Ο κόσμος είναι σήμερα πιο ασφαλής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο κόσμος είναι σήμερα πιο ασφαλής

Οι ΗΠΑ δεν κινδυνεύουν όσο νομίζει η Ουάσινγκτον

Τον περασμένο Αύγουστο, ο Δημοκρατικός προεδρικός υποψήφιος Μιτ Ρόμνεϊ έκανε αυτό που έχει γίνει μια, ανά τετραετία, ιεροτελεστία στην αμερικανική προεδρική πολιτική: έκανε μια ομιλία στο ετήσιο συνέδριο των Βετεράνων Πολέμου. Το μήνυμά του είχε ρίζες σε μια άλλη μεγάλη αμερικανική παράδοση: τη μεγέθυνση των ξένων απειλών κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για «ευσεβή πόθο», δήλωσε ο Ρόμνεϊ, «ότι ο κόσμος γίνεται ένα ασφαλέστερο μέρος. Το αντίθετο ισχύει. Σκεφτείτε απλά τους τζιχαντιστές, ένα σχεδόν πυρηνικό Ιράν, μια ταραγμένη Μέση Ανατολή, ένα ασταθές Πακιστάν, μια παραληρηματική Βόρεια Κορέα, μια δυναμική Ρωσία και μια αναδυόμενη παγκόσμια δύναμη που ονομάζεται Κίνα. Όχι, ο κόσμος δεν γίνεται ασφαλέστερος».

Λίγο καιρό μετά, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λήον Πανέτα επανέλαβε τη δήλωση του Ρόμνεϊ. Σε μια διάλεξη τον περασμένο Οκτώβριο, ο Πανέτα προειδοποίησε για απειλές που προέρχονται «από την τρομοκρατία έως τη διάδοση των πυρηνικών, από κράτη-παρίες έως τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, από επαναστάσεις στη Μέση Ανατολή ως την οικονομική κρίση στην Ευρώπη και ως την άνοδο νέων δυνάμεων όπως η Κίνα και η Ινδία. Όλες αυτές οι αλλαγές αποτελούν εξελίξεις επί της ασφάλειας, της γεωπολιτικής, της οικονομίας και της δημογραφίας στη διεθνή τάξη που κάνουν τον κόσμο πιο απρόβλεπτο, πιο ασταθή και, ναι, πιο επικίνδυνο». Ο στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ, επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, συμφώνησε σε μια πρόσφατη ομιλία του υποστηρίζοντας ότι «ο αριθμός και τα είδη των απειλών που αντιμετωπίζουμε έχουν αυξηθεί σημαντικά» και η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον ενίσχυσε αυτή την άποψη με τον ισχυρισμό ότι η Αμερική βρίσκεται σήμερα σε έναν «πολύ σύνθετο, επικίνδυνο κόσμο».

Μέσα στην ελίτ της εξωτερικής πολιτικής, υπάρχει μια διάχυτη πεποίθηση ότι ο κόσμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ένα ύπουλο μέρος, γεμάτο από μεγάλη αβεβαιότητα και σοβαρούς κινδύνους. Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το «Κέντρο Ερευνών Pew για τους Ανθρώπους και τον Τύπο» (Pew Research Center for the People and the Press) το 2009 διαπίστωσε ότι 69% των μελών του Council on Foreign Relations πίστευαν ότι για τις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη τη στιγμή, ο κόσμος δεν ήταν ούτε τόσο επικίνδυνος ούτε πιο επικίνδυνος από ό, τι ήταν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ομοίως, το 2008, το «Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο» (Center for American Progress) ρώτησε πάνω από 100 εμπειρογνώμονες της διεθνούς πολιτικής και βρήκε ότι το 70% από αυτούς πίστευαν ότι ο κόσμος γινόταν όλο και πιο επικίνδυνος. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη ιδέα, αυτή η πεποίθηση δίνει μορφή στις συζητήσεις για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και πλαισιώνει την κατανόηση του κοινού για τις διεθνείς υποθέσεις.

Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: Πρόκειται απλώς περί λάθους. Ο κόσμος στον οποίον οι Ηνωμένες Πολιτείες κατοικούν σήμερα είναι ένα εξαιρετικά αξιόπιστο και ασφαλές μέρος. Πρόκειται για έναν κόσμο με λιγότερες βίαιες συγκρούσεις και μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία από ό, τι σε σχεδόν οποιοδήποτε άλλο σημείο της ανθρώπινης ιστορίας. Σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι απολαμβάνουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής και μεγαλύτερες οικονομικές ευκαιρίες παρά ποτέ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετωπίζουν καμιά πιθανή απειλή για την ύπαρξή τους, καμία μεγάλη δύναμη ως αντίπαλή τους και κανέναν βραχυπρόθεσμο ανταγωνισμό για το ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα. Ο στρατός των ΗΠΑ είναι πλέον ο ισχυρότερος στον κόσμο, ακόμη και στη μέση μιας συνεχιζόμενης ύφεσης, η οικονομία των ΗΠΑ παραμένει μία από τις πιο ζωντανές και ευπροσάρμοστες του κόσμου. Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια σειρά από διεθνείς προκλήσεις, αυτές αποτελούν ελάχιστο κίνδυνο για τη συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών και μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα υπάρχοντα διπλωματικά, οικονομικά, και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, στρατιωτικά μέσα.

Η πραγματικότητα αυτή αντανακλάται ελάχιστα στις συζητήσεις για τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ ή για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η πιο πρόσφατη Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας που εξέφρασε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα φιλοδοξεί για «έναν κόσμο στον οποίο η Αμερική είναι ισχυρότερη, πιο ασφαλής και είναι σε θέση να ξεπεράσει τις προκλήσεις, ενώ ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο». Ωστόσο, αυτός είναι βασικά ο κόσμος που υπάρχει σήμερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το πιο ισχυρό έθνος στον κόσμο, αδιαμφισβήτητο και ασφαλές. Αλλά η πολιτική ελίτ της χώρας φαίνεται απρόθυμη να αναγνωρίσει αυτό το γεγονός, πόσω μάλλον να το εντάξει στην εξωτερική πολιτική και την λήψη αποφάσεων για την εθνική ασφάλεια.

Η διαφορά μεταξύ των απειλών από το εξωτερικό και της εγχώριας καπηλείας περί των απειλών προκύπτει από μια συρροή παραγόντων. Ο πιο προφανής και σημαντικός είναι η εκλογική πολιτική. Το να μεγεθύνονται οι κίνδυνοι εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δύο πολιτικών κομμάτων. Οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι έχουν επί μακρόν ωφεληθεί με το να επιτίθενται στους Δημοκρατικούς για την υποτιθέμενη αδυναμία τους μπροστά στις απειλές από το εξωτερικό, δεν έχουν κίνητρο για να μετριάσουν τη ρητορική τους. Η έννοια του επικίνδυνου κόσμου παίζει μάλλον το ρόλο του μεγαλύτερου πολιτικού τους πλεονεκτήματος. Οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι φοβούνται να εμφανιστούν ως ανίκανοι και ανεύθυνοι, ενεργούν και ακούγονται σκληροί ως μια ασπίδα απέναντι στις επιθέσεις των Ρεπουμπλικάνων αλλά και ως μια εξασφάλιση σε περίπτωση που μια δυνητική πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες μετατραπεί σε μια πραγματική απειλή. Οι προειδοποιήσεις για έναν επικίνδυνο κόσμο ωφελούν επίσης τα ισχυρά γραφειοκρατικά συμφέροντα. Το φόβητρο των διαφαινόμενων κινδύνων στηρίζει και δικαιολογεί τους μαζικούς προϋπολογισμούς των στρατιωτικών και των μυστικών υπηρεσιών, μαζί με την υποδομή της εθνικής ασφάλειας που υπάρχει εκτός της κυβέρνησης – εργολάβοι του αμυντικού τομέα, ομάδες άσκησης πιέσεων, «δεξαμενές σκέψης» και τμήματα Πανεπιστημίων.

Λειτουργεί επίσης ένας ολέθριος βρόχος ανάδρασης. Λόγω της χρόνιας υπερβολής επί των απειλών που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ουάσιγκτον δίνει μεγάλη έμφαση στις στρατιωτικές προσεγγίσεις στα προβλήματα (συμπεριλαμβανομένων πολλών που θα μπορούσαν να επιλυθούν καλύτερα με μη στρατιωτικά μέσα). Η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής οδηγεί, με τη σειρά της, σε περισσότερες σκοτεινές προειδοποιήσεις σχετικά με τις δυνητικά επιβλαβείς επιπτώσεις της κάθε προσπάθειας να εξισορροπηθούν οι δαπάνες των ΗΠΑ για την εθνική ασφάλεια ή να περικοπεί ο τεράστιος αμυντικός προϋπολογισμός - προειδοποιήσεις, οι οποίες αναπόφευκτα προωθούνται από μεγαλύτερες υπερβολές για ενδεχόμενες απειλές. Το περασμένο φθινόπωρο, ο στρατηγός Νόρτον Σβάρτζ, ο επικεφαλής της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, δήλωσε ότι οι περικοπές που θα γυρίσουν τις στρατιωτικές δαπάνες στο επίπεδο που βρίσκονταν το 2007 θα μπορούσαν να υπονομεύσουν «την ικανότητα του στρατού να προστατεύσει το έθνος» και θα μπορούσε να δημιουργήσει «ολέθριες συνέπειες». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Πανέτα προειδοποίησε ότι αυτές οι περικοπές θα «προκαλέσουν επιθετικότητα» των εχθρών των ΗΠΑ. Πρόκειται για περίεργες δηλώσεις δεδομένου ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ είναι μεγαλύτερος από τους αμυντικούς προϋπολογισμούς των επόμενων 14 χωρών συνολικά και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να διατηρούν οπλικά συστήματα σχεδιασμένα για να πολεμήσουν έναν εχθρό που εξαφανίστηκε πριν από 20 χρόνια.

Φυσικά, ο πληθωρισμός απειλών δεν είναι καινούργιος. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν γνήσια απειλή για την ύπαρξή τους, οι αμερικανοί πολιτικοί ηγέτες εντούτοις διόγκωναν μικρότερες απειλές ή τις συνέχεαν με μεγαλύτερες. Σήμερα, δεν υπάρχουν κίνδυνοι για τις Ηνωμένες Πολιτείες που έστω κι από μακριά να μοιάζουν με αυτούς της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο οι πολιτικοί συνηθίζουν να μιλούν με τον ίδιο ανησυχαστικό τόνο που κάποτε χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τη σύγκρουση των υπερδυνάμεων. Πράγματι, η νοοτροπία των Ηνωμένων Πολιτειών στον μετά την 11η Σεπτεμβρίου κόσμο κατανοήθηκε καλύτερα (αν και ωμά) από τον πρώην αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι. Όταν ήταν αντιπρόεδρος, ο Τσένι προώθησε την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν ακόμα και για την πιο απομακρυσμένη απειλή, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα συμβεί. Ο δημοσιογράφος Ρον Σάσκιντ ονόμασε αυτή την πεποίθηση ως «το ένα δόγμα του ένα τοις εκατό», μια αναφορά σε αυτό που ο Τσένι αποκαλούσε «ένα τοις εκατό πιθανότητες οι πακιστανοί επιστήμονες να βοηθούν την Αλ Κάιντα να κατασκευάσει ή να αναπτύξει πυρηνικά όπλα». Σύμφωνα με τον Σάσκιντ, ο Τσένι επέμενε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αντιμετωπίζουν μια τέτοια απομακρυσμένη δυνητική απειλή «ως βεβαιότητα όσον αφορά την αντίδρασή μας».

Τέτοια ακαριαία και μαζική ανταπόκριση σπάνια βρίσκεται έξω από το πεδίο της εθνικής ασφάλειας, ακόμα και όταν η κυβέρνηση αντιμετωπίζει προβλήματα που προκαλούν στους Αμερικανούς πολύ περισσότερο κακό από ό, τι οποιαδήποτε ξένη απειλή. Σύμφωνα με μια ανάλυση από την ειδική επί του προϋπολογισμού, Λίντα Μπίλμς, και τον οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς, στα δέκα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το συνδυασμένο άμεσο και έμμεσο κόστος της αντίδρασης των ΗΠΑ στη δολοφονία των περίπου 3.000 πολιτών τους, ανήλθε σε περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Μια μελέτη από το Ινστιτούτο Urban, ένα ανεξάρτητο think tank, εκτιμά ότι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου επικάλυψης, από το 2000 έως το 2006, 137.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους πρόωρα, επειδή δεν είχαν ασφάλιση υγείας. Παρόλο που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διατηρεί ισχυρά ασφαλιστικά προγράμματα υγείας για τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς Αμερικανούς, η αντίδρασή της σε μια εθνική κρίση στην υγειονομική περίθαλψη κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου χλωμιάζει σε σύγκριση με την αντίδρασή της στις πολύ λιγότερο θανατηφόρες τρομοκρατικές επιθέσεις.

Αντί για το δόγμα του «ένα τοις εκατό» του Τσένι, αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματικά χρειάζονται είναι ένα δόγμα για το «99 τοις εκατό»: μία στρατηγική εθνικής ασφάλειας με βάση το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ασφαλής και καλά προστατευμένη χώρα και στηρίζεται στην πραγματικότητα ότι οι ευκαιρίες για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων υπερβαίνουν κατά πολύ τις απειλές εναντίον τους. Η πλήρης κατανόηση του κόσμου όπως είναι σήμερα, είναι ο καλύτερος τρόπος για να κρατηθούν οι ΗΠΑ ασφαλείς και ανθεκτικές απέναντι στις υπερβολικές αντιδράσεις που έχουν καθορίσει την εξωτερική τους πολιτική για πάρα πολύ καιρό.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΟΤΕ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, αντιμετωπίζουν σήμερα μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας. Αλλά ας ληφθούν υπόψιν τέσσερις μακροπρόθεσμες παγκόσμιες τάσεις που υπογραμμίζουν πόσο άστοχη είναι η συνεχής καπήλευση του φόβου στην πολιτική των ΗΠΑ: η μείωση της γενίκευσης των βίαιων συγκρούσεων, η μείωση της συχνότητας εμφάνισης της τρομοκρατίας, η εξάπλωση της πολιτικής της ελευθερίας και της ευημερίας και η παγκόσμια βελτίωση της δημόσιας υγείας. Το 1992 υπήρχαν 53 ένοπλες συγκρούσεις σε 39 χώρες σε όλο τον κόσμο. Το 2010 υπήρχαν 30 ένοπλες συρράξεις σε 25 χώρες. Από αυτές τις τελευταίες, μόνο τέσσερις έχουν προκαλέσει τουλάχιστον 1.000 θανάτους που σχετίζονται με τη μάχη και μπορούν επομένως να χαρακτηριστούν ως πόλεμος, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Πολεμικών Δεδομένων της Ουψάλα (Uppsala Conflict Data Program): οι συγκρούσεις στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν και τη Σομαλία, δύο εκ των οποίων ξεκίνησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σήμερα, οι πόλεμοι τείνουν να είναι χαμηλής έντασης συγκρούσεις που, κατά μέσο όρο, σκοτώνουν περίπου 90% λιγότερους ανθρώπους από ό, τι οι βίαιες μάχες στη δεκαετία του 1950. Πράγματι, η πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα είδε λιγότερους θανάτους από πόλεμο από οποιαδήποτε δεκαετία του περασμένου αιώνα. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου δεν έχουν μπει σε άμεση σύγκρουση για περισσότερα από 60 χρόνια - «η μεγαλύτερη περίοδος ειρήνης των μεγάλων δυνάμεων στους αιώνες», όπως το θέτει το Σχέδιο Αναφοράς Ανθρώπινης Ασφαλείας (Human Security Report Project). Ούτε υπάρχει σοβαρός λόγος για τις Ηνωμένες Πολιτείες να φοβούνται ένα τέτοιο πόλεμο στο εγγύς μέλλον: κανένα κράτος δεν έχει επί του παρόντος τις δυνατότητες ή τη διάθεση να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ένα μεγάλο μέρος του φόβου που κατακλύζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προέρχεται από το τραύμα της 11ης Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, αν και η τακτική της τρομοκρατίας εξακολουθεί να αποτελεί μάστιγα στις τοπικές συγκρούσεις, μεταξύ 2006 και 2010 ο συνολικός αριθμός των τρομοκρατικών επιθέσεων μειώθηκε κατά σχεδόν 20% και ο αριθμός των θανάτων που οφείλονται σε τρομοκρατικές επιθέσεις μειώθηκε κατά 35%, σύμφωνα με το αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το 2010, πάνω από τα τρία τέταρτα όλων των θυμάτων της τρομοκρατίας - που σημαίνει σκόπιμη, πολιτικά υποκινούμενη βία από μη κυβερνητικές ομάδες κατά μη μάχιμων στόχων -τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν στις εμπόλεμες ζώνες του Αφγανιστάν, του Ιράκ, του Πακιστάν και της Σομαλίας. Από τους 13.186 ανθρώπους που σκοτώθηκαν από τρομοκρατικές επιθέσεις το 2010, μόνο 15, ή 0,1% ήταν πολίτες των ΗΠΑ. Στα περισσότερα μέρη, σήμερα - και ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες - οι πιθανότητες να πεθάνει κανείς από τρομοκρατική επίθεση ή σε στρατιωτική σύγκρουση έχουν πέσει σχεδόν στο μηδέν.

Καθώς η βία και ο πόλεμος έχουν μετριαστεί, η ελευθερία και η δημοκρατική διακυβέρνηση έχουν κάνει μεγάλες προόδους. Σύμφωνα με το Freedom House, υπήρχαν 69 εκλεγμένες δημοκρατίες στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, υπάρχουν 117. Και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο αριθμός των απολυταρχιών μειώθηκε από 62 σε 48. Σίγουρα, κατά τη διαδικασία του εκδημοκρατισμού, κράτη με αδύναμους πολιτικούς θεσμούς μπορεί να είναι πιο επιρρεπή σε βραχυπρόθεσμη αστάθεια, εμφύλιους πολέμους και διακρατικές συγκρούσεις. Παρ' όλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου, οι δημοκρατίες τείνουν να έχουν πιο υγιείς και καλύτερα μορφωμένους πολίτες, σχεδόν ποτέ δεν πολεμούν με άλλες δημοκρατίες και είναι λιγότερο πιθανό να πολεμήσουν εναντίον μη δημοκρατικών χωρών.

Οι οικονομική δεσμοί μεταξύ κρατών επίσης πληθαίνουν, ακόμη και απέναντι στη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση. Σήμερα, 153 χώρες ανήκουν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και δεσμεύονται με μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών τους. Χάρη στην μείωση των εμπορικών εμποδίων, οι εξαγωγές τώρα αποτελούν περισσότερο από το 30% του ακαθάριστου παγκόσμιου προϊόντος, ένα ποσοστό που έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία 40 χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δει τις εξαγωγές τους στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου να έχουν αυξηθεί κατά περίπου 500% κατά την τελευταία δεκαετία. Οι ροές συναλλάγματος έχουν επίσης απογειωθεί, με 4 τρισεκατομμύρια δολάρια να διακινούνται παγκοσμίως στις αγορές συναλλάγματος κάθε μέρα. Τα εμβάσματα, ένα βασικό μέσο για τη μείωση της φτώχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν υπερτριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, σε περισσότερα από 440 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Εν μέρει ως αποτέλεσμα των τάσεων αυτών, η φτώχεια βρίσκεται σε ύφεση: το 1981, το ήμισυ των ανθρώπων που ζουν στον αναπτυσσόμενο κόσμο επιβίωνε με λιγότερα από1,25 δολάρια την ημέρα. Σήμερα, το ποσοστό αυτό είναι περίπου το ένα έκτο. Όπως και ο εκδημοκρατισμός, η οικονομική ανάπτυξη φέρνει κατά καιρούς σημαντικό κόστος. Ειδικότερα, ο οικονομικός φιλελευθερισμός μπορεί να στραγγίξει τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας που υποστηρίζουν τα πιο ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού μιας κοινωνίας και μπορεί να επιδεινώσει τις ανισότητες. Όμως, από τη σκοπιά των Ηνωμένων Πολιτειών, η αύξηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης είναι καθαρά θετική επειδή το εμπόριο και οι άμεσες ξένες επενδύσεις μεταξύ των χωρών γενικών συσχετίζονται με την μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και μια μειωμένη πιθανότητα του πολέμου.

Η τελική τάση που συμβάλλει στη σχετική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η βελτίωση της παγκόσμιας υγείας και ευημερίας. Οι άνθρωποι σε όλες σχεδόν τις χώρες, και σίγουρα στις ΗΠΑ, ζουν περισσότερο και υγιέστερα. Το 2010, ο αριθμός των ανθρώπων που πέθαναν από αιτίες που σχετίζονται με το AIDS μειώθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Τα κρούσματα φυματίωσης εξακολουθούν να μειώνονται, όπως και τα ποσοστά της πολιομυελίτιδας και της ελονοσίας. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί δραματικά σε όλο τον κόσμο, εν μέρει χάρη στην εκτεταμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την αποχέτευση και τα εμβόλια. Το 1970, το συνολικό ποσοστό παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι παιδιών κάτω των πέντε ετών ανά 1.000 παιδιά) ήταν 141. Το 2010 ήταν 57. Το 1970, η παγκόσμια μέση προσδοκώμενη διάρκεια ζωής ήταν 59 έτη, και το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ ήταν 70 έτη. Σήμερα, η παγκόσμια εικόνα είναι λίγο κάτω από 70 έτη και το ποσοστό για τις ΗΠΑ είναι 79 έτη. Οι τεράστιες βελτιώσεις στην υγεία και την ευημερία συμβάλουν στην παγκόσμια τάση προς την ασφάλεια επειδή οι χώρες με φτωχή ανθρώπινη ανάπτυξη είναι πιο επιρρεπείς στον πόλεμο.

ΑΟΡΑΤΗ ΑΠΕΙΛΗ

Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις σήμερα. Αντίθετα, το θέμα είναι ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι διαχειρίσιμα και θέτουν ελάχιστους κινδύνους για τη ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αμερικανών. Κανένα από αυτά - ξεχωριστά ή σε συνδυασμό – δεν δικαιολογεί την κινδυνολογία και τη ρητορική των πολιτικών ή πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί ζουν σε έναν επικίνδυνο κόσμο.
Ας δούμε την τρομοκρατία. Από την 11η Σεπτεμβρίου, καμιά απειλή για την ασφάλεια δεν έχει αυξηθεί περισσότερο. Λαμβάνοντας υπόψη τη φρίκη εκείνης της ημέρας, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν ένα επίπεδο φόβου που είναι εντελώς δυσανάλογο σε σχέση με τις δυνατότητες τόσο των τρομοκρατικών οργανώσεων όσο και την ευπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η Αλ Κάιντα υπήρξε τραγικά τυχερή. Από τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονται για την πιθανότητα του «ένα τοις εκατό» (και ακόμη λιγότερο) ότι θα μπορούσε να είναι και πάλι τυχερή. Αλλά η Αλ Κάιντα έχασε το ασφαλές καταφύγιό της μετά την υπό αμερικανική ηγεσία εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και οι περαιτέρω στρατιωτικές, διπλωματικές, κατασκοπευτικές και άλλες προσπάθειες επιβολής του νόμου έχουν αποδεκατίσει την οργάνωση, η οποία έχει ουσιαστικά χάσει την όποια ικανότητα είχε κάποτε να απειλήσει σοβαρά τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύμφωνα με αμερικανούς αξιωματούχους, η ηγεσία της Αλ Κάιντα έχει συρρικνωθεί σε δύο κορυφαίους αρχηγούς: τον Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι και τον δεύτερο στην ιεραρχία, Αμπού Γιαχία αλ-Λίμπι. Ο Πανέτα έχει ακόμη πει ότι η ήττα της Αλ Κάιντα είναι «εφικτή». Η κατάρρευση της αρχικής οργάνωσης της Αλ Κάιντα είναι ένας λόγος που, στη δεκαετία από την 11η Σεπτεμβρίου, το έδαφος των ΗΠΑ δεν έχει υποφέρει από οποιεσδήποτε μεγάλης κλίμακας τρομοκρατικές επιθέσεις. Όλες οι επόμενες προσπάθειες έχουν αποτύχει ή έχουν ματαιωθεί, εν μέρει λόγω της ανικανότητας των δραστών. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα αναμφισβήτητα μερικοί τρομοκράτες που θέλουν να σκοτώσουν Αμερικανούς, τα όνειρά τους θα συνεχίσουν πιθανόν να είναι ταραγμένα εξαιτίας των δικών τους περιορισμών αλλά και λόγω των υπηρεσιών επιβολής νόμου και των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗνωμένωνΠολιτειών και των συμμάχων τους.

Καθώς η απειλή από ομάδες της διεθνούς τρομοκρατίας λιγοστεύει, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν επίσης λίγους κινδύνους από άλλα κράτη. Η Κίνα είναι ο πιο προφανής πιθανός αντίπαλος των Ηνωμένων Πολιτειών και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδός της θα αποτελέσει πρόκληση για τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Επιπλέον, υπάρχει μια ατελείωτη συζήτηση μεταξύ των Κινέζων πολιτικών και των στρατιωτικών ηγετών για τον παγκόσμιο ρόλο που αρμόζει στην Κίνα, και η έλλειψη διαφάνειας από την ανώτερη ηγεσία της Κίνας σχετικά με τους μακροπρόθεσμους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής αποτελεί αιτία ανησυχίας. Ωστόσο, η σημερινή απειλή για την ασφάλεια στο έδαφος των ΗΠΑ είναι σχεδόν ανύπαρκτη και θα παραμείνει έτσι. Ακόμη και τώρα που η Κίνα προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τον στρατό της, οι αμυντικές δαπάνες της εξακολουθούν να είναι περίπου το ένα ένατο εκείνων των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 2012, το Πεντάγωνο θα δαπανήσει μόνο για στρατιωτική «Έρευνα και Ανάπτυξη» περίπου όσα η Κίνα θα δαπανήσει για ολόκληρο το στρατό της.

Ενώ η Κίνα επιδεικνύει κάπως άτσαλα τη δύναμή της στην Άπω Ανατολή απειλώντας να αρνηθεί την πρόσβαση σε επίμαχους θαλάσσιους πόρους, μια πρόσφατη έκθεση του Πενταγώνου σημειώνει ότι οι στρατιωτικές φιλοδοξίες της Κίνας εξακολουθούν να κυριαρχούνται από «περιφερειακούς κινδύνους» και ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός έχει σημειώσει μικρή πρόοδο στην ανάπτυξη δυνατοτήτων που «επεκτείνουν την παγκόσμια εμβέλεια ή την προβολή της ισχύος του». Κατά τα προσεχή έτη, η Κίνα θα διευρύνει τον περιφερειακό της ρόλο, αλλά η ανάπτυξη αυτή θα απειλήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ αν η Ουάσιγκτον προσπαθήσει να κυριαρχήσει στην Ανατολική Ασία και δεν λάβει υπόψη της τα δικαιολογημένα περιφερειακά συμφέροντα της Κίνας. Είναι αλήθεια ότι οι γείτονες της Κίνας συχνά φοβούνται ότι η Κίνα δεν θα επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές τους, και αυτό ανάγκασε τις ασιατικές χώρες να συνεργαστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, διατηρώντας διμερείς συμμαχίες που συνθέτουν μια ισχυρή αρχιτεκτονική ασφάλειας και περιορίζουν τον χώρο που έχει η Κίνα για ελιγμούς.

Τα ισχυρότερα επιχειρήματα προέρχονται από εκείνους που προειδοποιούν ότι η κινεζική επιρροή περιστρέφεται γύρω από την οικονομική πολιτική. Ο κατάλογος των καταγγελιών περιλαμβάνει μια σειρά από κινεζικές πολιτικές, από την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και τις πράξεις συναλλαγματικής χειραγώγησης ως την οικονομική κατασκοπεία και τις εγχώριες επιδοτήσεις. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν είναι πιθανό να οδηγήσει σε άμεση σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες πέραν του ανταγωνισμού που ενυπάρχει στο διεθνές εμπόριο, ο οποίος δεν παράγει αποτελέσματα μηδενικού αθροίσματος και περιορίζεται από μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, όπως αυτός του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Αν μη τι άλλο, η προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές οικονομική στρατηγική της Κίνας, μαζί με τα μεγάλα αποθέματά της σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, υποδηλώνουν ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να προτιμά ισχυρές τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να είναι ασθενείς.

ΠΥΡΗΝΙΚΟΙ ΦΟΒΟΙ

Πρόκειται για ένα θέμα πεποίθησης για πολλούς Αμερικανούς πολιτικούς ότι το Ιράν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα. Αλλά αν αυτό είναι αλήθεια, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αναπνέουν πιο εύκολα: το Ιράν είναι αδύναμο στρατιωτικά. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών οι ιρανικές «στρατιωτικές δυνάμεις δεν έχουν σχεδόν καμία σύγχρονη θωράκιση, πυροβολικό, αεροσκάφη ή πολεμικά πλοία και οι κυρώσεις του ΟΗΕ πιθανότατα θα εμποδίσουν την αγορά όπλων υψηλής τεχνολογίας για το προβλέψιμο μέλλον».

Η δηλωμένη πρόθεση της Τεχεράνης να προβάλει τα συμφέροντά της σε περιφερειακό επίπεδο μέσω στρατιωτικών ή παραστρατιωτικών δυνάμεων έκανε το Ιράν τον χειρότερο εχθρό του εαυτού του. Οι γείτονες του Ιράν επιλέγουν να βρουν μια ισορροπία απέναντί του και όχι να συνταχθούν πίσω από την ηγεσία του. Το 2006, οι αραβικές χώρες έβλεπαν ευνοϊκά το Ιράν σχεδόν κατά 80%. Σήμερα, το ποσοστό αυτό είναι κάτω από 30%. Όπως και οι γείτονές της Κίνας στην Ανατολική Ασία, οι χώρες του Κόλπου έχουν ανταποκριθεί στην επιθετικότητα του Ιράν με τη συμμετοχή τους σε μια αναδυόμενη περιφερειακή ρύθμιση ασφάλειας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία περιλαμβάνει πωλήσεις προηγμένων συμβατικών όπλων, πυραυλική άμυνα, ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και κοινές στρατιωτικές ασκήσεις οι οποίες έχουν απομονώσει περαιτέρω το Ιράν.

Φυσικά, οι σοβαρότερες ανησυχίες για το Ιράν επικεντρώνονται στις πυρηνικές του δραστηριότητες. Οι φόβοι αυτοί οδήγησαν σε μερικές από τα πιο κατάφωρα αβάσιμες ρητορικές: σε μια συζήτηση των Ρεπουμπλικανών για την εθνική ασφάλεια, το Νοέμβριο, ο Ρόμνεϊ ισχυρίστηκε ότι ένα ιρανικό πυρηνικό όπλο είναι «η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει ο κόσμος». Αλλά παραμένει ασαφές εάν η Τεχεράνη έχει αποφασίσει να συνεχίσει τις προσπάθειες να αποκτήσει μια βόμβα ή έχει απλώς αποφασίσει να αναπτύξει την ικανότητα να αποκτήσει μια πυρηνική βόμβα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι ηγέτες του Ιράν έχουν επαρκώς προειδοποιηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντήσουν με συντριπτική δύναμη στη χρήση ή τη μεταφορά πυρηνικών όπλων. Παρά το γεγονός ότι ένα πυρηνικό Ιράν θα ήταν ανησυχητικό για την περιοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να περιορίσουν την Τεχεράνη και να αποτρέψουν την επιθετικότητά της - και η απειλή για το έδαφος των ΗΠΑ θα συνεχίσει να είναι ελάχιστη.

Οι παραφουσκωμένοι φόβοι για ένα πυρηνικό Ιράν είναι μέρος μιας πιο γενικευμένης αμερικανικής ανησυχία απέναντι στη συνεχιζόμενη δυνατότητα πυρηνικών επιθέσεων. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Ομπάμα ισχυρίζεται ότι «ο αμερικανικός λαός δεν αντιμετωπίζει μεγαλύτερο ή πιο επείγοντα κίνδυνο από ό, τι μια τρομοκρατική επίθεση με πυρηνικά όπλα». Σύμφωνα με το έγγραφο, «η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια απειλείται από τη διάδοση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πυρηνική συναλλαγή. Πράγματι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο κίνδυνος μιας πυρηνικής επίθεσης έχει αυξηθεί».

Αν το πλαίσιο είναι μια πυρηνική σύγκρουση κράτους-εναντίον-κράτους, ο ισχυρισμός αυτός είναι προφανώς εσφαλμένος. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μηδένισε τη μεγαλύτερη πιθανότητα για διεθνή πυρηνική σύγκρουση. Η Κίνα, με μόνο 72 διηπειρωτικούς πυρηνικούς πυραύλους, είναι κατ' εξοχήν δύναμη αποτροπής και όχι μια αξιόπιστη πυρηνική απειλή. Δεν έχει καμία δυνατότητα απάντησης απέναντι στην ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών για δεύτερο χτύημα και τα περισσότερα από 2.000 πυρηνικά όπλα με τα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χτυπήσουν την Κίνα.

Την περασμένη δεκαετία, ο Τσένι και άλλοι οπαδοί του δόγματος του «ένα τοις εκατό» είχαν συχνά προειδοποιήσει για τον κίνδυνο που προέρχεται από αδέσποτα πυρηνικά ή ανεξέλεγκτο σχάσιμο υλικό. Στην πραγματικότητα, η απειλή μιας πυρηνικής συσκευής που καταλήγει στα χέρια μιας τρομοκρατικής ομάδας έχει μειωθεί σημαντικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, δηλαδή όταν το πυρηνικό οπλοστάσιο της Σοβιετικής Ένωσης ήταν διασκορπισμένο απ’ άκρου εις άκρον στην αχανή Ρωσία, στις 15 πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και σε αρκετές περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης. Από τότε, οι προσπάθειες συνεργασίας ΗΠΑ-Ρωσίας είχαν ως αποτέλεσμα το σημαντικό συμμάζεμα των όπλων αυτών σε πολύ λιγότερους χώρους καθώς και στη συνολική αναβάθμιση της ασφάλειας σε όλες σχεδόν τις εγκαταστάσεις που εξακολουθούν να έχουν πυρηνικά υλικά ή κεφαλές, καθιστώντας μηδαμινή την πιθανότητα κλοπής ή εκτροπής. Επιπλέον, τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την διασφάλιση του πυρηνικου οπλοστασίου της Ρωσίας άρχισαν να εφαρμόζονται και σε άλλες χώρες, στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής για την Πυρηνική Ασφάλεια που οργάνωσε ο Ομπάμα τον Απρίλιο του 2010, η οποία παρήγαγε ένα παγκόσμιο σχέδιο για την διασφάλιση όλων των πυρηνικών υλικών εντός τεσσάρων ετών. Από τότε, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο, συμπεριλαμβανομένων της Χιλής, του Μεξικό, της Ουκρανίας και του Βιετνάμ, έχουν εκπληρώσει περισσότερο από 70% των δεσμεύσεων που ανέλαβαν κατά τη Σύνοδο Κορυφής.

Το Πακιστάν αποτελεί άλλη μια πιθανή πηγή αδέσποτων πυρηνικών. Η στρατιωτική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν, με την εξάρτησή της από τις διασυνοριακές επιδρομές με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, έχει πράγματι συμβάλει στην αστάθεια στο Πακιστάν, επιδείνωσε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ισλαμαμπάντ και πιθανώς αύξησε την πιθανότητα να πέσει σε λάθος χέρια ένα πυρηνικό όπλο. Πράγματι, το Πακιστάν φοβάται μια επιδρομή των ΗΠΑ στο πυρηνικό οπλοστάσιο του και γι’ αυτό φέρεται να έχει μεταφέρει τα όπλα του σε διάφορες τοποθεσίες, ακόμα και με τελείως ανασφαλή πολιτικά οχήματα. Αλλά ακόμα και στο Πακιστάν, οι πιθανότητες μια τρομοκρατική οργάνωση να προμηθευτεί ένα πυρηνικό όπλο είναι απειροελάχιστες. Το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ παρείχε βοήθεια στη βελτίωση της ασφάλειας του πυρηνικού οπλοστασίου του Πακιστάν και διαδοχικοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ επανέλαβαν ό, τι ο πρώην υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, δήλωσε τον Ιανουάριο του 2010: ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αισθάνονται «πολύ άνετα με την ασφάλεια των πυρηνικών όπλων του Πακιστάν».

Ένα πιο πρόσφατο φόβητρο σε συζητήσεις για το επίπεδο εθνικής ασφάλειας είναι η απειλή του λεγόμενου κυβερνοπολέμου (cyberwar). Οι πολιτικοί και οι αυθεντίες έχουν προειδοποιήσει για περισσότερο από μια δεκαετία περί ενός επικείμενου «κυβερνο-Περλ Χάρμπορ» ή μιας «κυβερνο-11ης Σεπτεμβρίου». Τον Ιούνιο του 2011, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Αμυνας Γουίλιαμ Λιν δήλωσε ότι «τα bits και τα bytes μπορεί να αποτελούν εξίσου σοβαρή απειλή με τις σφαίρες και τις βόμβες». Και τον Σεπτέμβριο του 2011, ο ναύαρχος Μάικ Μάλεν, τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, περιέγραψε τις κυβερνοεπιθέσεις ως «υπαρξιακή» απειλή που «στην πραγματικότητα μπορεί να μας ρίξει στα γόνατα».

Παρά το γεγονός ότι η δυνητική ευπάθεια των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των κυβερνητικών οργανισμών σε κυβερνοεπιθέσεις έχει αυξηθεί, η υποτιθέμενη απειλή κυβερνοπολέμου διαλύεται αν εξεταστεί σοβαρα. Καμιά κυβερνοεπίθεση δεν είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής ενός πολίτη των ΗΠΑ. Πληροφορίες για «κινητικές» κυβερνοεπιθέσεις, όπως μια σε ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο στο Ιλινόις και μια άλλη επίθεση της Βόρειας Κορέας σε servers της αμερικανικής κυβέρνησης, έχουν αποδειχθεί αβάσιμες. Τα δίκτυα του Πενταγώνου δέχονται επίθεση χιλιάδες φορές την ημέρα από ιδιώτες και ξένες μυστικές υπηρεσίες. Το ίδιο και servers στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των επιθέσεων αποτυγχάνει όποτε έχουν τοποθετηθεί επαρκή συστήματα ασφάλειας. Βεβαίως, τίποτα δεν μπορεί ούτε αόριστα να συγκριθεί με το Περλ Χάρμπορ ή την 11η Σεπτεμβρίου ενώ οι περισσότερες κυβερνοεπιθέσεις μπορούν να αντισταθμιστούν με την πρόληψη βασισμένη στην κοινή λογική και με προσπάθειες μετριασμού των όποιων ζημιών.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Υπερασπιστές του status quo μπορεί να ισχυριστούν ότι ο χρόνιος πληθωρισμός περί των απειλών και μια υπερστρατικοποιημένη εξωτερική πολιτική δεν απέτρεψαν τις ΗΠΑ από τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας και προστασίας και ως εκ τούτου κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πιεστικό πρόβλημα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι παρότι ο κόσμος δεν είναι επικίνδυνος σήμερα, θα μπορούσε γρήγορα να γίνει, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνουν πάρα πολύ αισιόδοξες σχετικά με τους παγκόσμιους κινδύνους και μειώσουν τη στρατιωτική τους δύναμη. Και οι δύο αυτές θέσεις υποτιμούν το κόστος και τους κινδύνους του status quo και υπερεκτιμούν την ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών να βασίζονται σε μια επιθετική στρατιωτική αντίληψη που καθοδηγείται από τεράστιους φόβους.

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι περισσότερες βελτιώσεις στην ασφάλεια των ΗΠΑ δεν εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τον τεράστια στρατό της χώρας, ούτε έχουν προκύψει από τον συνεχώς διευρυνόμενο ορισμό των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αξίζουν επαίνους για την προώθηση της μεγαλύτερης διεθνούς οικονομικής αλληλεξάρτησης και των ανοικτών αγορών και, μιας σειράς από διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς και ιδιωτικούς φορείς (αλλά πολύ λιγότερο για τη βελτίωση της παγκόσμιας δημόσιας υγείας και τη συμβολή στην ανάπτυξη της δημοκρατικής διακυβέρνησης). Όμως, αν και η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ κατά καιρούς συνέβαλε στη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για θετικές αλλαγές, αυτές οι βελτιώσεις επιτεύχθηκαν κυρίως μέσω του έργου των πολιτικών φορέων και των μη κυβερνητικών οργαν/ωσεων στον ιδιωτικό και μη κερδοσκοπικό τομέα. Το ιστορικό ενός υπεραναπτυγμένου μετα-ψυχροπολεμικού αμερικανικού στρατού είναι πολύ πιο συγκεχυμένο. Αν και ορισμένες υπό αμερικανική ηγεσία στρατιωτικές προσπάθειες, όπως η επέμβαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου περιφερειακού περιβάλλοντος, οι υπό αμερικανική ηγεσία πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ έχουν αποδυναμώσει την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια, οδηγώντας σε εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και σε προσφυγικές κρίσεις (σύμφωνα με το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, 45% του συνόλου των προσφύγων σήμερα προσπαθούν να ξεφύγουν από τη βία που προκλήθηκε από αυτούς τους δύο πολέμους). Πράγματι, υπερβολικές αντιδράσεις σε απειλές κατά της ασφάλειας, κυρίως από την τρομοκρατία, έχουν κάνει σημαντική ζημιά στα συμφέροντα των ΗΠΑ και απειλούν να αποδυναμώσουν τα παγκόσμια πρότυπα και τους φορείς που συνέβαλαν στη δημιουργία και τη διατήρηση της σημερινής εποχής της ειρήνης και της ασφάλειας. Τίποτα από αυτά δεν υπονοεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να σταματήσουν να παίζουν έναν παγκόσμιο ρόλο. Μάλλον, θα πρέπει να διαδραματίσουν έναν διαφορετικό ρόλο, έναν ρόλο που θα τονίζει τη δύναμη της πειθούς αντί τη σκληρή δύναμη και την ανέξοδη διπλωματία όπως και την αναπτυξιακή βοήθεια αντί των ακριβών στρατιωτικών δομών.

Πράγματι, το πιο αξιοθρήνητο κόστος της αδιαλείπτου υπερβολής των απειλών και της έμφασης στη στρατιωτική ισχύ είναι ότι οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα υποφέρουν από ανεπαρκείς πόρους και τους δίνεται πολύ λιγότερη προσοχή από τα πιο… «σέξι» προβλήματα όπως είναι ο πόλεμος και η τρομοκρατία. Αυτές περιλαμβάνουν την αλλαγή του κλίματος, τις επιδημίες, την παγκόσμια οικονομική αστάθεια και τα διεθνή εγκληματικά δίκτυα - τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως καταλύτες για σοβαρές και άμεσες προκλήσεις για τα αμερικανικά συμφέροντα ασφάλειας. Αλλά οι ανησυχίες αυτές είναι λιγότερο βαθειές από τις υποτιθέμενες απειλές από την τρομοκρατία και τα αναξιόπιστα πυρηνικά κράτη. Απαιτούν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ενίοτε επώδυνες λύσεις, και δεν είναι συνεχώς υπερτονισμένα από καλά χρηματοδοτηένες ομάδες επιρροής (λόμπι). Ως αποτέλεσμα, έχουν καταλάβει μικρό μέρος στην εθνική συζήτηση για την ασφάλεια και τη χάραξη πολιτικής.

Για να αποφευχθεί περαιτέρω στρέβλωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και να επωφεληθούν της σημερινής σχετικής ασφάλειας και της σταθερότητας, οι πολιτικοί πρέπει όχι μόνο να ανταποκριθούν σε έναν κόσμο «του 99 τοις εκατό» αλλά και να τον σταθεροποιήσουν. Θα πρέπει να ξεκινήσουν από την ενίσχυση της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής των διεθνών θεσμών και των κανόνων που μπορούν να προωθήσουν τα αμερικανικά συμφέροντα και να διασφαλίσουν ότι οι άλλες χώρες μοιράζονται το βάρος της διατήρησης της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Διεθνείς οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη (και οι συνδεδεμένοι οργανισμοί τους, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας, ΑΕΑ), περιφερειακές οργανώσεις (η Αφρικανική Ένωση, ο Οργανισμός των Αμερικανικών Κρατών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας) και διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μπορούν να επισημοποιήσουν και να ενισχύσουν πρότυπα και κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των κρατών και ενισχύουν την παγκόσμια συνεργασία, παρέχουν νομιμότητα στις αμερικανικές διπλωματικές προσπάθειες και προσφέρουν πρόσβαση σε περιοχές του κόσμου που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποκτήσουν μονομερώς.

Η αμερικανική ηγεσία πρέπει να είναι ανάλογη με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τη φύση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σε κάθε θέμα ή να υποθέτουν ότι κάθε πρόβλημα στον κόσμο απαιτεί μια αντίδραση των ΗΠΑ. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει «να καθοδηγούν από τα μετόπισθεν» - ή από το πλάι, ή από λίγο εμπρός – αλλά σπάνια, αν όχι ποτέ, από μόνες τους. Αυτή η προσέγγιση θα αποσπάσει ευρεία υποστήριξη. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα της κοινής γνώμης για τα διεθνή ζητήματα από το «Συμβουλίο για τις Παγκόσμιες Υποθέσεις» με έδρα το Σικάγο, λιγότερο από 10% των Αμερικανών θέλουν η χώρα να «συνεχίσει να είναι ο κατ' εξοχήν παγκόσμιος ηγέτης στην επίλυση διεθνών προβλημάτων». Ο αμερικανικός λαός έχει από καιρό υιοθετήσει την ιδέα ότι η χώρα του δεν θα πρέπει να είναι ο αστυνομικός του κόσμο, ακριβώς για όσο χρονικό διάστημα οι πολιτικοί και από τα δύο κόμματα έχουν εκφράσει αυτό το αίσθημα ως μια κοινοτοπία. Ήρθε η ώρα της δράσης πάνω σε αυτή την ιδέα.

Εάν οι κύριες προκλήσεις σε έναν κόσμο του «99 τοις εκατό» έχουν διεθνικό χαρακτήρα και απαιτούν περισσότερη ανάπτυξη, βελτίωση της δημόσιας υγείας και ενίσχυση της επιβολής του νόμου, τότε είναι σημαντικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν ένα αιχμηρό σύνολο από μη στρατιωτικά εργαλεία εθνικής ασφαλείας. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική χρειάζεται λιγότερους αθρώπους που να μπορούν να πηδήξουν έξω από ένα αεροπλάνο πολεμώντας και περισσότερους οι οποίοι να μπορούν να συγκαλέσουν συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης και να ηγηθούν των διαπραγματεύσεων. Όμως, λόγω των περικοπών που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της αναδιοργάνωσής της στη δεκαετία του 1990, η Αμερικανική Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη (U.S. Agency for International Development, USAID) έχει απομείνει ένα κούφιο κέλυφος του παλαιού εαυτού της. Το 1990, ο Οργανισμός είχε 3.500 μόνιμους υπαλλήλους. Σήμερα, έχει μόλις πάνω από 2.000 επιτελικά στελέχη και η συντριπτική πλειοψηφία του προϋπολογισμού του διανέμεται μέσω εργολάβων και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Εν τω μεταξύ, με 30.000 εργαζόμενους και προϋπολογισμό 50 δισ. δολαρίων, οι πόροι του υπουργείου Εξωτερικών φαίνονται χλωμοί σε σύγκριση με αυτούς του Πενταγώνου, που έχει περισσότερους από 1,6 εκατομμύρια απασχολούμενους και προϋπολογισμό πάνω από 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Περισσότεροι πόροι και προσοχή πρέπει να δοθούν σε όλα τα στοιχεία της μη στρατιωτικής κρατικής εξουσίας - όχι μόνο στη USAID και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και την Εταιρεία για την Πρόκληση της Χιλιετίας (Millennium Challenge Corporation), το Εθνικό Κληροδότημα για τη Δημοκρατία (National Endowment for Democracy) και ένα πλήθος πολυμερών οργανισμών που ασχολούνται με τα βαθύτερα αίτια της τοπικής αστάθειας και βελτιώνουν την επίδρασή τους με σχετικά χαμηλό κόστος. Όπως ο αμερικανός στρατηγός Τζον Άλεν σημείωσε πρόσφατα, «από πολλές απόψεις, οι προσπάθειες της USAID μπορούν να κάνουν - μακροπρόθεσμα – τόσα για την πρόληψη των συγκρούσεων όσα η αποτρεπτική δύναμη ενός αεροπλανοφόρου ή μιας εκστρατευτικής δύναμης πεζοναυτών». Ο Άλεν γνωρίζει: αυτός διοικεί τους 100.000 στρατιώτες των ΗΠΑ που πολεμούν στο Αφγανιστάν.

Η αναβάθμιση της «εργαλειοθήκης» των Ηνωμένων Πολιτειών για την εθνική ασφάλεια θα απαιτήσει τη μείωση του μεγέθους των ενόπλων δυνάμεων τους. Σε μια εποχή σχετικής ειρήνης και ασφάλειας, ο στρατός των ΗΠΑ δεν πρέπει να είναι το κύριο πρίσμα μέσω του οποίου η χώρα βλέπει τον κόσμο. Ως εναλλακτικό εργαλείο που μπορεί να αντιμετωπίσει απειλές, ο στρατός των ΗΠΑ είναι σίγουρα ένα σημαντικό στοιχείο της εθνικής δύναμης. Ωστόσο, συμβάλλει πολύ λίγο στις μόνιμες λύσεις για τα προβλήματα του «99 τοις εκατό». Και ο τεράστιος προϋπολογισμός του Πενταγώνου, δεν σπαταλά απλώς πολύτιμους πόρους. Επίσης στρεβλώνει την σκέψη και τη χάραξη πολιτικής για την εθνική ασφάλεια. Δεδομένου ότι ο στρατός ελέγχει το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο των πόρων στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος ασφαλείας, οι πολιτικοί τείνουν να αντιμετωπίζουν όλες τις προκλήσεις μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των ενόπλων δυνάμεων και να ανταποκρίνονται αναλόγως. Αυτή η τάση είναι ένας λόγος που ο στρατός των ΗΠΑ είναι τόσο μεγάλος. Αλλά είναι επίσης ανάλογη ενός σκύλου που κυνηγάει την ουρά του: το τεράστιο μέγεθος του στρατού είναι ένας σημαντικός λόγος που κάθε πρόκληση αντιμετωπίζεται ως απειλή.

Περισσότερα από 60 χρόνια αμερικανικών διπλωματικών και στρατιωτικών προσπαθειών έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός κόσμου που είναι πιο ελεύθερος και πιο ασφαλής. Κατά τη διαδικασία αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προωθήσει ένα παγκόσμιο περιβάλλον που ενισχύει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και γενικά αποδέχεται την αμερικανική δύναμη και επιρροή. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος πολύ λιγότερο επικίνδυνος από ποτέ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με άλλα λόγια, έχουν κερδίσει. Τώρα, χρειάζονται μια εθνική στρατηγική για την ασφάλεια και μια προσέγγιση εξωτερικής πολιτικής που να αντανακλούν αυτή την πραγματικότητα.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137279/micah-zenko-and-michael-a-...

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση https://twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση http://www.facebook.com/pages/Foreign-Affairs-Hellenic-Edition/191397164...