Ο δρόμος του Ρίο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο δρόμος του Ρίο

Γιατί οι οικολόγοι πρέπει να ξεπεράσουν την Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ
Περίληψη: 

Παρά τις υψηλές προσδοκίες και μια φιλόδοξη ατζέντα, η Διάσκεψη του Ρίο +20 απέτυχε να επιφέρει σημαντική πρόοδο σε θέματα περιβάλλοντος. Ευτυχώς, η αδράνεια των κυβερνήσεων δεν είναι το μόνο ζήτημα: ο ιδιωτικός τομέας, οι ΜΚΟ και οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών εργάζονται για να καλύψουν το κενό.

Ο PETER M. HAAS είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Amherst.

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η ανθρωπότητα προκαλεί μακροπρόθεσμα μη αναστρέψιμη βλάβη στον πλανήτη. Πρόσφατες επιστημονικές μελέτες με ομάδες όπως ο Ολλανδικός Οργανισμός Περιβαλλοντικών Εκτιμήσεων και η Royal Society, επιβεβαιώνουν ότι το κλιματικό σύστημα και πολλά από τα ζωτικά οικοσυστήματα του πλανήτη βρίσκονται σε κίνδυνο. Υπάρχουν επίσης σοβαρές ανησυχίες σχετικά με το νερό, τα τρόφιμα και το έλλειμμα ενέργειας. Δεν είναι καθόλου σαφές το πώς ο κόσμος θα ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός πληθυσμού που θα φτάσει στα εννιά δισεκατομμύρια μέχρι το 2050. Το να ικανοποιηθούν οι ανάγκες, και μάλιστα με βιώσιμο τρόπο, πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος της διεθνούς οικολογίας. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες που δεν έχουν δεσμευτεί για τη βιωσιμότητα ως στόχο, πόσω μάλλον να συμφωνήσουν σχετικά με τις αποτελεσματικότερες πολιτικές για την επίτευξή της και την κατάλληλη κατανομή του κόστους της.

Ελλείψει μιας τέτοιας συναίνεσης, η Διάσκεψη του Ρίο +20, μια υψηλού επιπέδου διπλωματική σύνοδος κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον περασμένο Ιούνιο, προσπάθησε να αναπτύξει τρόπους για να επιταχύνει τόσο την αειφόρο τεχνολογική αλλαγή όσο και τη μείωση της φτώχειας. Το συνέδριο ήταν μέρος ενός πιο μακροπρόθεσμου σχεδίου, το οποίο ξεκίνησε με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον (UNCHE) το 1972, με στόχο την ανανέωση της πολυμερούς διεθνούς τάξης μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τάξη αυτή αποσκοπεί στην προώθηση της ευρείας οικονομικής ευημερίας και τη διατήρηση του σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Αλλά παραμελεί την διατηρησιμότητα. Έτσι, τουλάχιστον στο χώρο του περιβάλλοντος, οι παγκόσμιες σύνοδοι από την πρώτη UNCHE και μετά έχουν επικεντρωθεί στο να κάνουν τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για την πρόληψη μη αναστρέψιμων και σημαντικών περιβαλλοντικών βλαβών όσο επιδίδονται στην επιδίωξη της ευημερίας.

Οι παγκόσμιες σύνοδοι κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκαν το 1992 και το 2002 διεύρυναν την εστίαση του σχεδίου για την αειφορία από τη βασική διεθνή προστασία του περιβάλλοντος προς τις διασυνδέσεις μεταξύ του περιβάλλοντος, της οικονομικής ανάπτυξης και της δικαιοσύνης. Επιπλέον, ενώ τα συνέδρια του 1972 και του 1992 εργάστηκαν για τη δημιουργία θεσμών και συνθηκών, η συνάντηση του 2002 επικεντρώθηκε στην προώθηση των σχέσεων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Τα συλλογικά επιτεύγματα των συνόδων κορυφής των Ηνωμένων Εθνών των τελευταίων δεκαετιών, είναι αξιοσημείωτα. Η πετρελαϊκή ρύπανση στους ωκεανούς έχει μειωθεί σημαντικά, η χημική ρύπανση στη γη έχει μειωθεί δραματικά, η μείωση του στρατοσφαιρικού όζοντος έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, ασφαλές πόσιμο νερό είναι πιο άμεσα διαθέσιμο σε όλο τον κόσμο, και, στον βιομηχανοποιημένο κόσμο, η ζήτηση ενέργειας τείνει να αποσυνδεθεί από την οικονομική ανάπτυξη, καθώς η χρήση ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ μειώνεται από το 1990.

Η ατζέντα του Ρίο +20 ήταν ίσως η πιο φιλόδοξη μέχρι σήμερα: αφορούσε στην ανάπτυξη θεσμών για την προώθηση ενός νέου τεχνολογικού συστήματος που να βασίζεται στις αρχές της αειφορίας. Όταν ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για τη διάσκεψη τον Μάιο του 2010, οι προσδοκίες για την έκβαση ποίκιλλαν ευρέως. Ορισμένοι από τους συμμετέχοντες ήλπιζαν απλά να επικαιροποιήσουν τα παλιά διεθνή περιβαλλοντικά θεσμικά πλαίσια με αυστηρότερα μέτρα συμμόρφωσης. Άλλοι ήλπιζαν σε μια ευρύτερη αναδιατύπωση των παγκόσμιων περιβαλλοντικών αρχών.

Δεδομένης της έλλειψης συμφωνίας, χρειάστηκαν πάνω από δύο χρόνια στους αρμόδιους για να φτιάξουν ένα σχέδιο δήλωσης για τη σύνοδο κορυφής. Υιοθέτησαν το τελικό κείμενο - με τίτλο «Το Μέλλον Που Θέλουμε» (The Future We Want) - μετά από σχεδόν συνεχείς διαπραγματεύσεις καθ’ όλη την άνοιξη του 2012. Η δήλωση, η οποία περιλαμβάνει μια προσεκτική επιβεβαίωση των προηγούμενων προσπαθειών, ήταν μέτρια, χωρίς δεσμευτικές νομικές ή οικονομικές δεσμεύσεις. Παρά το γεγονός ότι η δήλωση έκανε έκκληση για δημιουργία των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης μέχρι το 2015, για καθολική συμμετοχή στο Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ (UNEP), καθώς και για μια νέα υψηλότερου επιπέδου επιτροπή για την αειφόρο ανάπτυξη, ήταν σε μεγάλο βαθμό μια άσκηση απλώς για να προχωρήσει κάπως τα πράγματα.

Κατά πρώτον, η δήλωση αναβάλει τις συζητήσεις για τη αειφόρο παραγωγή και κατανάλωση μέχρι τη φθινοπωρινή σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Κατέθεσε επίσης κάποιες άλλες πρωτοβουλίες προς εφαρμογή για κάποια αδιευκρίνιστη στιγμή στο μέλλον, όπως η διοργάνωση ενός συνεδρίου για τα μικρά νησιωτικά αναπτυσσόμενα κράτη και η δημιουργία ενός ιδρύματος για την αντικατάσταση της Διάσκεψης για την Αειφόρο Ανάπτυξη. Και μια σειρά από άλλες ιδέες, όπως η θεσμοθέτηση ενός διαμεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη, να τοποθετηθεί ένας υψηλόβαθμος επίτροπος για το περιβάλλον, καθώς και η μετατροπή του UNEP σε μια μόνιμη υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών, εγκαταλείφθηκαν εντελώς.

Οι αποτυχίες του Ρίο +20 αποκάλυψαν τη σκληρή πραγματικότητα για την κατάσταση της διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Δεν υπάρχει ακόμη καμία επιστημονική συναίνεση για τα θέματα της αειφορίας. Επομένως, είναι δύσκολο να κινητοποιηθεί ευρεία υποστήριξη για μεγάλες πρωτοβουλίες. Επίσης, οι ανεπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες χώρες διαφωνούν σχετικά με τις αντίστοιχες ευθύνες τους για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης. Πράγματι, στο Ρίο +20 φάνηκαν πάλι οι συνήθεις αλληλοκατηγορίες για τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, με επικεφαλής την Κίνα, συνέχισαν να επιμένουν ότι χρειάζονται μεταφορές τεχνολογίας και οικονομικών πόρων από τις ανεπτυγμένες χώρες ώστε να επιτευχθούν υψηλότερα επίπεδα της αειφορίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο.