Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας

Η σύγκρουση είναι μια επιλογή, όχι αναγκαιότητα

Στις 19 Ιανουαρίου 2011, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και ο Κινέζος πρόεδρος Χου Ζιντάο εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση μετά το τέλος της επίσκεψης του Χου στην Ουάσιγκτον. Ανακήρυττε την κοινή τους δέσμευση σε μια «θετική, συνεργατική και πλήρη σχέση ΗΠΑ-Κίνας». Κάθε πλευρά διαβεβαίωνε την άλλη σχετικά με την κύρια ανησυχία της, ανακοινώνοντας ότι «Οι Ηνωμένες Πολιτείες επανέλαβαν ότι επικροτούν μια ισχυρή, ευημερούσα και επιτυχή Κίνα, η οποία παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Η Κίνα καλωσορίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ένα έθνος της περιοχής του Ειρηνικού ωκεανού που συμβάλλει στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή».

Έκτοτε, οι δύο κυβερνήσεις έχουν θέσει προς υλοποίηση τους δηλωθέντες στόχους. Κορυφαίοι Αμερικανοί και Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν ανταλλάξει επισκέψεις και θεσμοθέτησαν τις ανταλλαγές απόψεων σε μείζονα στρατηγικά και οικονομικά θέματα. Οι επαφές μεταξύ στρατιωτικών των δύο χωρών έχουν ξαναρχίσει, ανοίγοντας ένα σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας. Και σε ανεπίσημο επίπεδο, το επιλεγόμενο και ως «δεύτερη διαδρομή», οι δύο ομάδες έχουν διερευνήσει πιθανές εξελίξεις στη σχέση ΗΠΑ-Κίνας.

Ωστόσο, καθώς η συνεργασία έχει ενταθεί, το ίδιο συνέβη και με τις διαμάχες. Ομάδες σημαντικών ανθρώπων και στις δύο χώρες υποστηρίζουν ότι ένας ανταγωνισμός για υπεροχή μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι αναπόφευκτος και ίσως ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Με βάση την προοπτική αυτή, η έκκληση για συνεργασία ΗΠΑ-Κίνας φαίνεται ξεπερασμένη, ακόμα και αφελής.

Οι αλληλοκατηγορίες προκύπτουν από διαφορετικές αλλά και παράλληλες αναλύσεις σε κάθε χώρα. Μερικοί Αμερικανοί στρατηγικοί στοχαστές υποστηρίζουν ότι η κινεζική πολιτική επιδιώκει την επίτευξη δύο μακροπρόθεσμων στόχων: τον εκτοπισμό των Ηνωμένων Πολιτειών από την θέση της εξέχουσας δύναμης στον δυτικό Ειρηνικό ωκεανό και την εδραίωση της Ασίας ως ένα αποκλειστικό μπλοκ που εξαρτάται από την κινεζική οικονομία και τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας. Σε αυτή την αντίληψη, ακόμη και αν η απόλυτη στρατιωτική ικανότητα της Κίνας δεν είναι επισήμως ίση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, το Πεκίνο έχει την δυνατότητα να δημιουργήσει απαράδεκτους κινδύνους σε μια σύγκρουση με την Ουάσιγκτον και αναπτύσσει όλο και περισσότερο εξελιγμένα μέσα για να αμφισβητήσει τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ. Η άτρωτη πυρηνική ικανότητα «δεύτερου χτυπήματος» των ΗΠΑ τελικά θα αντιστοιχιστεί με ένα διευρυνόμενο φάσμα βαλλιστικών πυραύλων κατά πλοίων και με ασύμμετρες δυνατότητες σε νέους τομείς όπως το διάστημα και ο κυβερνοχώρος. Η Κίνα θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια κυρίαρχη ναυτική θέση μέσω μιας σειράς νησιών που διαθέτει στην περιφέρειά της και με την επιβολή κάποιου φόβητρου, και αφότου μια τέτοια εικόνα δημιουργηθεί, οι γείτονες της Κίνας, εξαρτώμενοι όπως είναι από το κινεζικό εμπόριο αλλά και αβέβαιοι για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιδράσουν, μπορεί να τροποποιήσουν τις πολιτικές τους σύμφωνα με τις κινεζικές προτιμήσεις. Τελικά, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός κινεζοκεντρικού ασιατικού μπλοκ που θα δεσπόζει στον δυτικό Ειρηνικό. Η πιο πρόσφατη αμερικανική έκθεση αμυντικής στρατηγικής αντανακλά, τουλάχιστον έμμεσα, ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες.

Κανένας Κινέζος κυβερνητικός αξιωματούχος δεν έχει διακηρύξει μια τέτοια στρατηγική ως την πραγματική πολιτική της Κίνας. Μάλιστα, τονίζουν το αντίθετο. Ωστόσο, υπάρχει αρκετό υλικό στον ημιεπίσημο Τύπο της Κίνας και τα ερευνητικά ινστιτούτα ώστε να δώσει κάποια στήριξη στη θεωρία ότι οι σχέσεις οδεύουν προς την σύγκρουση παρά προς την συνεργασία.

Οι αμερικανικές στρατηγικές ανησυχίες μεγεθύνονται από μια ιδεολογική προδιάθεση των ΗΠΑ να μάχονται με όλον τον μη δημοκρατικό κόσμο. Τα αυταρχικά καθεστώτα, υποστηρίζουν ορισμένοι, είναι εγγενώς εύθραυστα, αναγκασμένα να συσπειρώνουν την εγχώρια στήριξη με τη χρήση εθνικιστικής και επεκτατικής ρητορικής και πρακτικής. Σε αυτές τις θεωρίες – παραλλαγές των οποίων υιοθετούνται από τμήματα τόσο της αμερικανικής αριστεράς όσο και της αμερικανικής δεξιάς – οι εντάσεις και οι συγκρούσεις με την Κίνα αναπτύσσονται από την εγχώρια δομή της Κίνας. Η παγκόσμια ειρήνη θα έρθει, όπως προβάλλει ο ισχυρισμός, από τον παγκόσμιο θρίαμβο της δημοκρατίας και όχι από εκκλήσεις για συνεργασία. Ο πολιτικός επιστήμονας Ααρών Φρίντμπεργκ (Aaron Friedberg) γράφει, για παράδειγμα, ότι «μια φιλελεύθερη δημοκρατική Κίνα θα έχει ελάχιστους λόγους να φοβάται τους δημοκρατικούς ομολόγους της, κι ακόμη λιγότερους για να κάνει χρήση βίας εναντίον τους». Ως εκ τούτου, «απογυμνωμένος από διπλωματικές ωραιοποιήσεις, ο απώτερος στόχος της αμερικανικής στρατηγικής [πρέπει να είναι] να επιταχύνει μια επανάσταση, έστω και ειρηνική, που θα σαρώσει το μονοκομματικό αυταρχικό κράτος της Κίνας και θα αφήσει μια φιλελεύθερη δημοκρατία στη θέση του».

Από την κινεζική πλευρά, οι συγκρουσιακές ερμηνείες ακολουθούν μια αντίστροφη λογική. Βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια πληγωμένη υπερδύναμη, αποφασισμένη να εμποδίσει την άνοδο κάθε αμφισβητία, εκ των οποίων η Κίνα είναι ο πιο αξιόπιστος. Δεν έχει σημασία πόσο έντονα η Κίνα επιδιώκει τη συνεργασία, υποστηρίζουν ορισμένοι Κινέζοι: ο σταθερός στόχος της Ουάσιγκτον θα είναι να εγκλωβίσει μια αναπτυσσόμενη Κίνα με την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και δεσμεύσεων σε Σύμφωνα και Συνθήκες, έτσι ώστε να την εμποδίσει να παίξει τον ιστορικό της ρόλο ως το Μέσο Βασίλειο. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε διατηρήσιμη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αυτοκαταστροφική, δεδομένου ότι θα εξυπηρετήσει μόνο τον πρωταρχικό στόχο των ΗΠΑ για την εξουδετέρωση της Κίνας. Συστηματική εχθρότητα περιστασιακά θεωρείται ότι ενυπάρχει ακόμη και στις αμερικανικές πολιτιστικές και τεχνολογικές επιρροές, οι οποίες μερικές φορές παίρνουν μια μορφή σκόπιμης πίεσης για να διαβρώσει τη συναίνεση στο εσωτερικό της Κίνας και τις παραδοσιακές της αξίες. Οι πιο κατηγορηματικές φωνές υποστηρίζουν ότι η Κίνα διατηρεί αδικαιολόγητα παθητική στάση απέναντι σε εχθρικές τάσεις και ότι (για παράδειγμα, στην περίπτωση των εδαφικών ζητημάτων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας) η Κίνα θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτούς εκ των γειτόνων της με τους οποίους έχει αμφισβητούμενες αξιώσεις και στη συνέχεια, σύμφωνα με τα λόγια του στρατηγικού αναλυτή Λονγκ Τάο, «αιτιολογήστε, σκεφτείτε βήματα μπροστά και χτυπήστε πρώτοι πριν τα πράγματα σταδιακά ξεφύγουν από τα χέρια μας. . . ξεκινήστε μερικές πολύ μικρής κλίμακας μάχες που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τους προβοκάτορες από το να προχωρήσουν περαιτέρω».

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΡΟΛΟΓΟ

Υπάρχει, λοιπόν, κάποια βάση στην αναζήτηση μιας σχέσης συνεργασίας ΗΠΑ-Κίνας και των πολιτικών που αποβλέπουν να την επιτύχουν; Σίγουρα, η άνοδος των νέων δυνάμεων ιστορικά οδήγησε συχνά σε σύγκρουση με καθιερωμένες χώρες. Όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είναι αμφίβολο αν οι ηγέτες που πήγαν τόσο ανέμελα σε έναν παγκόσμιο πόλεμο το 1914, θα το είχαν πράξει αν γνώριζαν πώς θα ήταν ο κόσμος στο τέλος του. Οι σύγχρονοι ηγέτες δεν μπορούν να διατηρούν καμιά τέτοια αυταπάτη. Ένας μεγάλος πόλεμος ανάμεσα σε αναπτυγμένες χώρες που διαθέτουν πυρηνικά θα φέρει απώλειες και ανακατατάξεις που είναι αδύνατο να έχουν σχέση με υπολογίσιμους στόχους. Ένα προληπτικό χτύπημα είναι το μόνο που δεν αποκλείεται, ειδικά για μια πλουραλιστική δημοκρατία όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Αν προκληθούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν ό, τι πρέπει για να διατηρήσουν την ασφάλειά τους. Αλλά δεν θα πρέπει να υιοθετήσουν την αντιπαράθεση ως μια στρατηγική επιλογή. Στην Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που έχει ειδικευτεί μέσα στο πέρασμα των αιώνων στη χρήση της παρατεταμένης σύγκρουσης ως μια στρατηγική επιλογή και του οποίου το δόγμα δίνει έμφαση στην ψυχολογική εξάντληση του αντιπάλου. Σε μια πραγματική σύγκρουση, οι δύο πλευρές έχουν τις ικανότητες και την ευστροφία να προκαλέσουν καταστροφικές ζημιές η μια στην άλλη. Μέχρι τη στιγμή που μια τέτοια υποθετική πυρκαγιά θα πλησίαζε στο να σβήσει, όλοι οι συμμετέχοντες θα απέμεναν εξαντλημένοι και εξασθενημένοι. Θα μπορούσαν τότε να υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν εκ νέου το ίδιο ζητούμενο που τους φέρνει αντιμέτωπους σήμερα: την κατασκευή μιας διεθνούς τάξης στην οποία και οι δύο χώρες θα είναι σημαντικές συνιστώσες.

Τα σχέδια περιορισμού του αντιπάλου τα οποία προέρχονται από τις στρατηγικές του Ψυχρού Πολέμου που χρησιμοποιήθηκαν από αμφοτέρους απέναντι στην επεκτατική Σοβιετική Ένωση δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις τρέχουσες συνθήκες. Η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αδύναμη (εξαιρουμένης της στρατιωτικής παραγωγής) και δεν επηρέαζε την παγκόσμια οικονομία. Μόλις η Κίνα διέκοψε τους δεσμούς της και αποτίναξε τους σοβιετικούς συμβούλους, λίγες χώρες εκτός από εκείνες που εξαναγκάσθηκαν να απορροφηθούν στην σοβιετική σφαίρα είχαν στενή οικονομική σχέση με τη Μόσχα. Η σύγχρονη Κίνα, αντίθετα, είναι ένας δυναμικός παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία. Είναι ένας κύριος εμπορικός εταίρος για όλους τους γείτονές της και για τις περισσότερες από τις δυτικές βιομηχανικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια παρατεταμένη αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών θα μεταβάλει την παγκόσμια οικονομία με ανησυχητικές συνέπειες για όλους.

Ούτε η Κίνα θα βρει ότι η στρατηγική που ακολούθησε στην δική της σύγκρουση με την Σοβιετική Ένωση ταιριάζει σε μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο λίγες χώρες - και όχι ασιατικές - θα αντιμετωπίσουν μια αμερικανική παρουσία στην Ασία ως «δάχτυλα που πρέπει να κοπούν» (όπως είχε πει με αυτή τη γραφική φράση ο Ντενγκ Χσιαοπίνγκ για τις προωθημένες θέσεις των σοβιετικών στρατευμάτων). Ακόμη και εκείνα τα ασιατικά κράτη που δεν είναι μέλη συμμαχιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν την καθησυχαστική αμερικανική πολιτική παρουσία στην περιοχή, όπως και εκείνη των αμερικανικών δυνάμεων σε κοντινές θάλασσες ως εγγυητή του κόσμου στον οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν. Η προσέγγισή τους αυτή υποστηρίχθηκε από έναν ανώτερος αξιωματούχο της Ινδονησίας σε έναν Αμερικανό ομόλογό του: «μην μας αφήνετε, αλλά και μη μας κάνετε να επιλέξουμε».

Η πρόσφατη στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας δεν είναι από μόνη της ένα εξαιρετικό φαινόμενο: πιο ασυνήθιστο θα ήταν αν η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυσικών πόρων δεν μετέφραζε την οικονομική της ισχύ σε κάποια αύξηση των στρατιωτικών της ικανοτήτων. Το ζήτημα είναι αν η ενίσχυση έχει κάποια όρια και ποιον σκοπό εξυπηρετεί. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν κάθε πρόοδο των κινεζικών στρατιωτικών δυνατοτήτων ως εχθρική πράξη, γρήγορα θα βρεθούν μπλεγμένες σε μια ατελείωτη σειρά διαφωνιών για λογαριασμό απόκρυφων σκοπών. Αλλά η Κίνα πρέπει να γνωρίζει, από τη δική της ιστορία, την αχνή διαχωριστική γραμμή μεταξύ αμυντικών και επιθετικών ικανοτήτων και τις συνέπειες του άκρατου ανταγωνισμού των εξοπλισμών.

Οι ηγέτες της Κίνας θα έχουν τους δικούς τους ισχυρούς λόγους για να απορρίψουν τις εγχώριες εκκλήσεις υπέρ μιας εχθρικής προσέγγισης - όπως άλλωστε έχουν διακηρύξει δημόσια. Η αυτοκρατορική επέκταση της Κίνας ιστορικά έχει επιτευχθεί από την όσμωση και όχι την κατάκτηση, ή ακόμα και από την ενσωμάτωση στον κινεζικό πολιτισμό κατακτητών που στη συνέχεια προσθέτουν τα δικά τους εδάφη στην κινεζική επικράτεια. Το να κυριαρχηθεί στρατιωτικά η Ασία θα είναι μια τρομερή επιχείρηση. Η Σοβιετική Ένωση, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, συνόρευε με μια σειρά από αδύναμες χώρες ξεζουμισμένες από τον πόλεμο και την κατοχή και εξαρτώμενες από την αφοσίωση αμερικανικών δυνάμεων για την άμυνά τους. Η Κίνα αντιμετωπίζει σήμερα τη Ρωσία στα βόρεια. Την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, με τις αμερικανικές στρατιωτικές συμμαχίες, στα ανατολικά. Το Βιετνάμ και την Ινδία στο νότο. Και την Ινδονησία και τη Μαλαισία που δεν είναι μακριά. Αυτό δεν είναι ένα περιβάλλον που ευνοεί την κατάκτησή του. Είναι πιο πιθανό να αυξήσει τους φόβους για περικύκλωση. Κάθε μία από αυτές τις χώρες έχει μια μακρά στρατιωτική παράδοση και θα αποτελέσει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, αν απειληθεί το έδαφός της ή η ικανότητά της να ασκεί ανεξάρτητη πολιτική. Μια μαχητική κινεζική εξωτερική πολιτική θα ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ όλων ή τουλάχιστον κάποιων από αυτά τα έθνη, προκαλώντας τον ιστορικό εφιάλτη της Κίνας, όπως συνέβη κατά την περίοδο 2009-10.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΚΙΝΑ

Ένας άλλος λόγος για κινεζική αυτοσυγκράτηση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, είναι η εγχώρια προσαρμογή που αντιμετωπίζει η χώρα. Το χάσμα στην κινεζική κοινωνία μεταξύ των ανεπτυγμένων παράκτιων περιοχών και των υπανάπτυκτων δυτικών περιοχών έχει κάνει τον στόχο του Χου για μια «αρμονική κοινωνία» εξίσου συναρπαστικό και φευγαλέο. Πολιτιστικές αλλαγές επιτείνουν την πρόκληση. Οι επόμενες δεκαετίες θα δουν, για πρώτη φορά, την πλήρη επίπτωση των οικογενειών ενός τέκνου στην ενήλικη κινεζική κοινωνία. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα τροποποιήσει τα πολιτισμικά πρότυπα σε μια κοινωνία στην οποία οι μεγάλες οικογένειες έχουν παραδοσιακά τη φροντίδα των ηλικιωμένων και των αδύναμων. Όταν τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες ανταγωνίζονται για την προσοχή ενός παιδιού και επενδύουν σε αυτό τις προσδοκίες τους για πολλούς απογόνους, ένα νέο πρότυπο για πιεστικά επιτεύγματα και τεράστιες, ίσως ανεκπλήρωτες, προσδοκίες μπορεί να προκύψει.

Όλες αυτές οι εξελίξεις θα περιπλέξουν περαιτέρω τις προκλήσεις της κυβερνητικής μετάβασης της Κίνας που, ξεκινώντας από το 2012 μέσα στο οποίο η Προεδρία, η αντιπροεδρία, η μεγάλη πλειοψηφία των εδρών του Πολιτικού Γραφείου της Κίνας, το Συμβούλιο Επικρατείας, η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή και χιλιάδες άλλες βασικές εθνικές και επαρχιακές θέσεις θα πρέπει να στελεχωθούν με νέους διορισμούς. Η νέα ηγετική ομάδα θα αποτελείται, ως επί το πλείστον, από τα μέλη της πρώτης κινεζικής γενιάς εδώ και ενάμιση αιώνα, η οποία έχει ζήσει όλη της τη ζωή σε μια χώρα εν ειρήνη. Η πρωταρχική πρόκλησή της θα είναι να βρει έναν τρόπο να διοικήσει μια κοινωνία σε καθεστώς επανάστασης από τις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, την πρωτοφανή και ραγδαία επέκταση των τεχνολογιών της επικοινωνίας, μια αδύναμη παγκόσμια οικονομία και τη μετανάστευση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων από την ύπαιθρο της Κίνας στις πόλεις της. Το μοντέλο της διακυβέρνησης που θα προκύψει, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μια σύνθεση των σύγχρονων ιδεών και των παραδοσιακών κινεζικών πολιτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων, και η αναζήτηση της εν λόγω σύνθεσης θα αποτελέσει το συνεχιζόμενο δράμα της εξέλιξης της Κίνας.

Αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές είναι απαραίτητο να παρακολουθηθούν με ενδιαφέρον και ελπίδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια άμεση αμερικανική παρέμβαση δεν θα ήταν ούτε σοφή ούτε παραγωγική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν, όπως πρέπει, να γνωστοποιούν τις απόψεις τους για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για κάποιες ξεχωριστές περιπτώσεις. Και, μέρα με την ημέρα, η συμπεριφορά τους θα εκφράζει την εθνική προτίμησή τους υπέρ των δημοκρατικών αρχών. Όμως, ένα συστηματικό σχέδιο για τον μετασχηματισμό των θεσμών της Κίνας μέσω διπλωματικής πίεσης και οικονομικών κυρώσεων είναι πιθανό να αποτύχει και να απομονώσει τους πολύ φιλελεύθερους τους οποίους είχε σκοπό εξ αρχής να βοηθήσει. Στην Κίνα, κάτι τέτοιο θα ερμηνευόταν από μια σημαντική πλειοψηφία πολιτών μέσα από το πρίσμα του εθνικισμού, ξαναφέρνοντας στη μνήμη προηγούμενες εποχές ξένων επεμβάσεων.

Αυτό που η κατάσταση ετούτη απαιτεί, δεν είναι η εγκατάλειψη των αμερικανικών αξιών, αλλά η διάκριση μεταξύ του πραγματοποιήσιμου στόχου και του απόλυτου στόχου. Η αμερικανο-κινεζική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα παιχνίδι ισοδύναμου αποτελέσματος, ούτε μπορεί η εμφάνιση μιας ευημερούσας και ισχυρής Κίνας να εκληφθεί από μόνη της ότι θα αποτελεί μια αμερικανική στρατηγική ήττα.

Μια συνεργατική προσέγγιση θέτει σε αμφισβήτηση τις προκαταλήψεις και στις δύο πλευρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λίγα προηγούμενα στην εθνική τους εμπειρία για μια σχέση με μια χώρα με συγκρίσιμο μέγεθος, αυτοπεποίθηση, οικονομικά επιτεύγματα και διεθνή εμβέλεια, και όμως με τόσο διαφορετική κουλτούρα και πολιτικό σύστημα. Ούτε η ιστορία προμηθεύει την Κίνα με προηγούμενη εμπειρία για το πώς να σχετίζεται με μία συνάδελφο μεγάλη δύναμη με μόνιμη παρουσία στην Ασία, ένα όραμα παγκόσμιων ιδανικών που δεν προσανατολίζεται προς την κινεζική αντίληψη, και αρκετές συμμαχίες με τους γείτονές της. Πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όλες οι χώρες που έπαιρναν μια τέτοια θέση το έκαναν ως προοίμιο μιας προσπάθειας να κυριαρχήσουν την Κίνα.

Η απλούστερη στρατηγική προσέγγιση μιας μεγάλης δύναμης είναι να επιμείνει στο να συντρίψει πιθανούς αντιπάλους με ανώτερους πόρους και υλικό. Όμως, στο σύγχρονο κόσμο, αυτό μόνο σπάνια είναι εφικτό. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν αναπόφευκτα τη ζωή τους εκλαμβάνοντας η μία την άλλη ως μια διαρκή πραγματικότητα. Καμιά δεν μπορεί να εμπιστευθεί την ασφάλειά της στη άλλη - καμιά μεγάλη δύναμη δεν το κάνει, για πολύ - και η καθεμιά θα συνεχίσει να επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα, μερικές φορές εις βάρος της άλλης. Αλλά και οι δύο έχουν την ευθύνη να λάβουν υπόψη τους τούς εφιάλτες της άλλης, και οι δύο θα κάνουν καλά να αναγνωρίσουν ότι η ρητορική τους, όσο και η πραγματική πολιτική τους, μπορεί να τροφοδοτήσει τις υποψίες της άλλης πλευράς.

Ο μεγαλύτερος στρατηγικός φόβος της Κίνας είναι ότι μια εξωτερική δύναμη ή περισσότερες δυνάμεις θα δημιουργήσουν στρατιωτικές αναπτύξεις γύρω από την περιφέρεια της και θα είναι ικανές να σφετεριστούν κινεζικό έδαφος ή να αναμιχθούν στα εσωτερικά θεσμικά της όργανα. Όταν η Κίνα θεώρησε ότι αντιμετωπίζει τέτοια απειλή στο παρελθόν, ξεκίνησε πόλεμο αντί να ρισκάρει ένα αποτέλεσμα από αυτό που έβλεπε ως συγκέντρωση τάσεων - στην Κορέα το 1950, κατά της Ινδίας το 1962, κατά μήκος των βορείων συνόρων με τη Σοβιετική Ένωση το 1969 και εναντίον του Βιετνάμ το 1979.

Ο φόβος των Ηνωμένων Πολιτειών, κάποιες φορές εκφρασμένος μόνο έμμεσα, είναι να πιεστεί από ένα αποκλειστικό μπλοκ χωρών να βγει έξω από την Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πολέμησαν έναν παγκόσμιο πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας για να αποτρέψουν μια τέτοια έκβαση και άσκησαν μερικές από τις πιο δυναμικές ψυχροπολεμικές διπλωματικές πολιτικές από κυβερνήσεις και των δύο πολιτικών κομμάτων για το ίδιο σκοπό κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Και στις δύο επιχειρήσεις, αξίζει να σημειωθεί, υπήρξαν ουσιαστικές κοινές αμερικανο-κινεζικές προσπάθειες που στράφηκαν ενάντια στην εκλαμβανόμενη απειλή μιας ηγεμονίας.

Άλλες ασιατικές χώρες θα επιμείνουν στα προνόμιά τους για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους για τους δικούς τους εθνικούς λόγους, όχι ως τμήμα ενός ανταγωνισμού μεταξύ εξωτερικών δυνάμεων. Δεν θα οδηγήσουν πρόθυμα τον εαυτό τους σε μια καινούργια τάξη υποτελών. Επίσης, δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ως στοιχεία μιας αμερικανικής πολιτικής περιορισμού [της Κίνας] ή ενός αμερικανικού σχεδίου αλλαγής των εγχώριων κινεζικών θεσμών. Θα επιδιώκουν καλές σχέσεις τόσο με την Κίνα όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα αντισταθούν σε κάθε πίεση για να επιλέξουν μεταξύ των δύο.

Μπορεί ο φόβος της ηγεμονίας και ο εφιάλτης της στρατιωτικής περικύκλωσης να συμβιβαστούν; Είναι δυνατόν να βρουν ένα χώρο στον οποίο και οι δύο πλευρές μπορούν να πετύχουν τους απώτερους στόχους τους, χωρίς να στρατιωτικοποιήσουν τις στρατηγικές τους; Για μεγάλα έθνη με παγκόσμιες δυνατότητες και αποκλίνουσες, έστω και εν μέρει αντιφατικές προσδοκίες, ποια είναι η διαφορά μεταξύ σύγκρουσης και παραίτησης;

Ότι η Κίνα θα έχει σημαντική επιρροή στις περιοχές γύρω από αυτήν είναι συνυφασμένο με τη γεωγραφία, τις αξίες και την ιστορία της. Τα όρια αυτής της επιρροής, όμως, θα διαμορφωθούν ανάλογα με τις περιστάσεις και τις πολιτικές αποφάσεις. Αυτές θα καθορίσουν το κατά πόσον μια αναπόφευκτη αναζήτηση επιρροής μετατρέπεται σε ένα κίνητρο να αναιρέσει ή να αποκλείσει άλλες ανεξάρτητες πηγές ισχύος.

Για σχεδόν δύο γενιές, η αμερικανική στρατηγική βασίστηκε στην τοπική περιφερειακή άμυνα από αμερικανικές δυνάμεις εδάφους - σε μεγάλο βαθμό για να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες ενός γενικού πυρηνικού πολέμου. Τις τελευταίες δεκαετίες, το Κογκρέσο και η κοινή γνώμη έχουν πιέσει για ένα τέλος σε δεσμεύσεις όπως στο Βιετνάμ, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τώρα, τα δημοσιονομικά ζητήματα περιορίζουν περαιτέρω το εύρος μιας τέτοιας προσέγγισης. Η αμερικανική στρατηγική ανακατευθύνεται από την υπεράσπιση εδάφους στην απειλή σοβαρότατης τιμωρίας έναντι πιθανών επιτιθεμένων. Αυτό απαιτεί δυνάμεις ικανές για ταχεία επέμβαση και παγκόσμια εμβέλεια, αλλά δεν υποστηρίζει την περικύκλωση των συνόρων της Κίνας. Αυτό που η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να κάνει είναι να συνδυάσει μια αμυντική πολιτική που υποκύπτει σε δημοσιονομικούς περιορισμούς με διπλωματία που βασίζεται σε απεριόριστους ιδεολογικούς στόχους.

Ακριβώς όπως η κινεζική επιρροή στις γειτονικές χώρες θα μπορούσε να πυροδοτήσει φόβους κυριαρχίας, έτσι ώστε οι προσπάθειες να επιτευχθούν τα παραδοσιακά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα μπορεί να θεωρηθούν ως μια μορφή στρατιωτικής περικύκλωσης. Και οι δύο πλευρές πρέπει να κατανοήσουν τις αποχρώσεις με τις οποίες οι παραδοσιακές και προφανώς λογικές επιδιώξεις μπορούν να ξυπνήσουν τις βαθύτερες ανησυχίες του άλλου. Θα πρέπει να επιδιώξουν από κοινού να καθορίσουν το πεδίο στο οποίο οριοθετείται ο ειρηνικός ανταγωνισμός. Εάν αυτό το διαχειριστούν με σύνεση, τόσο η στρατιωτική αντιπαράθεση όσο και η επικυριαρχία μπορούν να αποφευχθούν. Αν όχι, η κλιμάκωση της έντασης θα είναι αναπόφευκτη. Είναι δουλειά της διπλωματίας να ανακαλύψει αυτόν τον χώρο, να τον αναπτύξει εάν είναι δυνατόν και να αποτρέψει την σχέση μεταξύ των δύο δυνάμεων από το να κατακλύζεται από τακτικές και εγχώριες αναγκαιότητες.

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ Ή ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ

Η τρέχουσα παγκόσμια τάξη χτίστηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς τη συμμετοχή της Κίνας, και ως εκ τούτου η Κίνα αισθάνεται μερικές φορές λιγότερο δεσμευμένη στους κανόνες της από όσο άλλες χώρες. Εκεί που η παγκόσμια τάξη δεν ικανοποιεί τις κινεζικές προτιμήσεις, το Πεκίνο έχει δημιουργήσει εναλλακτικές ρυθμίσεις, όπως τα ξεχωριστά συναλλαγματικά κανάλια που καθιέρωσε με τη Βραζιλία, την Ιαπωνία και άλλες χώρες. Αν το μοτίβο γίνει ρουτίνα και εξαπλωθεί σε πολλούς τομείς δραστηριότητας, ανταγωνιστικά μοντέλα παγκόσμιας τάξης θα μπορούσαν να ανακύψουν. Χωρίς κοινούς στόχους συνδυασμένους με συμφωνημένους κανόνες αυτοπεριορισμού, ο θεσμοθετημένος ανταγωνισμός είναι πιθανό να κλιμακωθεί πέρα από τους υπολογισμούς και τις προθέσεις των υποστηρικτών του. Σε μια εποχή κατά την οποία πολλαπλασιάζονται οι πρωτοφανείς επιθετικές δυνατότητες και οι παρεμβατικές τεχνολογίες, οι συνέπειες μιας τέτοιας πορείας μπορεί να είναι δραστικές και ίσως αμετάκλητες.

Η διαχείριση της κρίσης δεν θα είναι αρκετή για να διατηρήσει μια σχέση τόσο παγκόσμια και ταλανιζόμενη από τόσες πολλές διαφορετικές πιέσεις εντός και μεταξύ των δύο χωρών, κάτι που είναι και ο λόγος που υποστήριξα την ιδέα της Κοινότητας του Ειρηνικού και εξέφρασα την ελπίδα ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να δημιουργήσουν μια αίσθηση κοινού σκοπού για τουλάχιστον ορισμένα θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Αλλά ο στόχος μιας τέτοιας κοινότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται την επιχείρηση κυρίως ως έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο για να νικήσει ή να υπονομεύσει την άλλη. Ούτε η Κίνα ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αμφισβητηθούν συστηματικά χωρίς να το πάρουν είδηση, και αν μια τέτοια πρόκληση σημειωθεί, θα τύχει αντίστασης. Και οι δύο πρέπει να δεσμευτούν για μια πραγματική συνεργασία και να βρουν έναν τρόπο να επικοινωνούν και να σχετίσουν τα οράματά τους τόσο μεταξύ τους όσο και με τον κόσμο.

Μερικά δειλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμμετάσχει με πολλές άλλες χώρες στην έναρξη των διαπραγματεύσεων για την συνεργασία στις δύο πλευρές του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP), ένα Σύμφωνο ελεύθερων συναλλαγών που συνδέει την Αμερική με την Ασία. Μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση μιας Κοινότητας του Ειρηνικού, επειδή θα μειώσει τους εμπορικούς φραγμούς μεταξύ των πιο παραγωγικών, δυναμικών και πλούσιων σε φυσικούς πόρους οικονομιών του κόσμου και θα διασυνδέσει τις δύο πλευρές του ωκεανού σε κοινά έργα.

Ο Ομπάμα προσκάλεσε την Κίνα να προσχωρήσει στην TPP. Ωστόσο, οι όροι της προσχώρησης, όπως παρουσιάστηκαν από Αμερικανούς δημοσιογράφους και σχολιαστές μερικές φορές τους έκαναν να φαίνονται σαν να απαιτούν θεμελιώδεις αλλαγές στις εσωτερικές δομές της Κίνας. Στο βαθμό που αυτό συμβαίνει, η ΤΡΡ θα μπορούσε να θεωρηθεί στο Πεκίνο ως μέρος μιας στρατηγικής για την απομόνωση της Κίνας. Από την πλευρά της, η Κίνα έχει υποβάλει ανάλογες εναλλακτικές ρυθμίσεις. Διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία εμπορίου με την Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και ανακοίνωσε ένα εμπορικό σύμφωνο «Βορειοανατολικής Ασίας» με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Σημαντικές εγχώριες πολιτικές σκοπιμότητες υπάρχουν για το σύνολο των μερών. Αλλά αν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρήσουν τις εκατέρωθεν προσπάθειες για εμπορικές συμφωνίες ως στοιχεία μιας στρατηγικής απομόνωσης του άλλου, η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού θα μπορούσε να υποπέσει σε μια αντιδικία ανταγωνιστικών μπλοκ εξουσίας. Κατά ειρωνικό τρόπο, θα ήταν μια ιδιαίτερη πρόκληση εάν η Κίνα ανταποκριθεί στις συχνές αμερικανικές εκκλήσεις να μεταστραφεί από μια οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές σε μια οικονομία προσανατολισμένη στην κατανάλωση, όπως το πιο πρόσφατο πενταετές πρόγραμμα προτίθεται να κάνει. Μια τέτοια εξέλιξη θα μειώσει το μερίδιο της Κίνας στις εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ θα ενθαρρύνει άλλες ασιατικές χώρες να προσανατολίσουν περαιτέρω τις οικονομίες τους προς την Κίνα.

Η απόφαση «κλειδί» που αντιμετωπίζουν τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον είναι αν πρέπει να κινηθούν προς μια πραγματική προσπάθεια συνεργασίας ή να καταλήξουν σε μια νέα εκδοχή των ιστορικών προτύπων του διεθνούς ανταγωνισμού. Και οι δύο χώρες έχουν υιοθετήσει τη ρητορική της συνεργασίας. Μέχρι που έχουν συστήσει και ένα φόρουμ υψηλού επιπέδου για αυτό, τον «Στρατηγικό και Οικονομικό Διάλογο», το οποίο συνεδριάζει δύο φορές το χρόνο. Υπήρξε παραγωγικό για άμεσα θέματα, αλλά εξακολουθεί να είναι στο ξεκίνημα του τελικού του σκοπού, που είναι να παράξει μια πραγματικά παγκόσμια οικονομική και πολιτική τάξη. Και αν μια παγκόσμια τάξη δεν εμφανιστεί στον οικονομικό τομέα, τα εμπόδια για την πρόοδο σε πιο συναισθηματικά και λιγότερο θετικά ζητήματα, όπως το εθνικό έδαφος και η ασφάλεια, μπορεί να γίνουν αξεπέραστα.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ

Καθώς συνεχίζουν τη διαδικασία αυτή, οι δύο πλευρές πρέπει να αναγνωρίσουν την επίπτωση της ρητορικής στις αντιλήψεις και τους υπολογισμούς. Αμερικανοί ηγέτες περιστασιακά εκτοξεύουν ομοβροντίες εναντίον της Κίνας, συμπεριλαμβάνοντας και συγκεκριμένες προτάσεις για πολιτικές αντιπαλότητας, ως εγχώριες πολιτικές αναγκαιότητες. Αυτό συμβαίνει ακόμα – ίσως και ιδίως - όταν μια μετριοπαθής πολιτική είναι η τελική πρόθεση. Το θέμα δεν είναι οι συγκεκριμένες καταγγελίες, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται επί της ουσίας, αλλά οι επιθέσεις στα βασικά κίνητρα της κινεζικής πολιτικής, όπως θα ήταν π.χ. η ανακήρυξη της Κίνας ως στρατηγικού αντιπάλου. Ο στόχος αυτών των επιθέσεων οδηγεί στο ερώτημα κατά πόσον οι εγχώριες αναγκαιότητες που απαιτούν ρητορικές εχθρικές δηλώσεις αργά ή γρήγορα θα απαιτήσουν και εχθρικές ενέργειες. Με την ίδια λογική, απειλητικές κινεζικές δηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του ημιεπίσημου Τύπου, είναι πιθανό να ερμηνευθούν στη βάση των δράσεων που συνεπάγονται, ανεξάρτητα από τις εγχώριες πιέσεις ή τις προθέσεις που τις δημιούργησαν.

Στον αμερικανικό διάλογο, και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, η Κίνα περιγράφεται συχνά ως μια «ανερχόμενη δύναμη» που θα πρέπει να «ωριμάσει» και να μάθει το πώς να ασκεί τις ευθύνες της στην παγκόσμια σκηνή. Η Κίνα, ωστόσο, δεν θεωρεί τον εαυτό της μια ανερχόμενη δύναμη, αλλά μία δύναμη που επιστρέφει, καθώς κυριαρχούσε στην περιοχή της για δύο χιλιετίες και προσωρινά εκτοπίστηκε από αποικιακούς εκμεταλλευτές αξιοποιώντας τις κινεζικές συγκρούσεις και την αποσύνθεσή της. Βλέπει την προοπτική μιας ισχυρής Κίνας που ασκεί επιρροή στις οικονομικές, πολιτιστικές, πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις όχι ως μια αφύσικη πρόκληση για την παγκόσμια τάξη, αλλά μάλλον ως μια επιστροφή στην ομαλότητα. Οι Αμερικανοί δεν χρειάζεται να συμφωνούν με κάθε πτυχή της κινεζικής ανάλυσης για να καταλάβουν ότι υποδείξεις σε μια χώρα με ιστορία χιλιετιών σχετικά με την ανάγκη του να «μεγαλώσει» και να συμπεριφέρεται «υπεύθυνα» μπορεί να αποτελούν άσκοπη τριβή.

Από την κινεζική πλευρά, οι διακηρύξεις σε κυβερνητικό και ανεπίσημο επίπεδο ότι η Κίνα σκοπεύει να «αναβιώσει το κινεζικό έθνος» με την παραδοσιακή υπεροχή του, φέρνουν διαφορετικές επιπτώσεις στο εσωτερικό της Κίνας και στο εξωτερικό. Η Κίνα είναι δικαίως περήφανη για τα πρόσφατα βήματα προς την αποκατάσταση της αίσθησης εθνικού σκοπού μετά από αυτό που εκλαμβάνει ως έναν αιώνα ταπείνωσης. Ωστόσο, λίγες χώρες στην Ασία νοσταλγούν την εποχή που ήταν υπό κινεζική κυριαρχία. Όπως οι βετεράνοι των αντιαποικιακών αγώνων, οι περισσότερες ασιατικές χώρες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους και την ελευθερία δράσης έναντι οιασδήποτε εξωτερικής δύναμης, δυτικής ή ασιατικής. Επιδιώκουν να συμμετέχουν σε όσο πιο πολλές επάλληλες οικονομικές και πολιτικές σφαίρες είναι δυνατόν. Επιζητούν έναν αμερικανικό ρόλο στην περιοχή, αλλά επιδιώκουν την ισορροπία και όχι μια σταυροφορία ή μια αντιπαράθεση.

Η άνοδος της Κίνας αποτελεί λιγότερο το αποτέλεσμα της αύξησης της στρατιωτικής της δύναμης από όσο το αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής παρακμής των Ηνωμένων Πολιτειών, που πηγάζει από παράγοντες όπως οι απαρχαιωμένες υποδομές, η ανεπαρκής έμφαση στην Έρευνα και Ανάπτυξη και μια φαινομενικά δυσλειτουργική κυβερνητική διαδικασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα με εφευρετικότητα και αποφασιστικότητα, αντί να κατηγορούν έναν δήθεν αντίπαλο. Πρέπει να φροντίσουν να μην επαναλάβουν στην πολιτική τους για την Κίνα το μοτίβο των συγκρούσεων που ξεκίνησε με τεράστια δημόσια στήριξη και γενικούς στόχους, αλλά τελείωσε όταν η αμερικανική πολιτική διαδικασία επέμεινε σε μια στρατηγική ξεμπερδέματος που κατέληξε σε εγκατάλειψη, αν όχι σε πλήρη αντιστροφή, των διακηρυγμένων στόχων της χώρας.

Η Κίνα μπορεί να βρει επιβεβαίωση στο δικό της ρεκόρ αντοχής και στο γεγονός ότι καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει ποτέ προσπαθήσει να αλλάξει την πραγματικότητα της Κίνας καθώς την εκλαμβάνει ως ένα από τα μεγάλα κράτη, οικονομίες, και πολιτισμούς του κόσμου. Οι Αμερικανοί θα κάνουν καλά να θυμούνται ότι ακόμα και όταν το ΑΕΠ της Κίνας γίνει ίσο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών, θα πρέπει να κατανέμεται σε έναν πληθυσμό που είναι τέσσερις φορές πιο μεγάλος, γηράσκει, και είναι απασχολημένος με πολύπλοκες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που προκύπτουν από την ανάπτυξη και την αστικοποίηση της Κίνας. Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας της Κίνας θα συνεχίσουν να κατευθύνεται στις εγχώριες ανάγκες.

Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να είναι ανοικτές στην κατανόηση των δραστηριοτήτων του άλλου ως ένα κανονικό μέρος της διεθνούς ζωής και όχι ως μια αιτία για συναγερμό. Η αναπόφευκτη τάση να προσκρούει ο ένας πάνω στο άλλο δεν πρέπει να εξισώνεται με ένα συνειδητό κίνητρο για περιορισμό ή κυριαρχία, εφ 'όσον και οι δύο μπορούν να διατηρήσουν τη διάκριση και τη βαθμονόμηση των ενεργειών τους αναλόγως. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερβαίνουν κατ' ανάγκη την κανονική λειτουργία της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά το οφείλουν στον εαυτό τους και στον κόσμο, να κάνουν μια προσπάθεια να το πράξουν.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137245/henry-a-kissinger/the-futu...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση https://twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση http://www.facebook.com/pages/Foreign-Affairs-Hellenic-Edition/191397164...