Πώς ο Ομπάμα έχασε τον Καναδά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς ο Ομπάμα έχασε τον Καναδά

Διαλύοντας τις σχέσεις των ΗΠΑ με τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο τους
Περίληψη: 

Η απόφαση του Λευκού Οίκου τον περασμένο Νοέμβριο να καθυστερήσει την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Keystone XL που θα ενώνει τον Καναδά με τις Ηνωμένες Πολιτείες έθεσε τις προεκλογικές τακτικές πάνω από πραγματισμό και τη διπλωματία. Ωστόσο, ήταν μόλις η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Ομπάμα ανακάτεψε τις σχέσεις με τη βόρεια γείτονά της, και η Οτάβα, αρχίζει να βλέπει προς την Ασία για πιο αξιόπιστους οικονομικούς εταίρους.

Ο DEREK H. BURNEY είναι βασικός στρατηγικός σύμβουλος στο Norton Rose Canada και υπηρέτησε ως πρέσβης του Καναδά στις ΗΠΑ από το 1989 ως το 1993. Διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου των Διευθυντών στον οργανισμό TransCanada την εταιρεία που διαχειρίζεται τον αγωγό Keystone XL.
Ο FEN OSLER HAMPSON είναι καθηγητής και διευθυντής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων Norman Paterson στο πανεπιστήμιο Carleton.

Η αδειοδότηση της κατασκευής του πετρελαιαγωγού Keystone XL θα έπρεπε να ήταν μια εύκολη διπλωματική και οικονομική απόφαση για τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα. Με την ολοκλήρωση του έργου θα μετέφερε περισσότερα από 700.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα από την περιοχή της Αλμπέρτα στα διυλιστήρια των ακτών του Περσικού Κόλπου, δημιουργώντας δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας για αμερικανούς εργαζομένους, και καλύπτοντας τις ανάγκες των διυλιστηρίων στο Τέξας που αναζητούν απεγνωσμένα πετρέλαιο από τον Καναδά, που είναι πιο αξιόπιστος προμηθευτής από τη Βενεζουέλα ή τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Το έργο έχει μικρό ρίσκο για τις περιοχές από τις οποίες διέρχεται. Όμως, αντί να ενεργήσει με οικονομική λογική, η κυβέρνηση Ομπάμα υπέκυψε σε περιβαλλοντικούς ακτιβιστές τον Νοέμβριο του 2011, αναβάλλοντας μέχρι το 2013 την απόφαση για το αν θα επιτρέψει τον αγωγό.

Η επιλογή του Ομπάμα σηματοδότησε έναν θρίαμβο των προεκλογικών σκοπιμοτήτων επί του πραγματισμού και της διπλωματίας και έφερε τις αμερικανο-καναδικές σχέσεις στο χειρότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Ήταν μόλις η πρώτη φορά που η κυβέρνηση μπέρδεψε τα πράγματα με την Οτάβα. Παρόλο που οι σχέσεις ήταν ευγενικές, σπάνια ήταν παραγωγικές. Είτε πρόκειται για το εμπόριο, το περιβάλλον, ή την συμβολή του Καναδά σε μέρη όπως το Αφγανιστάν, πάντα οι Ηνωμένες Πολιτείες απόδιωχναν τον βόρειο γείτονά τους. Εάν αυτό το σερί της αμέλειας συνεχιστεί, η Οτάβα θα αποκτήσει λιγότερο ενδιαφέρον για συνεργασία με την Ουάσιγκτον. Ήδη, ο Καναδάς αντέδρασε στρεφόμενος αλλού - και συγκεκριμένα, προς την Ασία - για πιο αξιόπιστους οικονομικούς εταίρους.

Οικονομικά, ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι στενά διασυνδεδεμένοι. Κάθε χώρα είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εμπορικός εταίρος της άλλης - το 2011, το αμφίδρομο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών ανήλθε σε 681 δισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερο από το εμπόριο των ΗΠΑ με το Μεξικό ή την Κίνα - και το εμπόριο με τον Καναδά στηρίζει περισσότερες από οκτώ εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Ωστόσο, πρόσφατα η κυβέρνηση Ομπάμα έθεσε σε κίνδυνο αυτή την σημαντική σχέση. Απέτυχε να εμποδίσει την ψήφιση των διατάξεων του νομοσχεδίου Buy American στο Κογκρέσο, που απέκλειαν την καναδική συμμετοχή σε δαπάνες για την κατασκευή έργων υποδομής στις ΗΠΑ.

Επιπλέον, επιλέγοντας τον προστατευτισμό, η Ουάσιγκτον παραβίασε την ουσία και το πνεύμα της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών, το εμπορικό μπλοκ που ιδρύθηκε το 1994 μεταξύ Καναδά, Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξικό. Ως αποτέλεσμα, η NAFTA, η οποία προβλεπόταν αρχικά ως πρότυπο για την ευρύτερη ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών από τους τρεις εταίρους, έχει ατονήσει, ενώ κάθε χώρα έχει διαπραγματευτεί ένα σύνολο πολύπλοκων διμερών εμπορικών συμφωνιών με άλλες χώρες. Τριμερείς οικονομικές σύνοδοι κορυφής μεταξύ των εταίρων της NAFTA έχουν καταλήξει να είναι κάτι λίγο περισσότερο από «ευκαιρίες για φωτογραφία» συνοδευόμενες από ήπια ανακοινωθέντα. Διμερείς συναντήσεις μεταξύ των ηγετών των ΗΠΑ και του Καναδά, που ήταν ένα σύνηθες χαρακτηριστικό επί Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους, ως επί το πλείστον έχουν επίσης μπει στο περιθώριο. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαίτησαν προκαταβολικά παραχωρήσεις από τον Καναδά ως κόστος εισόδου στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την Συνεργασία των Χωρών Εκατέρωθεν του Ειρηνικού, μιας περιφερειακής ομάδας ελεύθερου εμπορίου, διατηρώντας παράλληλα μαζικές αγροτικές επιδοτήσεις στις ΗΠΑ. Η παρατεταμένη διένεξη για μια θέση στο τραπέζι των συνομιλιών δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για ουσιαστική πρόοδο.

Μετά από χρόνια αναβολών, ο Καναδάς εξασφάλισε τελικά μια συμφωνία για μια νέα γέφυρα μεταξύ Ντιτρόιτ και Windsor - από όπου γίνεται το 25% των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Καναδά και Ηνωμένων Πολιτειών - αλλά μόνο αφότου προσφέρθηκε να καλύψει το σύνολο του αρχικού κόστους. Το μερίδιο των ΗΠΑ θα καλυφθεί με την πάροδο του χρόνου από τα διόδια, αλλά τυχόν ελλείμματα θα καλυφθούν από τους Καναδούς φορολογούμενους. Ο Καναδάς ουσιαστικά αναγκάστηκε να προβεί σε διαπραγματεύσεις με την πολιτεία του Μίτσιγκαν. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ παρατηρούσε ήσυχα από τα παρασκήνια.
Η κακομεταχείριση του Καναδά από τις ΗΠΑ επεκτείνεται πέρα από τα οικονομικά θέματα. Η Ουάσιγκτον επίσης απέτυχε να εμπιστευθεί και να σεβαστεί τον πιστό σύμμαχό της. Για να αναφέρουμε ένα μικρό, αλλά τρανταχτό παράδειγμα, όταν ο Καναδάς επεδίωξε μια μη μόνιμη θέση μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το 2010, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφεραν πολύ λίγη υποστήριξη. Για κάποιον λόγο, η Πορτογαλία ήταν μια πιο επιτακτική επιλογή.

Κάποιος θα μπορούσε να σκεφθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος σε θέματα ασφάλειας, οικονομίας και περιβάλλοντος στην Αρκτική, μια περιοχή κοινής κυριαρχίας και ευθύνης. Ωστόσο, υπήρξαν από παράλογοι διαπληκτισμοί και δημόσιες προσβολές μεταξύ Οτάβα και Ουάσιγκτον για το ποιος θα πρέπει να παρακολουθεί ποια σύνοδο των κρατών της Αρκτικής. Η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, για παράδειγμα, υπερέβαλε εαυτήν επιτιμώντας τον Καναδά επειδή φιλοξένησε μια Σύνοδο των παράκτιων χωρών της Αρκτικής τον Μάρτιο 2010 και παρέλειψε να καλέσει και άλλες χώρες με «νόμιμα συμφέροντα» στην περιοχή. Επίσης, υπήρξε ιδιαιτέρως επιθετική σχετικά με τις μακροχρόνιες αξιώσεις του Καναδά στα νερά του αρχιπελάγους της Αρκτικής, όπως το Βορειοδυτικό Πέρασμα, αξιώσεις τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν. Ενώ ο Καναδάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπληκτίζονται, η Ρωσία και η Κίνα διεκδικούν επιθετικά τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή.