Ο νέος γαλλικός σοσιαλισμός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος γαλλικός σοσιαλισμός

Η ευρωπαϊκή ουτοπία του Ολάντ και του Μοσκοβισί
Περίληψη: 

Μπορεί να θεωρείται ένας απίθανος, μη χαρισματικός πρόεδρος, αλλά ο Φρανσουά Ολάντ έχει εργαστεί αθόρυβα επί δεκαετίες ως φορέας ενός σαφούς - αν και ουτοπικού - οράματος που συμμερίζονται πολλοί ευρωπαίοι. Έχει μελετήσει τις αποτυχίες του μόνου άλλου σοσιαλιστή ηγέτη της πέμπτης γαλλικής Δημοκρατίας, του Φρανσουά Μιτεράν, και είναι αποφασισμένος να μην επαναλάβει τα λάθη του.

Ο CAMILLE PECASTAING είναι ανώτερος αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Ανώτερων Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.

Πριν από περίπου 20 χρόνια, ο Φρανσουά Ολάντ και ο Πιέρ Μοσκοβισί παρακολουθούσαν μαζί ένα προχωρημένο μάθημα οικονομικών στο Sciences Po, το κολλέγιο της γαλλικής ελίτ για κυβερνητικές σπουδές. Το πέρασμά τους στον τομέα της εκπαίδευσης ήταν σύντομο, αλλά η σχέση τους έχει διαρκέσει: Σχεδόν μια εβδομάδα μετά την εκλογή του στη θέση του νέου προέδρου της Γαλλίας ο Ολάντ διόρισε τον Μοσκοβισί υπουργό Οικονομικών.

Κάθισα ανάμεσα σε δεκάδες φοιτητές στην τάξη του Ολάντ και του Μοσκοβισί, που βρισκόταν σε ένα αμφιθέατρο του δέκατου ένατου αιώνα με θέα στον «κήπο της Αναγέννησης» στην καρδιά του Παρισιού. Ήταν ένα μοναδικό, ελεύθερο περιβάλλον για να αναδυθούν οι δύο άνδρες που αργότερα θα κυβερνούσαν τη Γαλλία. Ο Μοσκοβισί ήταν ο λαμπερός: Καλαίσθητος, χαρισματικός και ενθουσιώδης, ήρθε στην τάξη καλά προετοιμασμένος, όπως ήταν πασίγνωστο ότι έκανε πάντα ο μέντοράς του, Ντομινίκ Στρος-Καν, ένας καλόπιστος καθηγητής οικονομικών.

Ο Ολάντ ήταν ο σκοτεινός: Απροετοίμαστος και ανοργάνωτος, αν και σίγουρος για τις ικανότητές του, μέχρι και του σημείου της συγκατάβασης. Κάλυπτε το χρόνο του στο πόντιουμ καθοδηγώντας την τάξη μέσα από στεγνά οικονομικά δεδομένα που δεν φαίνονταν πάντα να έχουν νόημα - μέχρι, δηλαδή, που ξαφνικά άστραφτε, όταν έφτανε στους αριθμούς που δείχνουν πώς εύπορες τάξεις είχαν πράγματι ωφεληθεί οικονομικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, υπό τη διοίκηση του πρώτου σοσιαλιστή προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν. Η ανισότητα ήταν ήδη το νόημα της ζωής του Ολάντ: Ποτέ άλλοτε δεν έδειχνε τόση μαχητικότητα όπως όταν κατήγγειλε την υποκρισία της αστικής τάξης, πάντοτε παραπονούμενος σχετικά με τις αναδιανεμητικές πολιτικές του κράτους και τις μεθοδεύσεις διατήρησης των προνομίων των αστών.

Ο Ολάντ ξέρει ότι το θέμα του έχει σημασία. Κατάγεται από μια επαρχιακή, αστική καθολική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ένας καλοστεκούμενος γιατρός που κατέβηκε στις δημοτικές εκλογές ως ακροδεξιός υποψήφιος αλλά χωρίς επιτυχία. Ο Ολάντ δεν θα υιοθετήσει τίποτα από την πατρική πολιτική αλλά, αντί γι’ αυτό, εμπνεύστηκε από τον αριστερό καθολικισμό της μητέρας του. Η ανατροφή του Μοσκοβισί ήταν εξίσου αστική αλλά πιο φανταχτερή. Ο πατέρας του ήταν ένας Εβραίος μετανάστης από τη Ρουμανία και φημισμένος ψυχολόγος, ενεργός στις αρχές του περιβαλλοντικού κινήματος της δεκαετίας του 1960. Η μητέρα του ήταν μια ψυχαναλύτρια κοντά στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Ο Ολάντ και ο Μοσκοβισί έλαβαν μια πρώτης τάξεως εκπαίδευση και ο πολιτικός ακτιβισμός τούς έφερε κοντά. Επελέγησαν νωρίς στην καριέρα τους από τη σοσιαλιστική διανόηση, έναν εσωτερικό κύκλο γύρω από τον Μιτεράν στον οποίο περιλαμβάνονται ο Ζακ Αταλί, ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της Γαλλίας, ο Ζακ Ντελόρ, ο αρχιτέκτονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Στρος-Καν, ο μελλοντικός υπουργός Οικονομικών και διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που ήταν κοντά στο να κατεβεί στις φετινές προεδρικές εκλογές μέχρι που η καριέρα του κατέρρευσε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη το περασμένο καλοκαίρι [1].

Η καριέρα του Ολάντ δεν σημαδεύτηκε ούτε από ακαταμάχητη φιλοδοξία ούτε από ραγδαία επιτυχία. Ο Μοσκοβισί, είχε ένα πενταετές πέρασμα στην κυβέρνηση, ως υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων, μια σχετικά μικρή θέση. Αλλά πριν γίνει πρόεδρος, ο Ολάντ δεν είχε ποτέ καταλάβει σημαντικά δημόσια αξιώματα. Και οι δύο είχαν κατέβει με επιτυχία σε εκλογές για μέτριες θέσεις σε σχετικά απομακρυσμένες περιοχές, αλλά δεν είχαν ποτέ αποκτήσει ένα εθνικό δημόσιο πρόσωπο. Για δεκαετίες, ο Ολάντ είχε επισκιαστεί από την σύντροφό του και μητέρα των παιδιών του, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, η οποία κατείχε διάφορες υπουργικές θέσεις μέχρι που κατέβηκε ανεπιτυχώς ως υποψήφια για την προεδρία το 2007. Αλλά σε αντίθεση με τον Μοσκοβισί, ο οποίος ανέλαβε τον δευτερεύοντα ρόλο του αριθμοφάγου, ο Ολάντ εξέθρεψε μεγάλες προσωπικές φιλοδοξίες. Στοιχημάτισε τον χρόνο του, φτιάχνοντας το προφίλ του στο άχαρο έργο να καθοδηγήσει το πολυκερματισμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Ο Μοσκοβισί διοίκησε την προεκλογική εκστρατεία του Ολάντ, με την οποία υποσχέθηκε να φέρει ξανά την ομαλότητα στην Προεδρία και στη Γαλλία. Αλλά με την ίδια αναπνοή, το δίδυμο αξιοποίησε το παλιό επαναστατικό ήθος της χώρας, απειλώντας τους πλούσιους με μια φορολογική κλίμακα στο 75% και υποσχόμενοι να αυξήσουν τους φόρους περιουσίας και εισοδήματος, κάτι που θα επηρεάσει το μεγαλύτερο τμήμα της μεσοανώτερης τάξης. Η εξαιρετική εκπαίδευσή τους στις επιχειρήσεις, τα οικονομικά, τη φιλοσοφία, και, φυσικά, τη διακυβέρνηση, δίνει στους δύο άνδρες την πεποίθηση ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα στη Γαλλία μέσω της τολμηρής αναμόρφωσης των κοινωνικών τάξεων. Κατά κάποιο τρόπο, ο Ολάντ και ο Μοσκοβισί είναι η προσωποποίηση του κινήματος Occupy Wall Street με κοστούμι.

Κάποιος θα μπορούσε να φοβηθεί ότι ο νέος πρόεδρος θα μοιράσει θέσεις και προνόμια σε συνήθεις ιδεολόγους που κατευθύνουν ψήφους περιφερειακά, άνδρες και γυναίκες για τους οποίους ο σοσιαλισμός και η ανάπτυξη του δημόσιου τομέα είναι ένας τρόπος για κερδίζουν τα χρήματα που ξοδεύουν στο κατοικίδιο ζώο τους. Μόνο πριν από λίγους μήνες, ο Ολάντ θεωρείτο ως ένας σφετεριστής που προσπαθεί να κλέψει την προεδρία από πιο επιφανείς σοσιαλιστές, και είχε λίγους φίλους στο στρατόπεδό του. Ωστόσο, καθώς διαμόρφωνε την κυβέρνησή του, ο Ολάντ έδωσε διπλό βάρος στις ιδεολογικές αρχές του. Έχει επιλέξει την ομάδα του με βάση την αξία, δίνοντας το σημαντικότερο υπουργείο – των Οικονομικών στον Μοσκοβισί και το γραφείο του πρωθυπουργού σε ένα άχρωμο, αλλά και πιστό και ικανό alter ego του, τον Ζαν Μάρκ Ερό, έναν βετεράνο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος.