Ο μύθος της γερμανικής ηγεμονίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος της γερμανικής ηγεμονίας

Γιατί το Βερολίνο δεν μπορεί μόνο του να σώσει την Ευρώπη

Το 2010 και το 2011, τα πρώτα δύο χρόνια της κρίσης χρέους στην Ευρώπη, η Γερμανία φάνηκε να αναδύεται ως κυρίαρχη δύναμη της ηπείρου, διαθέτοντας μια απαράμιλλη ικανότητα να διαμορφώνει τη μοίρα των γειτόνων της. Απολαμβάνοντας αμείωτη οικονομική δύναμη, η Γερμανία συμφώνησε να αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής διάσωσης της ευρωζώνης, και γι' αυτό ήταν σε θέση να καθορίσει τον ρυθμό και τις μεθόδους της διαχείρισης της κρίσης. Επηρέασε επίσης τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, και χρησιμοποίησε αυτή την εξουσία για να επιβάλει μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων και λιτότητας σε όλη την ευρωζώνη. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις αυτές, ορισμένοι παρατηρητές έφτασαν ως και να διακηρύξουν την έναρξη της γερμανικής ηγεμονίας και υποστήριξαν ότι μόνο το Βερολίνο θα μπορούσε να επιλύσει τα δεινά της ηπείρου [1].

Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία είναι, βεβαίως, η πιο σημαντική ευρωπαϊκή χώρα για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων, οι ικανότητές της να προβάλλει την ισχύ της σε επίπεδο ΕΕ περιορίζεται ουσιαστικά - και θα μειωθεί περαιτέρω κατά τους επόμενους μήνες. Η θέση της Γερμανίας ως του επικεφαλής υποστηρικτή των κανόνων σταθεροποίησης της ευρωζώνης δεν μεταφράζεται απαραιτήτως σε πολιτική κυριαρχία. Και καθώς η κρίση του ευρώ έχει κλιμακωθεί και η Γερμανία έχει χάσει πολιτικούς συμμάχους, θα πρέπει τώρα να αποδεχθεί ότι η κοινή νομισματική ζώνη θα είναι μόνο εν μέρει σύμφωνη με το όραμά της.

Ο πρώτος λόγος για τον οποίον το Βερολίνο θα δυσκολευτεί να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την Ευρώπη είναι ότι οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων έξι μηνών έχουν αφήσει τη Γερμανία μάλλον σαν έναν απομονωμένο γίγαντα. Το 2010-11, το ότι η Γερμανία ήταν σε θέση να επιβάλλει την ευρωπαϊκή πολιτική και να αγνοεί τις συμπεριφορές των άλλων μελών της ευρωζώνης (γενικά τις νότιες χώρες με μεγάλα ελλείμματα) οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία ανάμεσα στο Βερολίνο και το Παρίσι - και της στενής σχέσης μεταξύ των δύο ηγετών τους που χαρακτηρίστηκαν ως Merkozy. Τώρα, ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, τάχθηκε υπέρ μιας ευρωπαϊκής ατζέντας προώθησης της ανάπτυξης που συγκρούεται με την προτίμηση της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ για λιτότητα και, κατά την άποψη πολλών Γερμανών, δεν θα ενθαρρύνει τις εθνικές κυβερνήσεις να υλοποιήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εν τω μεταξύ, η Αυστρία, η Φινλανδία και οι Κάτω Χώρες – τα μικρότερα μέλη της ευρωζώνης που παραδοσιακά τάσσονται με τη Γερμανία στα οικονομικά θέματα - έχουν πάψει να είναι αξιόπιστοι εταίροι για το Βερολίνο, καθώς λαϊκίστικες δυνάμεις έχουν πιέσει τις κυβερνήσεις τους να αποχωρήσουν από τους μηχανισμούς διάσωσης ή απαιτούν αυστηρότερους όρους επί των προϋπολογισμών των ωφελουμένων χωρών, ως αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια. Οι άλλοι συνήθεις σύμμαχοι του Βερολίνου που εξισορροπούν τις πολιτικές προσεγγίσεις του μεσογειακού στιλ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία, δεν έχουν τόση σημασία στην παρούσα κρίση. Καμιά από τις δύο δεν χρησιμοποιεί το ευρώ και η ευρωζώνη είναι ο τόπος όπου οι κύριες πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον της Ευρώπης θα πρέπει να ληφθούν.

Στο νέο αυτό πλαίσιο, η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει από πολλές πλευρές. Κατ’ αρχήν, δεν μπορεί πλέον να απαιτήσει σημαντική μείωση χρέους και δημοσιονομικές περικοπές ως αντάλλαγμα για οικονομική στήριξη, ούτε μπορεί να απειλήσει να ασκήσει βέτο σε οποιοδήποτε πακέτο διάσωσης που δεν περιλαμβάνει τις πολιτικές που προτιμά. Αυτό δεν συνέβη ούτε πέρυσι, όταν η Γερμανία ήταν σε θέση να επιβάλει έναν κανόνα δημοσιονομικής εξισορρόπησης των προϋπολογισμών για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Τότε, η απειλή της Γερμανίας να αρνηθεί την οικονομική στήριξη ήταν αξιόπιστη. Τώρα, όμως, η κρίση έχει κλιμακωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένα γερμανικό βέτο επί ενός πακέτου διάσωσης θα προκαλέσει συστημική κρίση - τέτοια που θα μπορούσε να διαλύσει όχι μόνο το κοινό νόμισμα, αλλά και άλλα, σημαντικότερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η ενιαία αγορά . Επειδή η Γερμανία είναι υπεύθυνη για το περίπου 27% του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης και απολαμβάνει μια μοναδική θέση ως η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, δεν μπορεί να αρνηθεί να στηρίξει το ευρώ χωρίς να προκαλέσει βλάβη σε ολόκληρη την ήπειρο.

Από την άλλη πλευρά, οι μικρότερες, δημοσιονομικά υγιείς χώρες που βοηθούν τη χρηματοδότηση των μηχανισμών διάσωσης, επειδή είναι λιγότερο σημαντικές για τη συνολική λειτουργία της ευρωζώνης, έχουν πλέον μεγαλύτερη ευχέρεια να υιοθετήσουν σκληρές πολιτικές προς τις ελλειμματικές χώρες. Μπορούν να ζητήσουν εγγυήσεις, όπως έκαναν οι Φινλανδοί στους Έλληνες. Μπορούν να μιλούν για απόρριψη των μη συμμορφούμενων κρατών - μελών από την ευρωζώνη, όπως έκανε η Αυστριακή υπουργός Εξωτερικών τον Αύγουστο. Θα μπορούσαν ακόμη και να απειλήσουν να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη οι ίδιες - κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Αν η κρίση επιδεινωθεί και η διάλυση του ευρώ φανεί πιθανή, αυτά τα μικρά κράτη - μέλη με τα συγκριτικά χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους μπορούν να επιζητήσουν την έξοδο. Αφήνοντας προληπτικά την ευρωζώνη, θα αποφύγουν να εμπλακούν στο χάος που θα προκύψει αν οι χώρες της νότιας Ευρώπης εγκαταλείψουν το κοινό νόμισμα.

Η Γερμανία, όμως, δεν μπορεί να εκστομίσει τέτοιες απειλές - κυρίως επειδή κανείς δεν θα την πιστέψει. Μια γερμανική έξοδος θα σημάνει τον επικείμενο θάνατο του ενιαίου νομίσματος, κάτι το οποίο δεν θα είναι μόνο μια οικονομική καταστροφή, αλλά επίσης μια ιστορική κληρονομιά που ακόμα και οι Γερμανοί ευρωσκεπτικιστές δεν θα ήθελαν να επωμιστούν. Αν μια άτακτη γερμανική έξοδος έσπρωχνε τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χάος, οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν θα θυμούνταν πλέον ότι η κίνηση αυτή υποτίθεται ότι θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα τους και θα τιμωρούσαν την κυβέρνησή τους επειδή άφησε την ευρωπαϊκή ιδέα να αποτύχει. Επιπλέον, οι οικονομικές και δημοσιονομικές απώλειες για τη Γερμανία θα ήταν ανυπολόγιστες. Αν η Γερμανία εισήγαγε ένα νέο νόμισμα, η αξία του θα ανέβαινε στα ύψη, καταστρέφοντας την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Οι γερμανικές απαιτήσεις από το Target 2, το διατραπεζικό σύστημα πληρωμών που επεξεργάζεται τις διασυνοριακές μεταβιβάσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, είναι σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια ευρώ, και θα κάνουν την αποχώρησή της από την ευρωζώνη εξαιρετικά δαπανηρή, καθώς τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα θα χαθούν.

Καθώς επιδεινώνεται η κρίση στην Ευρώπη, η Γερμανία θα είναι ολοένα και πιο δύσκολο να επηρεάσει τις εσωτερικές πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών σύμφωνα με τις δικές της προδιαγραφές. Το Βερολίνο μπορεί να επιθυμεί κυρώσεις και ελέγχους που θα τίθενται σε ισχύ αυτόματα όταν τα μέλη της ευρωζώνης εμφανίζουν μεγάλα ελλείμματα, αλλά στην πράξη η απόφαση για την εφαρμογή αυτών των μέτρων θα παραμείνει μια πολιτική επιλογή κάθε χώρας ξεχωριστά. Και καθώς οι πολίτες της Ευρώπης γίνονται όλο και πιο απογοητευμένοι με την ατζέντα της Γερμανίας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και λιτότητα, θα απαιτήσουν μια χαλαρή ερμηνεία των πρόσφατα ανασχεδιασμένων δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης. Επιπλέον, οι εμπειρίες του παρελθόντος της ΕΕ σχετικά με μεγάλα μεταρρυθμιστικά σχέδια δείχνουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής ή μιας πλήρους πολιτικής ένωσης, συνεπάγεται περίπλοκες διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν σε ένα συμβιβασμό, όχι μια λύση που θα προέλθει από την Γερμανία. Έτσι, αν και η Γερμανία γνωρίζει ότι η πίεση των αγορών είναι με το μέρος της, απλά δεν θα είναι σε θέση να αλλάξει την ζώνη του ευρώ και την ΕΕ καθ’ ομοίωσίν της.

Το Βερολίνο θα πρέπει επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος από τον αδιάλλακτο δημοσιονομικό συντηρητισμό του: η φήμη της Γερμανίας στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία έχει ήδη επιδεινωθεί, και έχει επίσης αρχίσει να διαβρώνεται κι αλλού. Αν το Βερολίνο συνεχίσει να απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, θα μπορούσε να βλάψει τις διμερείς σχέσεις του με όχι μόνο τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που ευνοούν συνήθως την γερμανικού τύπου αυτοσυγκράτηση. Στον αγώνα για τη σταθεροποίηση του ευρώ, η Γερμανία δεν διαθέτει επαρκή ιδεολογική δύναμη για να επιτύχει μια συναίνεση για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Σε όλη την Ευρώπη, η έκκληση της κυβέρνησης Μέρκελ για λιτότητα γίνεται αντιληπτή ως ιδιοτελής λόγος που θα μπορούσε μόνο να καταπνίξει την ανάπτυξη, όχι να την τονώσει. Πιέζοντας αδυσώπητα για μια Ευρώπη που μένει ενωμένη λόγω του οράματός της, η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει πολλούς από τους συνεργάτες της και να μετατρέψει τους φίλους της σε σκεπτικιστές.

Επιπλέον, οι λύσεις που προτιμά η κυβέρνηση Μέρκελ για το μέλλον της ευρωζώνης θα έχουν οικονομικό και πολιτικό κόστος που τώρα φαίνεται να είναι υποτιμημένο για την ίδια τη Γερμανία, καθιστώντας τους ψηφοφόρους λιγότερο πιθανό να συμπορευτούν με τα σχέδιά της. Μια πολιτική διαπραγμάτευση που επιτρέπει το μεγάλο άλμα προς μια ευρωπαϊκή πολιτική ένωση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον επιμερισμό των ευθυνών για τα χρέη των χωρών, φτιάχνοντας μια ένωση τραπεζών καθώς και μεταβιβάζοντας χρήματα διαμέσω των πολιτικών συνόρων – πράγματα τα οποία θα φορτώσουν με μεγάλα έξοδα και κινδύνους τους Γερμανούς φορολογούμενους.

Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι χώρες της ευρωζώνης είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν αυτό που είναι γνωστό ως μια ένωση Παθητικού (σ.σ.: ως αντίθετο του Ενεργητικού σε έναν ισολογισμό), μοιράζοντας την ευθύνη για τα χρέη, είτε τα ιδιωτικά (στον τραπεζικό τομέα) είτε τα δημόσια. Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν ταιριάζει με τις προτιμήσεις της Γερμανίας για την ελαχιστοποίηση των συλλογικών κινδύνων. Ακόμα και το σπρώξιμο της Ελλάδας έξω από την ευρωζώνη, έτσι ώστε η Γερμανία να μην υποχρεούται να την υποστηρίζει, πιθανόν να οδηγήσει σε κάποιο είδος κοινής ευθύνης. Εάν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη, ο τραπεζικός πανικός και η μετάδοσή του στην αγορά ομολόγων θα έθετε σε κίνδυνο την υπόλοιπη ευρωζώνη και θα απαιτούσε τεράστια τείχη οικονομικής προστασίας, μια κοινή ανάληψη των χρεών και κάποιο είδος ένωσης στον τραπεζικό τομέα. Αν σπρώξει την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού, η Γερμανία μπορεί να καταλήξει να πρέπει να δεχτεί σημαντική ευθύνη για τα υπόλοιπα δημοσιονομικά και οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης. Και θα πρέπει να το πράξει με ανεξέλεγκτο τρόπο, χωρίς να είναι σε θέση να εγγυηθεί οποιονδήποτε περαιτέρω οικονομικό συντονισμό ή ρύθμιση επί των προϋπολογισμών των κρατών - μελών.

Το Βερολίνο πρέπει να γνωρίζει ότι η σταθεροποίηση του ευρώ και η μεταρρύθμιση της ΕΕ δεν θα οδηγήσουν σε μια γερμανοποιημένη Ευρώπη. Και πράγματι, οι ηγέτες της Γερμανίας έχουν ήδη αρχίσει να συνειδητοποιούν τα όρια της ιδιαίτερης οπτικής τους. Ξέρουν ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο της ισχυρής γερμανικής επιρροής της περιόδου 2010-11 δεν ήταν επαρκή για να περιορίσουν την κρίση, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της περαιτέρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και μεταρρυθμίσεων μετά από μια μακρά διαδικασία διαπραγμάτευσης. Η Γερμανία μόνη της δεν θα είναι σε θέση να ωθήσει τα κράτη μέλη που διστάζουν να παραδώσουν περισσότερη από την εθνική κυριαρχία τους, ούτε θα είναι σε θέση να καθορίσει την έκβαση της διαδικασίας. Αν θελήσει να ασκήσει ισχυρή επιρροή, το Βερολίνο θα πρέπει να αποκαταστήσει στενούς δεσμούς με το Παρίσι και να υποστηρίξει αυτή την συνεργασία, φέρνοντας διάφορες άλλες χώρες μαζί για να υποστηρίξουν μια βαθύτερη ολοκλήρωση. Αυτό το νέο άνοιγμα θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τις χώρες της ευρωζώνης – για να εδραιωθεί το κοινό νόμισμα - καθώς και αουτσάιντερ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία, των οποίων η ένταξη είναι αναγκαία για να αναμορφωθούν οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση γεφυρών μεταξύ Νότου και Βορρά, μεταξύ αυτών που δίνουν και εκείνων που παίρνουν και μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν την λιτότητα και εκείνων που είναι υπέρ της ανάπτυξης.

Εν ολίγοις, είναι μάλλον απίθανο ότι η Γερμανία θα είναι σε θέση να υπαγορεύσει το πώς η Ευρώπη θα επιλύσει την κρίση του χρέους της ή το πώς θα μεταρρυθμίσει τα θεσμικά της όργανα. Το να προχωρήσει μόνη της δεν είναι δυνατό, διότι ακόμη και ο μεγαλύτερος πληρωτής ή το μεγαλύτερο κράτος - μέλος δεν μπορεί να διαμορφώσει μονομερώς τους κανόνες. Οι απαραίτητοι συνασπισμοί για την αποκατάσταση της οικονομικής και πολιτικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης θα μετριάσουν τα γερμανικά σχέδια. Η πίεση των αγορών στις χώρες της κρίσης μπορεί να επέτρεψε στο Βερολίνο, για κάποιο χρονικό διάστημα, να εφαρμόσει στην ευρωζώνη την δική του προσέγγιση της πολιτικής από την πλευρά της προσφοράς (σ.σ.: ως αντίθετο της ζήτησης στην οικονομία). Αλλά η κρίση δεν θα επιτρέψει στη Γερμανία να περάσει, χωρίς περιορισμό, το δικό της όραμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138162/daniela-schwarzer-and-kai-...

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/136685/matthias-matthijs-and-mark...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr