Η κρίση της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κρίση της Ευρώπης

Πώς δημιουργήθηκε η Ένωση και γιατί δείχνει τώρα να διαλύεται

Οι αναμνήσεις αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο για τους βρετανούς Συντηρητικούς (οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι βετεράνοι του Παγκοσμίου Πολέμου) οι οποίοι οδήγησαν το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τον πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 1973. Αλλά πάνω απ' όλα, ήταν η προσωπική εμπειρία το κίνητρο εκείνων της ηπειρωτικών Ευρωπαίων, μέχρι και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν και τον Γερμανό Καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, οι οποίοι δημιούργησαν την ΕΕ του σήμερα. Σε μια συνομιλία που είχα με τον Κολ μετά την επανένωση της Γερμανίας, μου είπε μια φράση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. «Αντιλαμβάνεστε», ρώτησε, «ότι κάθεστε απέναντι στον άμεσο διάδοχο του Αδόλφου Χίτλερ;». Ως ο πρώτος καγκελάριος της ενωμένης Γερμανίας μετά τον Χίτλερ, μου εξήγησε, είχε βαθιά συνείδηση του ιστορικού καθήκοντος να ενεργήσει με διαφορετικό τρόπο.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει δικαίως χαρακτηριστεί ως έργο των ελίτ, αλλά και οι λαοί της Ευρώπης μοιράζονται αυτές τις μνήμες. Όταν το σχέδιο παρέπαιε, όπως έγινε πολλές φορές, η αντίδραση των ελίτ ήταν να αναζητήσουν κάποια φυγή προς τα εμπρός, όσο κι αν ήταν περίπλοκη. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν το έθιμο της διεξαγωγής εθνικών δημοψηφισμάτων για τις ευρωπαϊκές συνθήκες άρχισε να εξαπλώνεται, σπάνια οι Ευρωπαίοι ρωτήθηκαν ευθέως αν συμφωνούν με τις λύσεις που βρέθηκαν, αν και μπορούσαν να ψηφίσουν κατά καιρούς για το αν οι πολιτικοί που ήταν υπεύθυνοι για την εύρεση αυτών των λύσεων θα παρέμεναν ή όχι στο πόστο τους. Παρ' όλα αυτά, είναι δίκαιο να πούμε ότι για περίπου 40 χρόνια, το έργο της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορούσε να στηριχθεί σε μια τουλάχιστον παθητική συναίνεση μεταξύ των περισσότερων εθνικών πληθυσμών της Ευρώπης.

Αυτά τα 40 χρόνια ήταν εκείνα του Ψυχρού Πολέμου, η άλλη σύγκρουση που διαμόρφωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη δεκαετία του 1940 ως τη δεκαετία του 1970, ένα κεντρικό επιχείρημα για τη δυτική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν να αντιμετωπιστεί η σοβιετική απειλή, επιχείρημα ορατό σε όλους με την παρουσία του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Γερμανία και το διαιρεμένο Βερολίνο. Εκτός από τις αναμνήσεις του δικού της αυτοτραυματισμού από την ευρωπαϊκή βαρβαρότητα, οι βάρβαροι ήταν πάλι στις πύλες, για να το πούμε με έναν τρόπο. Στους σοβιετικούς ηγέτες από τον Ιωσήφ Στάλιν ως τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ θα πρέπει να απονεμηθούν μεταθανάτια μετάλλια για την υπηρεσία τους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Ο ανταγωνισμός του Ψυχρού Πολέμου σε μεγάλο βαθμό εξηγεί επίσης γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν τόσο ισχυρή υποστήριξη προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, από το σχέδιο Μάρσαλ της δεκαετίας του 1940 ως την διπλωματία γύρω από την επανένωση της Γερμανίας και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989-91.

Για τη μισή Ευρώπη που είχε κολλήσει πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα – αυτό που ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα ονόμαζε «η απαχθείσα Δύση» - η βούληση να «επιστρέψουν στην Ευρώπη» προχώρησε χέρι-χέρι με τον αγώνα για εθνική και ατομική ελευθερία. Η αυξανόμενη ευημερία της Δυτικής Ευρώπης είχε μια μαγνητική επίδραση σε εκείνους που την είδαν, είτε από πρώτο χέρι είτε στη Δυτική τηλεόραση.

Είναι η πιο στοιχειώδης ιστορική πλάνη να υποδηλώνεται ότι ένα συμβάν έχει προκληθεί από κάτι που συνέβη μετά από αυτό, ωστόσο αυτό που επρόκειτο να συμβεί το 1992 ήταν μια συμβάλλουσα αιτία των βελούδινων επαναστάσεων του 1989. Το έτος-στόχος 1992, η ευρέως διαλαλημένη προθεσμία που η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα είχε δώσει στον εαυτό της για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, έδωσε μια επείγουσα αίσθηση καθυστέρησης, όχι μόνο στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και στους μεταρρυθμιστές ηγέτες του Σοβιετικού μπλοκ, συμπεριλαμβανομένου του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ.

Αυτό μας φέρνει στην τελευταία μεγάλη κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέχρι τη δεκαετία του 1990: τη Δυτική Γερμανία. Η Δυτικογερμανοί, τόσο οι ελίτ όσο και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, επέδειξαν εξαιρετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το έκαναν αυτό για δύο πολύ καλούς λόγους: επειδή το ήθελαν και επειδή έπρεπε. Ήθελαν να δείξουν ότι η Γερμανία είχε μάθει από την τρομερή προ του 1945 ιστορία της και ότι ήθελε να αποκαταστήσει πλήρως τον εαυτό της στην ευρωπαϊκή κοινότητα αξιών, φθάνοντας μέχρι και στο σημείο να παραδώσει μεγάλο μέρος της δικής της κυριαρχίας και της εθνικής ταυτότητας. Έχοντας υπάρξει οι χειρότεροι Ευρωπαίοι, οι Γερμανοί θα ήταν πλέον οι καλύτεροι. (Όπως έλεγε ένα αστείο της εποχής, αν κάποιος συστηνόταν ως «Ευρωπαίος» όλοι ήξεραν αμέσως ότι ήταν Γερμανός). Αλλά είχαν επίσης ένα σκληρό εθνικό συμφέρον με το να αποδείξουν την ευρωπαϊκή τους δέσμευση, καθώς μόνο με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των γειτόνων τους και των διεθνών εταίρων τους (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης) θα μπορούσε να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος τους για επανένωση της Γερμανίας. Όπως παρατήρησε κάποτε ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο πρώην Δυτικογερμανός υπουργός Εξωτερικών, «Όσο πιο ευρωπαϊκή είναι η εξωτερική πολιτική μας, τόσο πιο εθνική είναι». Ο δυτικογερμανικός ευρωπαϊσμός δεν ήταν απλώς ένας ρόλος - αντανακλούσε μια πραγματική ηθική και συναισθηματική εμπλοκή - αλλά ούτε ήταν καθαρά ιδεαλιστικός.