχές του περασμένου μήνα, κατά τη διάρκεια του χαιρετισμού για το Νέο Έτος σε διπλωμάτες διαπιστευμένους στο Βατικανό, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ ' ενίσχυσε την έκκληση για ηθική στην παγκόσμια οικονομία. Τα λόγια του Πάπα αντηχούσαν την επείγουσα έκκληση της Σημείωσης για νέα, ακόμα πιο ριζοσπαστική θεώρηση των κανόνων και των θεσμών που διέπουν την παγκόσμια οικονομία.

Η Σημείωση υποστήριζε ότι η βασική αιτία των σημερινών οικονομικών δεινών είναι η ανάπτυξη υπερβολικής πιστωτικής και νομισματικής ρευστότητας τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε επενδυτικές φούσκες και ξεκίνησε μια σειρά από κρίσεις χρέους και εμπιστοσύνης. Έκρινε, επίσης, ότι η έλλειψη ρυθμιστικών ελέγχων στη διεθνή οικονομία επιδείνωσε το πρόβλημα - με άλλα λόγια, ότι ο ρυθμός της οικονομικής παγκοσμιοποίησης έχει βγει εκτός ελέγχου. Η αστάθεια και η οικονομική ανισότητα που προέκυψαν σημαίνουν ότι ο κόσμος απαιτεί πλέον «ένα σύστημα διακυβέρνησης της οικονομίας και της διεθνούς χρηματοδότησης». Όπως υποστήριξε το Συμβούλιο, μόλις οι ηγέτες του κόσμου αναγνωρίσουν ότι η αυξανόμενη παγκόσμια αλληλεξάρτηση αναγκάσει τις χώρες να προχωρήσουν πέρα από τη διεθνή τάξη που επιβλήθηκε στη Βεστφαλία ή που βασίζεται στο κράτος, θα είναι περισσότερο προετοιμασμένοι να εκχωρήσουν την κυριαρχία τους στα συμφέροντα του κοινού καλού της παγκόσμιας ανθρωπότητας.

Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία της Εκκλησίας και την κοινωνική θεωρία της, η έκκλησή της για μια υπερεθνική αρχή δεν αποτελεί έκπληξη. Η Εκκλησία εδώ και πολλά χρόνια έχει δει την εθνικο-κρατική κυριαρχία ως μια πρόκληση για την αυτονομία της. Ιστορικά, ήταν πολύ πιο άνετο να λειτουργεί μέσα σε πιο ρευστές διεθνοποιημένες ρυθμίσεις, όπως έγινε κατά τη διάρκεια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή της Μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης. Η καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έπεισε αξιωματούχους Ευρωπαίους Καθολικούς ότι η δύναμη των εθνών-κρατών έπρεπε να εξημερωθεί. Αυτό μας βοηθά να εξηγήσουμε γιατί η Εκκλησία ήταν τόσο υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Πράγματι, εξέχοντες καθολικοί όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Robert Schuman υπήρξαν κεντρικοί πρωταγωνιστές στις διαδικασίες που κινητοποιήθηκαν από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Έξι χρόνια αργότερα, ο Πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙΙ υποστήριξε την ιδέα μιας παγκόσμιας αρχής, ένα αίτημα που επαναλήφθηκε σε όλα τα επόμενα κοινωνικά διδάγματα των Παπών. Η Εκκλησία έχει αποφύγει να αναγνωρίσει ένα τέτοιο όργανο, ειδικά δε τα Ηνωμένα Έθνη. Και είχε την τάση να περιγράφει τις λειτουργίες μιας τέτοιας αρχής με πολύ γενικούς όρους, όπως «συντονισμός». Αλλά η λογική λέει ότι αν οι συνθήκες που διευκολύνουν την ανθρώπινη εξέλιξη υπερβαίνουν όλο και περισσότερο τα εθνικά σύνορα, η απαίτηση του σύγχρονου κράτους να είναι η ανώτατη πολιτική αρχή που θα έχει την ικανότητα να συντονίζει τις συνθήκες αυτές είναι αδικαιολόγητη. Στην πράξη, ορισμένοι αξιωματούχοι της Εκκλησίας εκτιμούν ότι για την Εκκλησία θα ήταν ευκολότερο να καθοδηγεί μια παγκόσμια αρχή, από ότι μια παγκόσμια τάξη κυρίαρχων εθνών-κρατών.

Ωστόσο, μια παγκόσμια αρχή θα μπορούσε να στρέψει τα οικονομικά συμφέροντα των Καθολικών στις αναπτυγμένες χώρες αντί σε αυτά στις αναπτυσσόμενες χώρες, δημιουργώντας προκλήσεις για το πώς η Εκκλησία παρουσιάζει τις διδασκαλίες της για τα οικονομικά θέματα στους Καθολικούς όλου του κόσμου. Πολλές χώρες σε όλη τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία βρίσκονται σε μια ριζικά διαφορετική οικονομική και γεωπολιτική θέση από εκείνες της προβληματικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εκκλησία, όμως, πρέπει να εμβαθύνει την εκτίμησή της για τον τρόπο που η παγκόσμια λειτουργία των οικονομικών παραγόντων όπως το συγκριτικό πλεονέκτημα, τα κίνητρα και οι ανταλλαγές έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στους Καθολικούς που ζουν σε πολύ ανόμοιες οικονομικές συνθήκες. Αλλά, αυτό έχει επίσης επιπτώσεις στη θέση της Εκκλησίας σχετικά με τις οικονομικές λειτουργίες που θα αναληφθούν από μια παγκόσμια αρχή. Τέτοιες ευθύνες, για παράδειγμα, θα μπορούσαν πρωταρχικά να αφορούν την προώθηση της μεγαλύτερης οικονομικής ολοκλήρωσης μέσω της άρσης εμποδίων στο εμπόριο. Αυτό, όμως, θα ήταν ασύμβατο με το θέμα της Σημείωσης, ότι οι οικονομικές λειτουργίες μιας παγκόσμιας αρχής θα πρέπει να επικεντρωθούν στην εξασφάλιση μεγαλύτερου ελέγχου στο ρυθμό των αλλαγών μέσω των διεθνών κανονισμών που, εάν εφαρμοστούν, θα παρεμπόδιζαν σημαντικά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των αγαθών και του κεφαλαίου.