Καινούργιο «Μεγάλο Παιχνίδι» στην Κεντρική Ασία
Πρόσφατα, η Κίνα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να ανταγωνίζονται για επιρροή στην Κεντρική Ασία. Όμως, σε αντίθεση με το Αφγανιστάν κατά το τελευταίο Μεγάλο Παιχνίδι οι κυβερνήσεις εκεί είναι αρκετά ισχυρές για να χρησιμοποιήσουν την σύγκρουση προς όφελός τους. Η περίπτωση της Κεντρικής Ασίας δεν είναι μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, αλλά ένας οδηγός για το τι πρόκειται να έρθει: άνοδος των νέων παικτών και μείωση της επιρροής της Δύσης σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Ο ALEXANDER COOLEY είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Barnard College του Πανεπιστημίου Columbia και ο συγγραφέας του βιβλίου Great Games, Local Rules: The New Great Power Contest in Central Asia.
Όμως, ο χορηγικός ρόλος της Κίνας θέτει επίσης μια σειρά από προκλήσεις που οι Δυτικοί αξιωματούχοι φαίνονται απρόθυμοι να αναγνωρίσουν δημοσίως. Η έλλειψη προτύπων ελέγχου από την Κίνα, η άνευ όρων βοήθειά της, καθώς και η άμεση σχέση της με τα καθεστώτα, μειώνουν τη διαφάνεια των έργων της. Στο Τατζικιστάν, για παράδειγμα, μια καινούργια ιδιωτική υπεράκτια εταιρία χρεώνει τώρα διόδια στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Ντουσάνμπε με το Τσανάκ, ο οποίος κατασκευάστηκε ως επί το πλείστον με κινεζικά κεφάλαια, πράγμα που τον καθιστά απρόσιτο για τους χαμηλού εισοδήματος Τατζίκους. Εν τω μεταξύ, η Κίνα δεν διασφαλίζει το συντονισμό με άλλους διεθνείς παράγοντες στο Μπισκέκ ή το Ντουσάνμπε και έτσι ο δανεισμός της και η βοήθειά της στην Κεντρική Ασία επισκιάζει απλώς τις υφιστάμενες δεσμεύσεις από άλλες διεθνείς πηγές. Αυτό το καλοκαίρι, η Κίνα ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει χρηματοδότηση 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων για έργα υποδομής στην περιοχή. Αν αυτό το πρόγραμμα τεθεί σε ισχύ, θα κάνει την Κίνα πρώτο ξένο επενδυτή στην περιοχή και μάλιστα με διαφορά. Ταυτόχρονα, οι όροι της βοήθειας των ΗΠΑ, η οποία είναι τώρα μια μικρή και μειούμενη πηγή περιφερειακών χρηματικών πόρων, θα καταστεί λιγότερο σημαντική.
Νέοι οικονομικοί πάτρωνες παίζουν παρόμοιο ρόλο στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Στα μέσα Ιουλίου, στο Φόρουμ Συνεργασίας Κίνας-Αφρικής, στο Πεκίνο, ο Κινέζος πρόεδρος Χου Ζιντάο υποσχέθηκε επιπλέον 20 δισ. δολάρια σε δάνεια προς την Αφρική κατά τα επόμενα τρία χρόνια, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει νέα ενεργειακά αποθέματα. Δεσμεύτηκε επίσης να μην επιμείνει όσον αφορά τις προϋποθέσεις για αυτά τα δάνεια, όπως συχνά κάνουν οι χώρες των Δυτικών - κάτι το οποίο χαρακτήρισε ως «ο εκφοβισμός του μεγάλου προς τον μικρό» [4]. Όπως και στην Κεντρική Ασία, κοινωνικά και πολιτικά προγράμματα - κατάρτιση για δεκάδες χιλιάδες Αφρικανούς αξιωματούχους, 18.000 νέες υποτροφίες για σπουδαστές της Αφρικής, κ.λπ. - θα συνοδεύσουν αυτά τα οικονομικά πακέτα.
Στη Μέση Ανατολή, παραδοσιακοί διεθνείς δανειστές, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζουν πλέον ανταγωνισμό από χρηματοδότες του Αραβικού Κόλπου, κυρίως από το πλούσιο Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Αμφιβολίες εξακολουθούν να υπάρχουν σχετικά με τη δέσμευση των χωρών αυτών να δώσουν συνέχεια στις υποσχέσεις τους για βοήθεια αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ακόμα κι έτσι, όπως ακριβώς το Τατζικιστάν και η Ανγκόλα έχουν μοχλεύσει τα κινεζικά δάνεια για να αποφύγουν τις απαιτήσεις των δυτικών δανειστών για μεταρρυθμίσεις, έτσι, επίσης έκαναν οι Αρχές της μετεπαναστατικής Αιγύπτου χρησιμοποιώντας την προοπτική της εξασφάλισης πόρων από τον Κόλπο ως μοχλό κατά του ΔΝΤ. Αυτές οι νέες μορφές παρέμβασης αναπροσανατολίζουν την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής μακριά από τη Δύση και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτουν πλέον την ήπια δύναμη για να ελέγξουν την αυξανόμενη ισχύ των νέων αυτών αντίπαλων επικυρίαρχων.
Το τρίτο δίδαγμα είναι ότι οι ελίτ της Κεντρικής Ασίας γίνονται όλο και πιο εχθρικές απέναντι στις αξίες της δύσης - την προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - και είναι πλέον ικανές να αντιτεθούν στην κριτική. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έδωσε στα καθεστώτα αυτά κάλυψη για να δημιουργήσουν αποτελεσματικές υπηρεσίες ασφαλείας και να πατάξουν την αντιπολίτευση. Η Κίνα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέργησαν με τις υπηρεσίες της Κεντρικής Ασίας για τον έλεγχο των υπόπτων για τρομοκρατία, χωρίς νόμιμη διαδικασία ακροάσεων, από και προς την περιοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν ότι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν μπορεί να περιορίζεται από το διεθνές δίκαιο. Η Ρωσία και η Κίνα ενσωμάτωσαν τις εξωτερικές δράσεις τους στα νέα περιφερειακά θεσμικά πλαίσια, όπως η Συνθήκης του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας.
Οι ελίτ της Κεντρικής Ασίας τακτικά διασύρουν τη Δύση ότι εφαρμόζει διπλά μέτρα και σταθμά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και επιμένουν ότι οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Δύση είναι μέρος του διαλόγου όπως και οι δικές τους παραβάσεις. Νέα περιφερειακά μέσα μαζικής ενημέρωσης προβάλλουν τις φαινομενικές αντιφάσεις της πολιτικής των ΗΠΑ σε διάφορες χώρες, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία των ΗΠΑ και μεγεθύνοντας το κόστος μιας υποκριτικής πολιτικής. Εν τω μεταξύ, τα έθνη της Κεντρικής Ασίας έχουν κρύψει τα πολιτικά προβλήματά τους με την πρόσληψη δυτικών εταιρειών δημοσίων σχέσεων και μέσω του περιορισμού των δραστηριοτήτων των ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό. Σε απάντηση στο κύμα των «πορτοκαλί» επαναστάσεων στα μέσα της δεκαετίας του 2000 που σάρωσε από την εξουσία τους παγιωμένους ηγέτες που είχαν δεσμούς με το Κρεμλίνο, οι νέοι παγιωμένοι ηγέτες της Κεντρικής Ασίας ομοίως θεσπίζουν περιοριστικούς νόμους εγγραφής και χρηματοδότησης για να μειώσουν τις δραστηριότητες των υπό δυτική αιγίδα ΜΚΟ. Σε αυτές τις προσπάθειες, είχαν την ισχυρή υποστήριξη της Μόσχας και του Πεκίνου.
Ομοίως, η πρόσφατη καταστολή ομάδων όπως το Freedom House και το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο στην Αίγυπτο έχει κάνει δύσκολο το πολιτικό περιβάλλον για τις δυτικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στην Αίγυπτο. Και σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως το Αζερμπαϊτζάν, η Αιθιοπία, το Εκουαδόρ, ο Παναμάς, η Ρωσία, η Ουγκάντα και το Βιετνάμ, οι κυβερνήσεις έχουν τροφοδοτήσει πρόσφατα το φόβο περί ξένων επεμβάσεων για να δικαιολογήσουν τη νέα δια νόμου καταπίεση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.