Παιδεία και ανάπτυξη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παιδεία και ανάπτυξη

Το «ευρωπαϊκό παράδοξο» και η ελληνική τραγωδία

Ταυτόχρονα, ακόμη και στους επιστημονικούς τομείς όπου η Ευρώπη πρωτοστατεί, η δυνατότητά μας να μετατρέψουμε την επιστημονική γνώση σε χειροπιαστή τεχνολογία και, εν τέλει, οικονομικό και κοινωνικό όφελος που θα ανατροφοδοτήσει την επένδυση στη γνώση, παραμένει χαμηλή (το λεγόμενο «ευρωπαϊκό παράδοξο»). Το «τρίγωνο της γνώσης» δεν είναι παρά μια εναλλακτική απεικόνιση δύο συμπληρωματικών ροών: αφενός της μετατροπής του χρήματος σε γνώση, μέσω των επενδύσεων στην παιδεία και την έρευνα, και αφετέρου της μετατροπής της γνώσης σε χρήμα, μέσω της καινοτομίας. Η Ευρώπη εξακολουθεί να αποδεικνύεται ικανή για το πρώτο αλλά όχι και για το δεύτερο.

Αν μελετήσει κανείς τα διαθέσιμα στοιχεία, εύκολα διαπιστώνει ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια βρίσκονται σε κρίση, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητα της ΕΕ να είναι ανταγωνιστική επί ίσοις όροις στην αναδυόμενη «οικονομία της γνώσης». Υστερούν σημαντικά έναντι των αμερικανικών, σε όλους τους σημαντικούς δείκτες έρευνας, καινοτομίας, παραγωγικότητας, επαγγελματικής αποκατάστασης, κλπ, ενώ πλέον απειλούνται και από τα πανεπιστήμια αναδυόμενων οικονομιών (Κίνα, Ινδία). Και όπου εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή υψηλής ποιότητας επιστημονικών αποτελεσμάτων, αδυνατούν να μετατρέψουν τη γνώση σε καινοτόμα προϊόντα και να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή και ευημερία.

Πέρα από τους ποσοτικούς στόχους, η ευρωπαϊκή ερευνητική προσπάθεια δείχνει να πάσχει και οργανωτικά. Η χρηματοδότησή της παραμένει σε μεγάλο βαθμό ετερογενής και κατακερματισμένη ενώ η πολιτική έρευνας και καινοτομίας αποτελείται από μια πανσπερμία οριζόντιων δράσεων που σε πολλές περιπτώσεις συγκρούονται με τις εθνικές πολιτικές και τις προτεραιότητες των κρατών-μελών. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονται για την έρευνα είτε παραμένουν αναξιοποίητα (όπως π.χ. τα 1,4 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ τα οποία προορίζονταν για δράσεις έρευνας και καινοτομίας και που, ενώ θα αποτελούσαν «μάννα» για την ελληνική ερευνητική κοινότητα, παραμένουν σχεδόν στο σύνολό τους αζήτητα), είτε «αξιοποιούνται» από τις κυβερνήσεις για να καλύψουν λειτουργικές και μισθοδοτικές ανάγκες πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, καλύπτοντας τις τρύπες των κρατικών προϋπολογισμών.

Τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά ανησυχητικά καθώς η δυνατότητά μας να παράγουμε επιστημονική γνώση και να καινοτομούμε (δηλαδή να μετασχηματίζουμε τη γνώση σε χειροπιαστά αποτελέσματα, ευεργετικά για την κοινωνία και την οικονομία) αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την μετατροπή των κοινωνιών μας σε κοινωνίες της γνώσης που θα διασφαλίζουν προϋποθέσεις μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας μέσα σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό και ευμετάβλητο κόσμο. Άλλωστε, από ιστορικής σκοπιάς, η επιστημονική έρευνα και ο μετασχηματισμός της σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες δεν είναι κάποια περιθωριακή δραστηριότητα για την Ευρώπη αλλά ο πυρήνας της οικονομικής και κοινωνικής της ανάπτυξης και η βάση του ηγεμονικού ρόλου που διατήρησε για 400 περίπου χρόνια, μέχρι και τα μέσα του 20 αιώνα. Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας καθιστούν το συμπέρασμα αναπόφευκτο: εάν η Ευρώπη επιθυμεί να διατηρήσει την θέση της στον 21ο αιώνα και να διασφαλίσει συνθήκες ευημερίας και προκοπής για τους πολίτες της, οφείλει, για μια ακόμη φορά, να γίνει μια Ένωση Έρευνας και Καινοτομίας.

Για τον λόγο αυτό η Σύνοδος Πρυτάνεων των Γερμανικών Πανεπιστημίων, στις 6.1.2011 διακήρυξε πως οι τρεις μηχανισμοί για την ανάπτυξη του προγράμματος για την Ευρωπαϊκή Έρευνα και Καινοτομία είναι:

- Η Επιστημονική Κοινότητα («η επιστήμη για την επιστήμη»)
- Η Βιομηχανία κι η Επιχειρηματικότητα («η επιστήμη για την ανταγωνιστικότητα»)
- Οι Πολιτικοί και η Κοινωνία («η επιστήμη για την κοινωνία»)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζητά αυτή την εποχή για τη δομή και το περιεχόμενο του νέου Ευρωπαϊκού Προγράμματος-Πλαισίου για την Έρευνα, που φέρει τον τίτλο «Ορίζοντας 2020», η επιτυχία του οποίου σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει το αν η ΕΕ θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επερχόμενες προκλήσεις. Ο «Ορίζοντας 2020», με προϋπολογισμό 80 δισ. ευρώ, αποτελεί το μεγαλύτερο ενιαίο χρηματοδοτικό πρόγραμμα για την έρευνα παγκοσμίως (αν και το μέγεθός του κρίνεται μάλλον κατώτερο των προσδοκιών μας και των συνθηκών). Εκτός από την ικανοποιητική χρηματοδότηση της καθαρής επιστημονικής έρευνας (24,5 δισ. ευρώ) και της καινοτομίας στον Ευρωπαϊκό βιομηχανικό τομέα (18 δισ.), το μεγαλύτερο μέρος (31,7 δισ.) αφιερώνεται στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η περίθαλψη του γηράσκοντα ευρωπαϊκού πληθυσμού, η ασφάλεια και η κοινωνική συνοχή. Τα προβλήματα αυτά ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες της κάθε χώρας ξεχωριστά. Μόνο ένας εκ θεμελίων επαναπροσανατολισμός της ευρωπαϊκής ερευνητικής προσπάθειας και μια κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων θα καταστήσουν εφικτή τη δημιουργία της απαιτούμενης κρίσιμης ερευνητικής μάζας και θα διασφαλίσουν την μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη.

ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, η Ελλάδα δυστυχώς εξακολουθεί να πορεύεται χωρίς σαφή στρατηγικό σχεδιασμό για την Έρευνα και την Καινοτομία, και για άλλη μια φορά βρίσκεται όχι απλά σε δυσχερή αλλά στην τελευταία θέση. Το διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν η ελληνική ερευνητική, ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα είναι εξαιρετικά δυσμενές. Η διεθνής οικονομική κρίση και η καχυποψία απέναντι σε κάθε τι το ελληνικό κάνει τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα.