Παιδεία και ανάπτυξη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παιδεία και ανάπτυξη

Το «ευρωπαϊκό παράδοξο» και η ελληνική τραγωδία

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι εξαιρετικά σοβαρές: η υπερθέρμανση του πλανήτη, τα φθίνοντα ενεργειακά, υδάτινα και διατροφικά αποθέματα, η γήρανση του πληθυσμού, οι νέες πανδημίες και οι προκλήσεις για την ασφάλεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με το μέγεθός της και τα ειδικά αναπτυξιακά, κοινωνικά και πολιτισμικά της χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Την ίδια στιγμή, οι συσχετισμοί δυνάμεων στη διεθνή αρένα γίνονται όλο και πιο δυσμενείς για την ΕΕ: πέρα από τους παραδοσιακούς εταίρους και ανταγωνιστές, μια πλειάδα αναδυόμενων χωρών (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Τουρκία κ.α.) εμφανίζονται με αξιώσεις στο διεθνές προσκήνιο και διεκδικούν γεωστρατηγικό ρόλο βασιζόμενες στην αλματώδη οικονομική, τεχνολογική αλλά και δημογραφική τους ανάπτυξη.

Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ως το 2025 το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας, έρευνας, καινοτομίας, τεχνολογικής και κοινωνικής ανάπτυξης θα έχει μετατοπιστεί προς την Ασία. Το 2025 η Ασία θα φιλοξενεί το 61% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ η ΕΕ θα αποτελεί μια μικρή ένωση έχοντας μόλις το 6,5% του παγκόσμιου πληθυσμού και μάλιστα το 30% των Ευρωπαίων θα έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών.

Παράλληλα, η ερευνητική και τεχνολογική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και της ΕΕ θα έχει υποσκελιστεί από την Κίνα και την Ινδία, χώρες που αυξάνουν με εντυπωσιακούς ρυθμούς τις επενδύσεις τους στην έρευνα και που περνούν πλέον από την οικονομικά επιτυχημένη συνταγή της απλής αντιγραφής δυτικών τεχνολογιών στην εγχώρια αυτοδύναμη τεχνολογική καινοτομία. Μια τεχνολογική καινοτομία των μέσων παραγωγής που έχει γίνει επιτρεπτή από την μαζική μεταφορά δυτικής και ιαπωνικής τεχνογνωσίας προς τα τεράστια ασιατικά πολυεργοστάσια που παράγουν τα προϊόντα που καταναλώνουν μαζικά οι αγορές της δύσης. Ήδη στις χώρες της Ασίας εγκαθίστανται όλο και περισσότερες τεχνολογικά καινοτόμες εταιρείες, καθώς και πολυάριθμα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, που έχοντας πρόσβαση σε άφθονους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, έχουν ήδη αρχίσει να κατακλύζουν με επιστημονικές δημοσιεύσεις (χαμηλότερου, για την ώρα, επιπέδου) τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία.

Αυτή η νέα, μετά από αιώνες, μετατόπιση του ιστορικού εκκρεμούς προς την Ανατολή, θα συνοδεύεται από συνθήκες αυξημένου ανταγωνισμού για τους ταχέως μειούμενους φυσικούς πόρους του πλανήτη (υδρογονάνθρακες, σπάνιες γαίες αλλά και πόσιμο νερό) και ενδεχομένως να πραγματοποιηθεί σε ένα πλαίσιο πρωτόγνωρων κλιματικών αλλαγών και μετατοπίσεων πληθυσμών.

Οι ιστορικές αυτές εξελίξεις δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Ήδη από το 2000 τα Ευρωπαϊκά κράτη είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη για την μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην «πλέον δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης». Η φιλόδοξη Στρατηγική της Λισαβόνας εστίασε σε «περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας», καθώς και στην μετεξέλιξη της Ευρώπης σε μια «οικονομία της γνώσης», η οποία βασιζόμενη στο γνωστό τρίγωνο της γνώσης «εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία» θα τροφοδοτούσε νέες μεθόδους παραγωγής και καινοτομικής οικονομικής δραστηριότητας, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το μοντέλο κοινωνικού κράτους και το επίπεδο διαβίωσης στο οποίο η ΕΕ έχει συνηθίσει.

Δώδεκα χρόνια μετά, και εν μέσω της σοβαρότερης οικονομικής και πολιτικής κρίσης που έχει βιώσει η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαπιστώνουμε ότι η μη επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας δεν είναι μια συνήθης υστέρηση έναντι κάποιων αυθαίρετων αριθμητικών στόχων αλλά ένδειξη μιας στρατηγικής αποτυχίας, κρίσιμης για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στην αρένα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η επιστήμη είναι μια ολοένα και πιο ανταγωνιστική προσπάθεια. Η Έρευνα και η Καινοτομία αποτελούν τις βασικές κινητήριες δυνάμεις προώθησης της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην αναδυόμενη οικονομία της γνώσης. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές επενδύσεις για την Έρευνα και την Καινοτομία παραμένουν στο 2% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, έναντι του στόχου 3% της Λισαβόνα το 2010, ποσοστό που οι ΗΠΑ προσεγγίζουν, ενώ η Ιαπωνία ξεπερνά με 3,5%. Την ίδια ώρα, το ερευνητικό χάσμα εντός της ίδιας της ΕΕ αυξάνει, καθώς χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ρουμανία πασχίζουν να φτάσουν μόλις στο 0,5% του ΑΕΠ. Και δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς για το αν η υπο-επένδυση στην Έρευνα και την Καινοτομία αποτελεί αποτέλεσμα ή αίτιο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

Δυστυχώς, η εικόνα του συνολικού ερευνητικού τοπίου της ΕΕ δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Οι Ευρωπαϊκές επενδύσεις σε μια σειρά από τεχνολογίες-κλειδιά, όπως οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας, η βιοτεχνολογία, η νανοτεχνολογία, η νανοηλεκτρονική και τα εξελιγμένα υλικά, παραμένουν συγκριτικά χαμηλές έναντι των διεθνών ανταγωνιστών. Η ΕΕ δεν καταφέρνει να ανακόψει τα κύματα της «διαρροής εγκεφάλων», του «brain drain», πόσω μάλλον να το μετατρέψει σε «brain gain», συγκέντρωση των λαμπρότερων μυαλών του κόσμου, προς όφελός της. Οι ερευνητές από την Ασία και την Ευρώπη συνεχίζουν να αξιολογούν ως ελκυστικότερη μια καριέρα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ενώ η διαρροή εγκεφάλων από τον Ευρωπαϊκό νότο προς τον Βορρά δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για χώρες όπως η δική μας. Η Ελλάδα ενδεχομένως να μπορέσει να συνέλθει από την φυγή των χρηματοοικονομικών κεφαλαίων αλλά είναι αμφίβολο αν θα αντέξει την απώλεια του νοητικού κεφαλαίου που συνεπάγεται αυτή η «φυγή εγκεφάλων».

Ταυτόχρονα, ακόμη και στους επιστημονικούς τομείς όπου η Ευρώπη πρωτοστατεί, η δυνατότητά μας να μετατρέψουμε την επιστημονική γνώση σε χειροπιαστή τεχνολογία και, εν τέλει, οικονομικό και κοινωνικό όφελος που θα ανατροφοδοτήσει την επένδυση στη γνώση, παραμένει χαμηλή (το λεγόμενο «ευρωπαϊκό παράδοξο»). Το «τρίγωνο της γνώσης» δεν είναι παρά μια εναλλακτική απεικόνιση δύο συμπληρωματικών ροών: αφενός της μετατροπής του χρήματος σε γνώση, μέσω των επενδύσεων στην παιδεία και την έρευνα, και αφετέρου της μετατροπής της γνώσης σε χρήμα, μέσω της καινοτομίας. Η Ευρώπη εξακολουθεί να αποδεικνύεται ικανή για το πρώτο αλλά όχι και για το δεύτερο.

Αν μελετήσει κανείς τα διαθέσιμα στοιχεία, εύκολα διαπιστώνει ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια βρίσκονται σε κρίση, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητα της ΕΕ να είναι ανταγωνιστική επί ίσοις όροις στην αναδυόμενη «οικονομία της γνώσης». Υστερούν σημαντικά έναντι των αμερικανικών, σε όλους τους σημαντικούς δείκτες έρευνας, καινοτομίας, παραγωγικότητας, επαγγελματικής αποκατάστασης, κλπ, ενώ πλέον απειλούνται και από τα πανεπιστήμια αναδυόμενων οικονομιών (Κίνα, Ινδία). Και όπου εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή υψηλής ποιότητας επιστημονικών αποτελεσμάτων, αδυνατούν να μετατρέψουν τη γνώση σε καινοτόμα προϊόντα και να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή και ευημερία.

Πέρα από τους ποσοτικούς στόχους, η ευρωπαϊκή ερευνητική προσπάθεια δείχνει να πάσχει και οργανωτικά. Η χρηματοδότησή της παραμένει σε μεγάλο βαθμό ετερογενής και κατακερματισμένη ενώ η πολιτική έρευνας και καινοτομίας αποτελείται από μια πανσπερμία οριζόντιων δράσεων που σε πολλές περιπτώσεις συγκρούονται με τις εθνικές πολιτικές και τις προτεραιότητες των κρατών-μελών. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονται για την έρευνα είτε παραμένουν αναξιοποίητα (όπως π.χ. τα 1,4 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ τα οποία προορίζονταν για δράσεις έρευνας και καινοτομίας και που, ενώ θα αποτελούσαν «μάννα» για την ελληνική ερευνητική κοινότητα, παραμένουν σχεδόν στο σύνολό τους αζήτητα), είτε «αξιοποιούνται» από τις κυβερνήσεις για να καλύψουν λειτουργικές και μισθοδοτικές ανάγκες πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, καλύπτοντας τις τρύπες των κρατικών προϋπολογισμών.

Τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά ανησυχητικά καθώς η δυνατότητά μας να παράγουμε επιστημονική γνώση και να καινοτομούμε (δηλαδή να μετασχηματίζουμε τη γνώση σε χειροπιαστά αποτελέσματα, ευεργετικά για την κοινωνία και την οικονομία) αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την μετατροπή των κοινωνιών μας σε κοινωνίες της γνώσης που θα διασφαλίζουν προϋποθέσεις μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας μέσα σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό και ευμετάβλητο κόσμο. Άλλωστε, από ιστορικής σκοπιάς, η επιστημονική έρευνα και ο μετασχηματισμός της σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες δεν είναι κάποια περιθωριακή δραστηριότητα για την Ευρώπη αλλά ο πυρήνας της οικονομικής και κοινωνικής της ανάπτυξης και η βάση του ηγεμονικού ρόλου που διατήρησε για 400 περίπου χρόνια, μέχρι και τα μέσα του 20 αιώνα. Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας καθιστούν το συμπέρασμα αναπόφευκτο: εάν η Ευρώπη επιθυμεί να διατηρήσει την θέση της στον 21ο αιώνα και να διασφαλίσει συνθήκες ευημερίας και προκοπής για τους πολίτες της, οφείλει, για μια ακόμη φορά, να γίνει μια Ένωση Έρευνας και Καινοτομίας.

Για τον λόγο αυτό η Σύνοδος Πρυτάνεων των Γερμανικών Πανεπιστημίων, στις 6.1.2011 διακήρυξε πως οι τρεις μηχανισμοί για την ανάπτυξη του προγράμματος για την Ευρωπαϊκή Έρευνα και Καινοτομία είναι:

- Η Επιστημονική Κοινότητα («η επιστήμη για την επιστήμη»)
- Η Βιομηχανία κι η Επιχειρηματικότητα («η επιστήμη για την ανταγωνιστικότητα»)
- Οι Πολιτικοί και η Κοινωνία («η επιστήμη για την κοινωνία»)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζητά αυτή την εποχή για τη δομή και το περιεχόμενο του νέου Ευρωπαϊκού Προγράμματος-Πλαισίου για την Έρευνα, που φέρει τον τίτλο «Ορίζοντας 2020», η επιτυχία του οποίου σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει το αν η ΕΕ θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επερχόμενες προκλήσεις. Ο «Ορίζοντας 2020», με προϋπολογισμό 80 δισ. ευρώ, αποτελεί το μεγαλύτερο ενιαίο χρηματοδοτικό πρόγραμμα για την έρευνα παγκοσμίως (αν και το μέγεθός του κρίνεται μάλλον κατώτερο των προσδοκιών μας και των συνθηκών). Εκτός από την ικανοποιητική χρηματοδότηση της καθαρής επιστημονικής έρευνας (24,5 δισ. ευρώ) και της καινοτομίας στον Ευρωπαϊκό βιομηχανικό τομέα (18 δισ.), το μεγαλύτερο μέρος (31,7 δισ.) αφιερώνεται στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η περίθαλψη του γηράσκοντα ευρωπαϊκού πληθυσμού, η ασφάλεια και η κοινωνική συνοχή. Τα προβλήματα αυτά ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες της κάθε χώρας ξεχωριστά. Μόνο ένας εκ θεμελίων επαναπροσανατολισμός της ευρωπαϊκής ερευνητικής προσπάθειας και μια κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων θα καταστήσουν εφικτή τη δημιουργία της απαιτούμενης κρίσιμης ερευνητικής μάζας και θα διασφαλίσουν την μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη.

ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, η Ελλάδα δυστυχώς εξακολουθεί να πορεύεται χωρίς σαφή στρατηγικό σχεδιασμό για την Έρευνα και την Καινοτομία, και για άλλη μια φορά βρίσκεται όχι απλά σε δυσχερή αλλά στην τελευταία θέση. Το διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν η ελληνική ερευνητική, ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα είναι εξαιρετικά δυσμενές. Η διεθνής οικονομική κρίση και η καχυποψία απέναντι σε κάθε τι το ελληνικό κάνει τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα.

Είναι μονόδρομος για την Ευρώπη - πόσω μάλλον για την Ελλάδα - η επένδυση στην Έρευνα και την Καινοτομία, η κατάρτιση και υποστήριξη νέων επιστημόνων που θα παράγουν και θα αξιοποιούν επιστημονική γνώση προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας. Η επένδυση στην Έρευνα και την Καινοτομία στον καιρό της κρίσης δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Η Έρευνα και η Καινοτομία αποτελούν κατεξοχήν «δαρβινικές» διαδικασίες, από τις οποίες μόνο οι πιο ευπροσάρμοστοι μπορούν να επιβιώσουν και να διακριθούν.

Η τετριμμένη παρατήρηση ότι κάθε κρίση κρύβει νέες ευκαιρίες δεν είναι αισιόδοξη για αυτούς που δεν έχουν την ετοιμότητα και τα μέσα να τις αδράξουν. Οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών και η ευρυζωνικότητα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι τεχνολογίες «χαμηλού άνθρακα» και η εξοικονόμηση ενέργειας, αποτελούν θέματα που βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο του Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και στα οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να πρωτοστατήσει, τόσο επιστημονικά όσο και, γιατί όχι, βιομηχανικά.

Όλα αυτά όμως προαπαιτούν ένα ισχυρό, ποιοτικό, αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η ποιοτική εκπαίδευση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Κοινωνίας της Γνώσης, η οποία βασίζεται σε υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό. Για την ΕΕ είναι ξεκάθαρο ότι η ποιοτική ανώτατη εκπαίδευση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Κοινωνίας της Γνώσης. Τα πανεπιστήμια αποτελούν την καρδιά του «Τριγώνου της Γνώσης» (Εκπαίδευση-Γνώση-Καινοτομία). Όλοι οι δείκτες οικονομικής και κοινωνικής προόδου μιας χώρας (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, απασχόληση, ανταγωνιστικότητα, επίπεδο μισθών κλπ) συνδέονται στενά με τους δείκτες επιδόσεων της ανώτατης εκπαίδευσης.

Ωστόσο, εμείς στην Ελλάδα εξακολουθούμε να αγνοούμε επιδεικτικά την αμείλικτη πραγματικότητα και να αντιμετωπίζουμε τα θέματα Έρευνας και Παιδείας μέσα από τον ίδιο παραμορφωτικό καθρέφτη των ιδεοληψιών, αγκυλώσεων και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση.
Τα περισσότερα Ελληνικά πανεπιστήμια έχουν εξελιχθεί σε δυσκίνητους μηχανισμούς, σοβιετικού τύπου, που μοιάζουν να ασχολούνται περισσότερο με τη διατήρηση συντεχνιακών προνομίων και την οργάνωση πάσης φύσεως κοινωνικών αγώνων παρά με την εκπλήρωση της ακαδημαϊκής και εκπαιδευτικής τους αποστολής.

Η αποστολή των πανεπιστημίων υπονομεύθηκε από την κομματική ανάμειξη συντεταγμένων κομματικών νεολαιών που την τελευταία τριακονταετία δεν κατέστρεψαν μόνο (με τη βοήθεια των άλλων δυνάμεων εσωτερικής κατοχής, δηλαδή συντεχνιασμένων, φιλόδοξων διδασκόντων και συνεταιρισμένων εργαζομένων) την ακαδημαϊκή παράδοση, ηθική και κοινότητα, αλλά προαγόμενοι στην κομματική πολιτική σκηνή, συμμετείχαν ως πολιτικά πρόσωπα στην σημερινή Ελληνική Τραγωδία, με την ανοχή ή και συμμετοχή των περισσότερων από εμάς.

Τα πανεπιστήμιά μας αντί να μοχθούν για την πρόοδο αγωνίζονται για την συντήρηση και οι επιχειρήσεις μας αντί να επενδύουν στη γνώση βολεύονται με τη γνωριμία. Η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, αυτονόητη προϋπόθεση οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης σε όλες τις προηγμένες χώρες, αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα περίπου ως ιεροσυλία. Πολύ φοβούμαι ότι η ζημιά για τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι ήδη ανεπανόρθωτη. Τουλάχιστον με την παρούσα τους μορφή δύσκολα μπορούν να επιβιώσουν στο σημερινό διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η εικόνα που βλέπουμε γύρω μας αποδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι βιώσιμο. Τα πανεπιστήμιά μας βυθίζονται στο τέλμα και οι ελληνικές επιχειρήσεις - πλην ελαχίστων εξαιρέσεων - δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστούν με αξιώσεις στον διεθνή στίβο.

Χαρακτηριστική περίπτωση η ακραία αντίδραση των Πρυτανικών αρχών να εφαρμόσουν τον νόμο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, που ψηφίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων και από 255 βουλευτές, με προσχήματα που ανάγονται σε «δημοκρατικού» τύπου ευαισθησίες – ετεροχρονισμένες και ψευδεπίγραφες – αφού η κατάσταση στα Ελληνικά ΑΕΙ είναι γνωστή τόσο στην Ελληνική κοινωνία, όσο και στους ξένους εταίρους μας.

Χαρακτηριστικά, η «διεθνής συμβουλευτική επιτροπή για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα» που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία της Ελληνικής Κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο του 2010 με την Έκθεσή της (http://bit.ly/IqVZtn) περιγράφει τα Ελληνικά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ ως εξής: (ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα)

«Το Ελληνικό σύστημα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι αγκυλωμένο στο παρελθόν – με δομές και διαδικασίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη δεξιοτήτων και ταλέντων.» (σελ. 6)

«Όμως το σύστημα παρέχει βραχυπρόθεσμα οφέλη σε όσους επιδιώκουν την διατήρηση του status quo, και επομένως πολλοί βρίσκουν κίνητρα για να αντιταχθούν στην μεταρρύθμιση.» (ibid)

«Το ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υποφέρει από κρίση αξιών, καθώς και από παρωχημένες πολιτικές και οργανωτικές δομές.» (ibid σελ. 7)

«Τα Ελληνικά πανεπιστήμια έχουν ασαφείς αποστολές, ανεπαρκείς στόχους και αβέβαιο μέλλον.» (ibid σελ. 9)

Το παράδοξο είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση στην Ευρώπη (πέμπτη κατά σειρά, δαπανώντας το 1,4% του ΑΕΠ της, όταν ο μέσος όρος της «Ευρώπης των 27» είναι 1,1%), ωστόσο, η αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων είναι αναποτελεσματική και σπάταλη. Η εξήγηση είναι απλή: τα χρήματα είναι αρκετά αλλά εξανεμίζονται όταν κατανέμονται μεταξύ 23 πανεπιστημίων. Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ διαθέτουν 150 ερευνητικά πανεπιστήμια (δηλαδή προσανατολισμένα στην έρευνα και την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση) και η Κίνα 120!

Ο μεγάλος αριθμός εισακτέων σημαίνει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει έναν από τους χαμηλότερους λόγους δαπανών ανά φοιτητή στην ΕΕ (5.200 ευρώ ανά φοιτητή όταν ο μέσος όρος των ΕΕ27 είναι 8.400 ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του 2006). Επιπλέον, στη χώρα μας παρατηρείται το μεγαλύτερο στην ΕΕ ποσοστό φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως προς το σύνολο του μαθητικού δυναμικού (30%, όταν ο μέσος όρος της «Ευρώπης των 27» είναι 17,5%), στοιχείο που αποδίδεται κυρίως στη μεγάλη μέση διάρκεια σπουδών, δηλαδή τους «αιώνιους φοιτητές», αλλά και στους πολλούς που ποτέ δεν θα πάρουν πτυχίο.

Από τα στοιχεία που παραθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκύπτει με σαφή τρόπο ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι μεν μαζική αλλά σε καμιά περίπτωση ποιοτική. Αν και όλες οι χώρες ενισχύουν την πρόσβαση των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (προϋπόθεση για τη δημιουργία κοινωνιών και οικονομιών της γνώσης), η Ελλάδα φαίνεται ότι είναι η μόνη χώρα που συστηματικά επενδύει στην μαζικότητα και τον λαϊκισμό στην εκπαίδευση σε βάρος της ποιότητας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανάταξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε βάση ποιότητας, αξιοκρατίας και αριστείας, αποτελεί το ασφαλέστερο εργαλείο για την σωτηρία της ελληνικής κοινωνίας. Επίσης, είναι προφανές ότι χρειάζεται άμεσα ένα πρόγραμμα «Καλλικράτης» στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση με έμφαση στην αριστεία και την ποιότητα και όχι στα συντεχνιακά, μικροκομματικά και τοπικιστικά συμφέροντα.

Δεν κατανοώ πώς η φιλολαϊκή - κατ’ όψιν – ρύθμιση της «Δωρεάν Παιδείας» καταλήγει στην ταξική εισαγωγή φοιτητών στα ΑΕΙ της χώρας, με λάθος σύστημα που διατηρείται εξαιτίας της «απροσμάχητης» εξεταστικής διαδικασίας.

Δεν κατανοώ την προφανή αντινομία της πολιτικής της «αριστείας» με την διαρκή ταπείνωση των φιλοδοξιών των πολιτών, μιας και η εισαγωγή δεν συνδέεται με την αντικειμενική δυνατότητα του υποψηφίου να σπουδάσει αφού τα κριτήρια εισαγωγής διαρκώς υποβαθμίζονται.

Δεν κατανοώ την απουσία ενός Υπουργείου Παιδείας-Επιστημών-Τεχνολογίας στην θέση του παγκοσμίως πρωτότυπου τίτλου «Παιδείας, διά βίου εκπαίδευσης και θρησκευμάτων».

Και δεν κατανοώ πώς στον κοινό ευρωπαϊκό στόχο για 40% των νέων που να αποφοιτούν από την ανώτατη εκπαίδευση το 2020, το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας θέτει, μετά βίας, εθνικό στόχο 32% (παραδεχόμενο ότι δεν έχει κάνει καν σχετική μελέτη και ότι εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία μάλλον δεν απαιτεί περισσότερους αποφοίτους). Αναρωτιέμαι αν το ελληνικό υπουργείο Παιδείας μπει στον κόπο να εξηγήσει για τι είδους κοινωνία και οικονομία του 2020 προετοιμάζει τα παιδιά που του έχουμε εμπιστευθεί.

Η χώρα έχει ανάγκη από μια επιστράτευση του ερευνητικού και τεχνολογικού δυναμικού της, των άξιων νέων επιστημόνων, σε φιλόδοξες αναπτυξιακές προσπάθειες.

Ευχής έργο θα ήταν η μέλλουσα να προκύψει Κυβέρνηση, με συνταγματικές μεταρρυθμίσεις να προσδιορίσει με ακρίβεια τον ρόλο της σύγχρονης Παιδείας στην ανάπτυξη της χώρας.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση https://twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση facebook.com/ForeignAffairs.gr