Το Βατικανό και η παγκόσμια οικονομική μεταρρύθμιση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Βατικανό και η παγκόσμια οικονομική μεταρρύθμιση

Το μέλλον της Εκκλησίας στη χρηματοπιστωτική τάξη

Ενώ η ανώτερη ηγεσία της Εκκλησίας είναι δυσανάλογα ευρωπαϊκή ως προς τη σύνθεση, το επίκεντρο της Καθολικής Εκκλησίας σε μη επεξεργασμένα νούμερα έχει μετατοπιστεί προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που περιέχονται στο Annuario Pontificio του Βατικανό για το 2011, οι ευρωπαίοι καθολικοί αντιπροσωπεύουν σήμερα μόλις το 24% του 1,18 δισεκατομμυρίου των καθολικών του κόσμου. Το 1948, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου 49%. Σήμερα, σχεδόν 50% του συνόλου των καθολικών ζει στην Αμερική και οι περισσότεροι από αυτούς νότια του Ρίο Γκράντε. Δημογραφικά, η Ευρωπαϊκή Εκκλησία έχει παραμείνει στάσιμη επί τρεις δεκαετίες. Αλλά η επέκτασή της στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική την ίδια χρονική περίοδο ήταν συγκλονιστική. Μεταξύ 2005 και 2009 μόνο, ο αριθμός των καθολικών της Αφρικής αυξήθηκε από 135 εκατομμύρια σε περίπου 158 εκατομμύρια.

Αυτές οι δραματικές παράλληλες αλλαγές στην οικονομική πορεία συνεχίζονται από πολλά αναπτυσσόμενα έθνη στα οποία ζουν οι περισσότεροι καθολικοί του κόσμου. Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη έχει απογειωθεί σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, με ένα ρυθμό που επισκιάζει τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, πολλές από αυτές τις χώρες (με τη Χιλή και τη Βραζιλία να είναι τα σημαντικότερα καθολικά παραδείγματα) έχουν σταδιακά απομακρυνθεί από τον ιεραρχικό οικονομικό σχεδιασμό σε μεγαλύτερα ανοίγματα στις παγκόσμιες αγορές, ως πρωταρχικό τρόπο για τη μείωση της φτώχειας και την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Στην καθολική κοινωνική διδασκαλία υπάρχει σημαντική υποστήριξη σε τέτοιου είδους αγοραστικούς προσανατολισμούς. Από το 1991, το καθολικό κοινωνικό δόγμα έχει τονίσει εκ νέου ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης σε δίκτυα παγκόσμιων ανταλλαγών. Οι υπαινιγμοί για το ελεύθερο εμπόριο και τον αντι-προστατευτισμό αυτής της αρχής διατυπώθηκαν στην εγκύκλιο Centesimus Annus του Ιωάννη Παύλου Β’ και επαναλήφθηκαν στην Caritas in Veritate του Βενέδικτου XVI το 2009. Πρέπει να αποσαφηνιστεί όμως το πώς ταιριάζει αυτό με τη συνεχή έμφαση της Εκκλησίας στην ανάγκη για μια παγκόσμια αρχή - και πιο άμεσα, με την έκκληση της Σημείωσης για τον έλεγχο του κεφαλαίου.

Επιπροσθέτως, η διδασκαλία της Εκκλησίας για τα θέματα αυτά προσπαθεί να ρυθμίσει την αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ των άμεσων οικονομικών προσδοκιών των καθολικών στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και εκείνων που ζουν στις αναδυόμενες οικονομίες. Για τους καθολικούς στις αναπτυσσόμενες χώρες, η οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι ένας τρόπος να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Αυτό βοηθά να εξηγήσουμε γιατί ορισμένες παραδοσιακά καθολικές χώρες όπως η Κολομβία, η Γουατεμάλα, το Μεξικό και ο Παναμάς πίεσαν για εμπορικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ άλλες, όπως η Βραζιλία, έχουν συνεχίσει εμπορικές συμφωνίες μέσα στη Λατινική Αμερική. Ομοίως, οι αφρικανικές χώρες με μεγάλους πληθυσμούς καθολικών, όπως η Κένυα, η Ρουάντα, η Τανζανία και η Ουγκάντα, έχουν συνεχίσει τις περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες, ως σκαλοπάτια για μια πιο ευρεία είσοδο στις παγκόσμιες αγορές.

Αντίθετα, πολλοί καθολικοί στη Δυτική Ευρώπη βλέπουν τις ίδιες δυνάμεις που απελευθερώνονται από την οικονομική παγκοσμιοποίηση να δημιουργούν πιέσεις για τη μείωση των κανονιστικών φραγμών των χωρών τους, τη μείωση των μισθών τους, τη λήξη των επιδοτήσεων και την αναθεώρηση των υψηλών επιπέδων φόρων που απαιτείται να πληρώσουν για ισχυρά κράτη πρόνοιας. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί Ευρωπαίοι είναι απρόθυμοι να ακολουθήσουν μονοπάτια που αντιπροσωπεύουν μια απόκλιση από μεταπολεμικές πολιτικές.

Η ένταση μεταξύ των δύο αυτών ομάδων φέρνει την Καθολική Εκκλησία αντιμέτωπη με τρεις σημαντικές και αλληλένδετες προκλήσεις. Πρώτον, πρέπει να διασφαλίσει ότι η έμφαση που δίνει στους υπερεθνικούς οργανισμούς ως τρόπο διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης δεν ερμηνεύεται ως αντανάκλαση μιας επιθυμίας να προστατεύσει τα κράτη μέλη της ΕΕ από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό των αναπτυσσόμενων χωρών. Κάθε επίφαση προστασίας των πλούσιων Ευρωπαίων σε βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών θα πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη με τη δεδηλωμένη δέσμευση της Εκκλησίας στην κοινωνική δικαιοσύνη και θα ρίσκαρε να απομακρύνει πολλούς καθολικούς στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Δεύτερον, η Αγία Έδρα θα βρεθεί εν μέσω όλο και περισσότερων πιέσεων από τους ευρωπαίους ηγέτες, καθώς και από τις αναπτυσσόμενες χώρες, για να δανείσει την επιρροή της στην υλοποίηση ασυμβίβαστων οικονομικών στόχων. Ποια στάση, για παράδειγμα, θα πρέπει να υιοθετήσει η Εκκλησία για τις γεωργικές επιδοτήσεις; Πολλοί Ευρωπαίοι βλέπουν τις επιδοτήσεις ως τρόπο για να προστατεύσουν τους ευρωπαίους αγρότες από την οικονομική εξαφάνιση. Αφρικανοί και Λατινοαμερικάνοι, όμως, έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν τις ίδιες επιχορηγήσεις της ΕΕ ως μέτρα που σχεδιάστηκαν για να αμβλύνουν το ολοένα και πιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των αναπτυσσόμενων χωρών στη γεωργία. Ποιον θα καταλήξει να υποστηρίζει η Εκκλησία σε τέτοιες διαμάχες;

Τρίτον, η ηγεσία της Εκκλησίας αντιμετωπίζει μια πνευματική πρόκληση. Από τη μία πλευρά, η Εκκλησία υποστηρίζει την παγκόσμια αρχή που διαχειρίζεται την παγκοσμιοποίηση προς το συμφέρον της οικονομικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, είναι εξίσου δεσμευμένη στις ανοικτές αγορές, επίσης ως ένα θέμα οικονομικής δικαιοσύνης. Ο συνδυασμός των δύο αυτών δεσμεύσεων θα αποτελέσει σημαντική δοκιμασία για την καθολική κοινωνική διδασκαλία. Οι ανοικτές παγκόσμιες αγορές χρειάζονται αναμφισβήτητα κανόνες. Αλλά πώς θα εμπλεκόταν μια παγκόσμια αρχή στην ιεραρχική παγκόσμια οικονομική διαχείριση χωρίς να θέτει σε σημαντικό κίνδυνο τον ανταγωνισμό που απορρέει από τις ανοικτές οικονομικές και τις χρηματοπιστωτικές αγορές;