Το νέο χάσμα των γενεών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νέο χάσμα των γενεών

Πώς θα αυξηθούν οι γεννήσεις και θα μειωθεί η δημογραφική κάμψη

Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, ο υψηλός ρυθμός γεννήσεων και η υψηλή θνησιμότητα είχαν την τάση να εξισορροπούνται. Η ισορροπία αυτή άρχισε να διαταράσσεται κατά τον 19ο αιώνα, όταν η βελτίωση της υγιεινής και της διατροφής επιμήκυναν τη διάρκεια ζωής. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε από το περίπου ένα δισεκατομμύριο που ήταν το 1800, σε επτά δισεκατομμύρια, που είναι σήμερα.

Ενώ ο υπερπληθυσμός μαστίζει το μεγαλύτερο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου, πολλές ανεπτυγμένες κοινωνίες υποφέρουν σήμερα από το αντίθετο πρόβλημα: ο ρυθμός γεννήσεων είναι τόσο χαμηλός, ώστε κάθε γενιά καθίσταται σαφώς μικρότερη από την προηγούμενη. Το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης, καθώς και η Αυστρία, η Γερμανία, η Ρωσία και οι ανεπτυγμένες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, σημειώνουν ανησυχητικά χαμηλούς δείκτες γονιμότητας, καθώς κατά μέσο όρο σε κάθε γυναίκα αντιστοιχεί λιγότερο από 1,5 παιδιά. Για παράδειγμα, ο συνολικός δείκτης γονιμότητας είναι 1,6 στη Ρωσία, 1,4 στην Πολωνία, και 1,2 στη Νότια Κορέα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο δείκτης βρίσκεται στο 2,05, δηλαδή περίπου στο όριο ανανέωσης.

Την ίδια ώρα που στις ανεπτυγμένες χώρες οι γυναίκες γεννούν λιγότερα παιδιά, το προσδόκιμο ζωής έχει φθάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης εξάρτησης (η αναλογία μεταξύ των ηλικιακά ικανών και των μη ικανών για εργασία ατόμων) γίνεται ολοένα δυσμενέστερος και προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Σε πολλές χώρες, η ηλικιακή κατανομή θα πάρει κάποια μέρα τη μορφή της αντεστραμμένης πυραμίδας, της οποίας η φαρδιά βάση με τους ηλικιωμένους θα στρογγυλοκάθεται πάνω σε στενή κορυφή με τους νέους. Όταν θα έχουν λιγότερους οικονομικά ενεργούς ανθρώπους για να φορολογήσουν, οι κυβερνήσεις θα βρεθούν ενώπιον μερικών δυσάρεστων επιλογών: κατάργηση παροχών, αύξηση ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, αύξηση της φορολογίας. Αυτό που θα κάνει τα πράγματα χειρότερα είναι το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη θα επιτυγχάνεται πολύ δυσκολότερα καθώς θα φθίνει η ηλικία των εργαζομένων μαζί με τον αριθμό τους. Οι γηράσκουσες κοινωνίες θα δυσκολευτούν να αντεπεξέλθουν σε μια εποχή γρήγορων τεχνολογικών αλλαγών, που απαιτεί εργαζομένους με ευελιξία.

Τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων απειλούν όχι μόνο τη βιωσιμότητα των κρατών πρόνοιας στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά ακόμη και την ίδια την επιβίωση των ανεπτυγμένων κρατών. Σε πολλά μέρη της Ευρώπης και της Ασίας, ο αποπληθυσμός είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Οι χώρες σε αυτές τις περιοχές κινδυνεύουν να πέσουν σ’ αυτό που οι δημογράφοι αποκαλούν «παγίδα της χαμηλής γονιμότητας», έναν φαύλο κύκλο όπου όλο και λιγότερες γυναίκες θα γεννούν όλο και λιγότερα παιδιά, πράγμα που θα οδηγεί σε μια επιταχυνόμενη σπείρα αποπληθυσμού. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Αυστρία και η Γερμανία, είναι ίσως ήδη πολύ αργά: έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες εκεί επιθυμούν έναν μέσο όρο τεκνοποίησης της τάξεως των 1,7 παιδιών μόνο, δηλαδή ένα ποσοστό πολύ κατώτερο από εκείνο που απαιτείται για να αποφευχθεί η συρρίκνωση του πληθυσμού, ενώ γεννούν κατά μέσο όρο 1,3 παιδιά. Μια υποκουλτούρα ατεκνίας έχει επίσης αναπτυχθεί σ’ αυτές τις χώρες, καθώς πολλοί είναι εκείνοι που επιλέγουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά.

Τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων μεταβάλλουν, επίσης, την ισορροπία στον παγκόσμιο πληθυσμό, με τις φτωχές χώρες να ξεπερνούν τις πιο πλούσιες. Ο πληθυσμός του Πακιστάν, για να αναφέρουμε μια μόνο αναπτυσσόμενη χώρα, αυξήθηκε από τα περίπου 50 εκατομμύρια το 1960 σε σχεδόν 190 εκατομμύρια σήμερα, ενώ ο γαλλικός πληθυσμός αυξήθηκε από 45 σε 65 εκατομμύρια κατά την ίδια περίοδο. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα μέλλον στο οποίο οι προηγμένες χώρες θα μοιάζουν σαν μικρά νησιά μέσα σε μια τριτοκοσμική θάλασσα. Από μια άποψη, το πληθυσμιακό χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών μπορεί να διευρυνθεί τόσο, ώστε κάποιες ανεπτυγμένες χώρες θα χρειαστεί να δεχθούν μαζική εισροή μεταναστών για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε εργατικό δυναμικό. Όμως, αυτή η μαζική μετανάστευση πιθανόν να αποδειχθεί πολιτικά ανεπιθύμητη.

Η μείωση του πληθυσμού δημιουργεί έναν σοβαρό κίνδυνο στον ανεπτυγμένο κόσμο. Εντούτοις, τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τα ποσοστά γεννήσεων κοντά στα επίπεδα ανανέωσης, αρκεί μόνο να υιοθετήσουν τις ενδεδειγμένες πολιτικές υπέρ των γεννήσεων. Αυτό σημαίνει να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μιας υψηλής ποιότητας και οικονομικά προσιτής φροντίδας για το παιδί, προσφέροντας στις οικογένειες την οικονομική στήριξη και στις μητέρες τη δυνατότητα να συνεχίσουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Εάν οι ανεπτυγμένες χώρες με χαμηλά ποσοστά γεννήσεων επιθυμούν να τα αυξήσουν, θα πρέπει να μελετήσουν όσα στο παρελθόν βοήθησαν άλλους με παρόμοιο πρόβλημα. Χώρες που δεν ασχολήθηκαν με την καταπολέμηση της ανισότητας των φύλων ή με την παροχή επαρκών κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, απέτυχαν να τονώσουν τον ρυθμό γεννήσεων. Όμως, άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Σουηδία, επεξεργάστηκαν προνοητικές, ολοκληρωμένες και συνεπείς πολιτικές, χάρη στις οποίες -σε γενικές γραμμές και σε βάθος χρόνου- ανέτρεψαν την καθοδική πορεία στα ποσοστά γεννήσεων.

Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που κατέγραψε πτώση στον ρυθμό γεννήσεων, κατά τον 19ο αιώνα. Τότε, οι μικροϊδιοκτήτες γης επέλεξαν να κάνουν λιγότερα παιδιά για να αποφύγουν τον κατακερματισμό των περιουσιών τους. Παράλληλα, οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης θέλησαν να ενθαρρύνουν την κοινωνική κινητικότητα επενδύοντας τις περιουσίες τους σε λίγα μόνο παιδιά. Όταν σημειώθηκε επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, οι Γάλλοι ανησύχησαν σχετικά με τις επιπτώσεις του φαινομένου στην εθνική τους ασφάλεια. Η ήττα της Γαλλίας στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870-71 μετέτρεψε το δημογραφικό ζήτημα σε πολιτικό, δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των Γάλλων, οι Γερμανοί, εμφάνιζαν υψηλά ποσοστά πληθυσμιακής ανόδου. Το 1871 οι πληθυσμοί της Γαλλίας και της Γερμανίας ήταν περίπου ίσοι. Μέχρι το 1914, ο πληθυσμός της Γερμανίας είχε γίνει κατά 50% μεγαλύτερος. Εντούτοις, επειδή η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία ασπαζόταν τις αρχές της περιορισμένης κυβέρνησης, δεν έλαβε ουσιαστικά μέτρα καθιέρωσης μιας πολιτικής υπέρ των γεννήσεων μέχρι τα πρόθυρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1939 ψήφισε τον Οικογενειακό Κώδικα, που παρείχε οικονομική υποστήριξη στους γονείς.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γάλλοι ηγέτες έριξαν τις ευθύνες για την ήττα της χώρας τους το 1940, στη στασιμότητα της δημογραφικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Εάν η Γαλλία έμελλε να ανακτήσει το κύρος στο οποίο ευελπιστούσε ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ και άλλοι ηγέτες, χρειαζόταν μια νέα δυναμική: περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ισχυρότερη οικονομία και ταχύτερη πληθυσμιακή αύξηση. Κατόπιν αυτού, η Γαλλία προσπάθησε να καταστρώσει ένα σχέδιο εξόδου από την τροχιά της βιομηχανικής υπο-ανάπτυξης και της δημογραφικής εξασθένισης, και το έπραξε κυρίως με ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης των οικογενειών με παιδιά. Ο δείκτης γεννητικότητας αυξήθηκε αρκετά πάνω από το όριο ανανέωσης.

Αυτές οι μεταπολεμικές πολιτικές στόχευσαν στην ενίσχυση της «παραδοσιακής» οικογένειας. Όμως, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, αυτό το μοντέλο έχασε την αίγλη του. Το baby boom έλαβε τέλος. Ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός γυναικών εντάχθηκε στο εργατικό δυναμικό, καθώς η γαλλική οικονομική ανάπτυξη είχε ανάγκη από τη συμμετοχή τους. Οι υπέρμαχοι της δημογραφικής ανάπτυξης δεν είδαν την επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών σαν απειλή, αλλά αντιθέτως άρχισαν να προπαγανδίζουν τον συγκερασμό μεταξύ εργασίας και οικογένειας.

Η προσέγγιση αυτή είχε καλά αποτελέσματα και στη Σουηδία, άλλη μια χώρα που υπέφερε από εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων κατά τη δεκαετία του 1930. Όταν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες ανήλθαν στην εξουσία στο απόγειο της Μεγάλης Ύφεσης, ένας από τους οικονομολόγους τους ήταν ο Γκούναρ Μίρνταλ, ο οποίος το 1934 έγραψε μαζί με τη σύζυγό του, Άλβα, ένα βιβλίο για την πληθυσμιακή κρίση, το οποίο έγινε μπεστ-σέλερ. Το ζεύγος Μίρνταλ υποστήριξε ότι αν η Σουηδία ήθελε να τονώσει τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων, οι γυναίκες θα έπρεπε να μπορούν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και να συνεχίζουν την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Επρόκειτο για μια επαναστατική ιδέα εκείνη την εποχή.

Επειδή τα παιδιά είναι μια επένδυση ζωτικής σημασίας για την κοινωνία αλλά αποτελούν οικονομικό βάρος για τις οικογένειες, η κυβέρνηση θα έπρεπε, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των Μίρνταλ, να κάνει μια αναδιανομή του πλούτου, από τα νοικοκυριά με λίγα ή καθόλου παιδιά προς εκείνα με πολλά παιδιά. Θα έπρεπε να εξαλείψει τα εμπόδια που αποτρέπουν τους απλούς ανθρώπους από το να ακολουθήσουν την επιθυμία τους να παντρευτούν και να τεκνοποιήσουν. Τέτοιο εμπόδιο είναι το κόστος ανατροφής των παιδιών. Σε αντίθεση με τους συντηρητικούς υπέρμαχους των γεννήσεων, οι Μίρνταλ τάχθηκαν υπέρ του δικαιώματος στην αντισύλληψη. Ήταν καλό να επιθυμούν οι οικογένειες την απόκτηση παιδιών, αλλά πιο καλό θα ήταν να αποκτούν μόνο τα παιδιά που πραγματικά θέλουν να κάνουν.

Στην εποχή μας, τόσο η Γαλλία όσο και η Σουηδία δαπανούν σχεδόν το 4% του ΑΕΠ τους για την οικονομική στήριξη των οικογενειών. Το σουηδικό μοντέλο προσφέρει στους νέους γονείς πάνω από έναν χρόνο άδειας με αποδοχές, επί τη βάσει του μισθού τους. Η άδεια αυτή μπορεί να μοιραστεί ανάμεσα στον πατέρα και στη μητέρα. Οι περισσότεροι Σουηδοί στέλνουν τα παιδιά τους στα φημισμένα δημόσια σχολεία προσχολικής ηλικίας. Μετά την άδεια μητρότητας, οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν στη δουλειά τους με πλήρες ή μειωμένο ωράριο. Το γαλλικό σύστημα, από την πλευρά του, προσφέρει στις μητέρες περισσότερα οικονομικά κίνητρα και στοχεύει λιγότερο στην παιδική φροντίδα. Όμως, η Γαλλία παρέχει δωρεάν ένα εξαιρετικό νηπιαγωγείο (école maternelle), το οποίο εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας και στο οποίο πηγαίνουν σχεδόν όλα τα νήπια μετά τα τρία τους χρόνια.

Τόσο το γαλλικό όσο και το σουηδικό σύστημα ανακουφίζουν τους γονείς σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν από το οικονομικό βάρος της ανατροφής των παιδιών και, κυρίως, από το άγχος εξισορρόπησης μεταξύ εργασίας και οικογένειας. Ως αποτέλεσμα, και στις δύο χώρες τα ποσοστά γεννήσεων κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα: κοντά στο όριο ανανέωσης στη Γαλλία, και λίγο κάτω από το όριο ανανέωσης στη Σουηδία.

ΠΑΝΕ ΤΑ ΜΩΡΑ

Στον αντίποδα της Γαλλίας και της Σουηδίας, άλλες χώρες που προσπαθούν να ενισχύσουν τη γεννητικότητα έχουν υιοθετήσει αναποτελεσματικές πολιτικές ή δεν θέσπισαν καμία πολιτική ή υπέκυψαν σε κωλύματα που θέτει η παράδοση και ο πολιτισμός. Στην Ιταλία, το πρόβλημα εντοπίστηκε στο αργοκίνητο κράτος, που δεν μπήκε καν στον κόπο να θέσει υπό αμφισβήτηση τα πρότυπα που αφορούν την τεκνοποίηση. Ο δείκτης γεννητικότητας στην Ιταλία έπεσε κάτω από το όριο ανανέωσης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αλλά μόνο στη δεκαετία του 1990 η Ρώμη παραδέχθηκε την έκταση του προβλήματος, όταν το υποανάπτυκτο κράτος πρόνοιας είχε ήδη φθάσει στα όριά του. Έτσι, ουσιαστικά, η χώρα αυτή δεν έπραξε τίποτα.

Υπήρξαν και πολλοί άλλοι παράγοντες εξαιτίας των οποίων η Ιταλία απείχε από την υιοθέτηση αποτελεσματικών πολιτικών. Η ισχυρή Καθολική Εκκλησία, που υποστηρίζει το παραδοσιακό μοντέλο οικογένειας με τη μητέρα-νοικοκυρά, δεν βλέπει με συμπάθεια την αύξηση παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, που θα διευκόλυναν τις γυναίκες να συνδυάσουν εργασία και οικογένεια. Νέοι άνθρωποι, που αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες να βρουν δουλειά και να νοικιάσουν σπίτι, ζουν με τους γονείς τους ακόμη και μέχρι τα 30 τους χρόνια, κι έτσι αναβάλλουν τη δημιουργία οικογένειας. Η κληρονομιά των αυταρχικών -υπέρ των γεννήσεων- πρακτικών της φασιστικής Ιταλίας (ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε φθάσει μέχρι του σημείου να εφαρμόσει νόμο περί φορολόγησης των ανύπαντρων ανδρών το 1926), έχει αναγάγει σε ταμπού την ανάμιξη του κράτους σε θέματα οικογένειας (ή -τουλάχιστον- αυτό αποτελεί δικαιολογία για την απραξία). Η κατακερματισμένη γραφειοκρατία, το καθηλωμένο πολιτικό σύστημα και τα χρονίζοντα οικονομικά προβλήματα στην Ιταλία, έχουν παίξει, επίσης, τον ρόλο τους.

Τα αποτελέσματα είναι δυσοίωνα. Μέχρι το 2011, ο συνολικός δείκτης γονιμότητας είχε πέσει στο 1,42. Όπως προέβλεψε την ίδια χρονιά ο δημογράφος Μάσιμο Λίβι-Μπάκι, «ο τρέχων δείκτης γονιμότητας συνεπάγεται τη μείωση στο μισό του ιταλικού πληθυσμού κάθε σαράντα χρόνια. Σε τριάντα χρόνια από σήμερα, οι γυναίκες άνω των ογδόντα ετών θα είναι περισσότερες από τα κορίτσια της προεφηβικής ηλικίας, ενώ οι γυναίκες άνω των εβδομήντα θα υπερβαίνουν σε αριθμό εκείνες κάτω των τριάντα ετών».

Η Ιαπωνία, όπως και η Ιταλία, αντιμετωπίζει την απειλή της πληθυσμιακής κατάρρευσης, με τον συνολικό δείκτη γονιμότητας να βρίσκεται στο 1,21. Οι Ιάπωνες γερνούν με ανησυχητικό ρυθμό: οι δημογράφοι προβλέπουν ότι μέχρι το 2014, το 25% του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών και μέχρι το 2050, η αναλογία αυτή θα σκαρφαλώσει σχεδόν στο 38%. Από το 2005, έτος κατά το οποίο η χώρα αριθμούσε 128 εκατομμύρια κατοίκους, ο συνολικός πληθυσμός της Ιαπωνίας παρουσιάζει συνεχή συρρίκνωση. Μέχρι το 2050 θα μπορούσε να πέσει και μέχρι τα 100 εκατομμύρια κατοίκους. Και, σε αντίθεση με την Ιταλία, εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μετανάστευση.

Η ιαπωνική κυβέρνηση ακολούθησε μεν πολιτικές τόνωσης της γεννητικότητας, αλλά μάλλον απρόθυμα. Ένα μέρος του προβλήματος αποτελούν οι εργοδότες, οι οποίοι εξωθούν τις γυναίκες να επιλέξουν μεταξύ οικογένειας και σταδιοδρομίας. Οι γυναίκες που αποκτούν παιδιά, πολύ συχνά δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν σε θέσεις εργασίας επαγγελματικού επιπέδου, και οι επιχειρήσεις αρνούνται να προχωρήσουν σε μείωση του πλήρους ωραρίου. Αν και στα χαρτιά υπάρχουν πολλοί νόμοι που εμφανίζονται να διορθώνουν αυτήν την κατάσταση (όπως, για παράδειγμα, το πρόγραμμα Άγγελος του 1994, ο νόμος για τις άδειες φροντίδας παιδιού και οικογένειας του 1995 και το πρόγραμμα Νέος Άγγελος του 1999), πολύ συχνά παραμένουν ανεφάρμοστοι. Έτσι, περισσότερες γυναίκες μεταθέτουν χρονικά τον γάμο (ή δεν παντρεύονται καθόλου) και εκείνες που είναι παντρεμένες κάνουν λιγότερα παιδιά.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Στην Ιταλία και στην Ιαπωνία, οι πολιτικοί δείχνουν ένα είδος διάχυτης μοιρολατρίας όσον αφορά τη δημογραφική κάμψη. Εν μέρει αυτό συμβαίνει επειδή πρόκειται για πλούσιες -ακόμη- κοινωνίες, όπου οι επιπτώσεις από τη μείωση των ποσοστών των γεννήσεων δεν έχουν γίνει τόσο αισθητές. Από τη φύση της, η πληθυσμιακή κάμψη είναι σταδιακή, κι έτσι ποτέ δεν παίρνει τη μορφή πληθυσμιακής κρίσης. Κι αν δεν υπάρχει κρίση, οι πολιτικοί υποβιβάζουν το ζήτημα σε δεύτερη μοίρα.

Οι φορείς χάραξης πολιτικής αυτών των χωρών παραμένουν αδρανείς και για τον λόγο ότι έχουν εσφαλμένες απόψεις όσον αφορά τον πληθυσμό. Άλλοι πάλι φοβούνται τον υπερπληθυσμό ή υποστηρίζουν ότι οι μικρότεροι πληθυσμοί θα συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος. (Αυτό ομολογουμένως συμβαίνει, αλλά η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι κίνδυνος λιγότερο σημαντικός από τον αποπληθυσμό). Κάποιοι επιμένουν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί ούτε πρέπει να αναμιγνύεται σε μια σφαίρα θεωρούμενη ως ιδιωτική. Άλλοι τέλος, εσφαλμένα υποθέτουν ότι το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του. Πολλές από τις χώρες που πλήττονται από κάμψη των δεικτών γεννητικότητας, όπως η Ισπανία, μέχρι πρόσφατα απολάμβαναν υψηλά ποσοστά γεννήσεων (σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν μάλιστα καθιερώσει προγράμματα περιορισμού της γονιμότητας) και δεν παραδέχονται ότι οι δείκτες τους πιθανότατα να μην ανακάμψουν ποτέ από τα τρέχοντα χαμηλά τους επίπεδα, αν δεν ληφθούν μέτρα.

Όμως, τα δημογραφικά στοιχεία δεν είναι αυτορυθμιζόμενα και οι επιτυχημένες πολιτικές για τη γήρανση του πληθυσμού απαιτούν κυβερνήσεις που θα πραγματοποιήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης. Αυτό σημαίνει σε μεγάλο βαθμό οικονομική στήριξη, ακόμη και σε περιόδους οικονομικής λιτότητας. Όταν πρόκειται για πολιτικές κατά της γήρανσης του πληθυσμού, δεν υφίσταται αυτό που λέμε βραχυπρόθεσμη επιτυχία. Για να αποδώσουν, οι πολιτικές πρέπει να είναι συνεπείς και αναμενόμενες, άρα πρέπει να στηρίζονται σε ευρεία εθνική συναίνεση.

Σημαντικό συστατικό επιτυχίας είναι, επίσης, η ισότητα των φύλων, όπως και η προσεκτική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος και η αποδοχή των μη παραδοσιακών οικογενειακών δομών, όπως η χωρίς γάμο συμβίωση. Άλλωστε, χώρες που πιστεύουν περισσότερο στην παραδοσιακή οικογένεια, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, είναι οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων. Αντιθέτως, οι χώρες που απολαμβάνουν υψηλούς δείκτες γεννήσεων, συνήθως έχουν πολλές γεννήσεις παιδιών έξω από τα δεσμά του γάμου. Αυτά τα μωρά δεν γεννιούνται κατά κύριο λόγο από έφηβες, αλλά στην πλειοψηφία τους από γυναίκες που διανύουν την τρίτη και την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, πολλές από τις οποίες έχουν μόνιμη σχέση με τον σύντροφό τους.

Οι κυβερνήσεις που θα προσπαθήσουν να εισαγάγουν πολιτικές υπέρ των γεννήσεων, έχουν να δώσουν μια επίπονη μάχη. Στο παρελθόν, αυτές οι μάχες σχετίζονταν με την τόνωση του κράτους πρόνοιας, πράγμα που συνέβη σε μια εποχή βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όμως, το κράτος πρόνοιας στη Δύση δέχθηκε επιθέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα και απειλήθηκε από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία, την άνοδο του φθηνού ξένου εργατικού δυναμικού, τις αυξανόμενες ανισότητες και την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση. Εν τω μεταξύ, οι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να βρουν μια σταθερή και καλοπληρωμένη δουλειά. Το πιθανότερο είναι να αναβάλουν τη δημιουργία οικογένειας, ή να μην αποκτήσουν ποτέ παιδιά.

Μια δημόσια πολιτική είναι σε θέση να μειώσει το χάσμα ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που οι γυναίκες λένε ότι θέλουν να κάνουν και στον αριθμό των παιδιών που γεννούν. Όμως, τα σωστά προγράμματα, όπως εκείνα της Γαλλίας και της Σουηδίας, είναι δαπανηρά και ενδεχομένως να προσκρούουν σε κατεστημένα συμφέροντα και εξοργισμένους υποστηρικτές της παραδοσιακής οικογένειας. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους πολλές ανεπτυγμένες κοινωνίες δεν έχουν κάνει τίποτα ή έχουν υιοθετήσει περιττά ημίμετρα. Οι χώρες που δεν παίρνουν στα σοβαρά τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, το κάνουν με δική τους ευθύνη. Ο χρόνος μετράει. Εάν τον αφήσουν να κυλήσει για πολύ και πιαστούν στην παγίδα της χαμηλής γονιμότητας, θα βρεθούν σε μια αχαρτογράφητη εποχή αποπληθυσμού, απόκοσμα διαφορετική από οτιδήποτε ως τα σήμερα γνωστό. Το να δραπετεύσει κανείς από ένα τέτοιο σκηνικό θα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/137515/steven-philip-kramer/baby-gap

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr