Ο μύθος της γερμανικής ηγεμονίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος της γερμανικής ηγεμονίας

Γιατί το Βερολίνο δεν μπορεί μόνο του να σώσει την Ευρώπη
Περίληψη: 

Η Γερμανία έχει την ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη, αλλά η οικονομική της ισχύς δεν μεταφράζεται σε πολιτική κυριαρχία. Τους τελευταίους μήνες, το Βερολίνο έχει χάσει και συμμάχους και επιρροή, και θα πρέπει να συμβιβαστεί προκειμένου να σταθεροποιήσει την ευρωζώνη.

Η DANIELA SCHWARZER είναι επικεφαλής του Τμήματος Έρευνας Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης στο Γερμανικό Ινστιτούτο για θέματα Ασφάλειας και Διεθνών Σχέσεων και επισκέπτης μελετητής στην έδρα Fritz-Thyssen του Κέντρου Weatherhead για τις Διεθνείς υποθέσεις στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Ο KAI-OLAF LANG είναι Εκτελεστικός Διευθυντής του Τμήματος Έρευνας Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης στο Γερμανικό Ινστιτούτο για θέματα Ασφάλειας και Διεθνών Σχέσεων.

Το 2010 και το 2011, τα πρώτα δύο χρόνια της κρίσης χρέους στην Ευρώπη, η Γερμανία φάνηκε να αναδύεται ως κυρίαρχη δύναμη της ηπείρου, διαθέτοντας μια απαράμιλλη ικανότητα να διαμορφώνει τη μοίρα των γειτόνων της. Απολαμβάνοντας αμείωτη οικονομική δύναμη, η Γερμανία συμφώνησε να αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής διάσωσης της ευρωζώνης, και γι' αυτό ήταν σε θέση να καθορίσει τον ρυθμό και τις μεθόδους της διαχείρισης της κρίσης. Επηρέασε επίσης τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, και χρησιμοποίησε αυτή την εξουσία για να επιβάλει μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων και λιτότητας σε όλη την ευρωζώνη. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις αυτές, ορισμένοι παρατηρητές έφτασαν ως και να διακηρύξουν την έναρξη της γερμανικής ηγεμονίας και υποστήριξαν ότι μόνο το Βερολίνο θα μπορούσε να επιλύσει τα δεινά της ηπείρου [1].

Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία είναι, βεβαίως, η πιο σημαντική ευρωπαϊκή χώρα για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων, οι ικανότητές της να προβάλλει την ισχύ της σε επίπεδο ΕΕ περιορίζεται ουσιαστικά - και θα μειωθεί περαιτέρω κατά τους επόμενους μήνες. Η θέση της Γερμανίας ως του επικεφαλής υποστηρικτή των κανόνων σταθεροποίησης της ευρωζώνης δεν μεταφράζεται απαραιτήτως σε πολιτική κυριαρχία. Και καθώς η κρίση του ευρώ έχει κλιμακωθεί και η Γερμανία έχει χάσει πολιτικούς συμμάχους, θα πρέπει τώρα να αποδεχθεί ότι η κοινή νομισματική ζώνη θα είναι μόνο εν μέρει σύμφωνη με το όραμά της.

Ο πρώτος λόγος για τον οποίον το Βερολίνο θα δυσκολευτεί να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την Ευρώπη είναι ότι οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων έξι μηνών έχουν αφήσει τη Γερμανία μάλλον σαν έναν απομονωμένο γίγαντα. Το 2010-11, το ότι η Γερμανία ήταν σε θέση να επιβάλλει την ευρωπαϊκή πολιτική και να αγνοεί τις συμπεριφορές των άλλων μελών της ευρωζώνης (γενικά τις νότιες χώρες με μεγάλα ελλείμματα) οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία ανάμεσα στο Βερολίνο και το Παρίσι - και της στενής σχέσης μεταξύ των δύο ηγετών τους που χαρακτηρίστηκαν ως Merkozy. Τώρα, ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, τάχθηκε υπέρ μιας ευρωπαϊκής ατζέντας προώθησης της ανάπτυξης που συγκρούεται με την προτίμηση της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ για λιτότητα και, κατά την άποψη πολλών Γερμανών, δεν θα ενθαρρύνει τις εθνικές κυβερνήσεις να υλοποιήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εν τω μεταξύ, η Αυστρία, η Φινλανδία και οι Κάτω Χώρες – τα μικρότερα μέλη της ευρωζώνης που παραδοσιακά τάσσονται με τη Γερμανία στα οικονομικά θέματα - έχουν πάψει να είναι αξιόπιστοι εταίροι για το Βερολίνο, καθώς λαϊκίστικες δυνάμεις έχουν πιέσει τις κυβερνήσεις τους να αποχωρήσουν από τους μηχανισμούς διάσωσης ή απαιτούν αυστηρότερους όρους επί των προϋπολογισμών των ωφελουμένων χωρών, ως αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια. Οι άλλοι συνήθεις σύμμαχοι του Βερολίνου που εξισορροπούν τις πολιτικές προσεγγίσεις του μεσογειακού στιλ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία, δεν έχουν τόση σημασία στην παρούσα κρίση. Καμιά από τις δύο δεν χρησιμοποιεί το ευρώ και η ευρωζώνη είναι ο τόπος όπου οι κύριες πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον της Ευρώπης θα πρέπει να ληφθούν.

Στο νέο αυτό πλαίσιο, η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει από πολλές πλευρές. Κατ’ αρχήν, δεν μπορεί πλέον να απαιτήσει σημαντική μείωση χρέους και δημοσιονομικές περικοπές ως αντάλλαγμα για οικονομική στήριξη, ούτε μπορεί να απειλήσει να ασκήσει βέτο σε οποιοδήποτε πακέτο διάσωσης που δεν περιλαμβάνει τις πολιτικές που προτιμά. Αυτό δεν συνέβη ούτε πέρυσι, όταν η Γερμανία ήταν σε θέση να επιβάλει έναν κανόνα δημοσιονομικής εξισορρόπησης των προϋπολογισμών για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Τότε, η απειλή της Γερμανίας να αρνηθεί την οικονομική στήριξη ήταν αξιόπιστη. Τώρα, όμως, η κρίση έχει κλιμακωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένα γερμανικό βέτο επί ενός πακέτου διάσωσης θα προκαλέσει συστημική κρίση - τέτοια που θα μπορούσε να διαλύσει όχι μόνο το κοινό νόμισμα, αλλά και άλλα, σημαντικότερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η ενιαία αγορά . Επειδή η Γερμανία είναι υπεύθυνη για το περίπου 27% του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης και απολαμβάνει μια μοναδική θέση ως η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, δεν μπορεί να αρνηθεί να στηρίξει το ευρώ χωρίς να προκαλέσει βλάβη σε ολόκληρη την ήπειρο.

Από την άλλη πλευρά, οι μικρότερες, δημοσιονομικά υγιείς χώρες που βοηθούν τη χρηματοδότηση των μηχανισμών διάσωσης, επειδή είναι λιγότερο σημαντικές για τη συνολική λειτουργία της ευρωζώνης, έχουν πλέον μεγαλύτερη ευχέρεια να υιοθετήσουν σκληρές πολιτικές προς τις ελλειμματικές χώρες. Μπορούν να ζητήσουν εγγυήσεις, όπως έκαναν οι Φινλανδοί στους Έλληνες. Μπορούν να μιλούν για απόρριψη των μη συμμορφούμενων κρατών - μελών από την ευρωζώνη, όπως έκανε η Αυστριακή υπουργός Εξωτερικών τον Αύγουστο. Θα μπορούσαν ακόμη και να απειλήσουν να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη οι ίδιες - κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Αν η κρίση επιδεινωθεί και η διάλυση του ευρώ φανεί πιθανή, αυτά τα μικρά κράτη - μέλη με τα συγκριτικά χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους μπορούν να επιζητήσουν την έξοδο. Αφήνοντας προληπτικά την ευρωζώνη, θα αποφύγουν να εμπλακούν στο χάος που θα προκύψει αν οι χώρες της νότιας Ευρώπης εγκαταλείψουν το κοινό νόμισμα.