Η ομίχλη του κυβερνο-πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ομίχλη του κυβερνο-πολέμου

Γιατί η περιγραφές για την απειλή είναι υπερβολικές

Από τους 20 εν εξελίξει διακρατικούς αντιπάλους στη μελέτη μας, περισσότερο η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες στοχοποιούν ηλεκτρονικά η μία την άλλη. Σύμφωνα με τη μελέτη μας, το Πεκίνο επιτέθηκε στα στοιχεία των ΗΠΑ 18 φορές και η Ουάσιγκτον επέστρεψε τα πυρά δύο φορές. Δύο αξιοσημείωτες επιθέσεις ήταν η επιδρομή στο Πεντάγωνο το 2011 η οποία έκλεψε τα απόρρητα αρχεία από το Υπουργείο Άμυνας και η κλοπή των αναπαραστάσεων σχηματισμών των μαχητικών αεροσκαφών Lockheed Martin F-35 το 2001. Αυτές οι επιθέσεις είχαν μόνο μέτρια βαρύτητα, επειδή στόχευαν συγκεκριμένα, ασήμαντα κρατικά έγγραφα και δεν είχαν σκοπό να επηρεάσουν το ευρύ κοινό. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η Ινδία και το Πακιστάν στοχοποίησαν ο ένας τον άλλο 11 φορές (πέντε φορές η Ινδία, έξι φορές το Πακιστάν), όπως έκαναν και η Βόρεια και η Νότια Κορέα, με τη Βόρεια Κορέα να επιτίθεται δέκα φορές και με τη Νότια Κορέα να ξεκινά μια επίθεση ως ανταπόδοση των «πυρών». Αυτά κυμάνθηκαν από μικρά περιστατικά, όπως το Πακιστάν που παραμόρφωσε μια ιστοσελίδα της ινδικής κυβέρνησης, σε πιο σοβαρά, όπως η Βόρεια Κορέα που έκλεψε ευαίσθητα κρατικά έγγραφα από τη Νότια Κορέα.

Οι εντάσεις του Ισραήλ με το Ιράν έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, αλλά παρ' όλα όσα λέγονται, αυτή η σύγκρουση είναι εκτός ηλεκτρονικής σφαίρας. Υπήρχαν μόνο οκτώ ηλεκτρονικές επιθέσεις μεταξύ αυτών των κρατών από το 2001 ως το 2011, τέσσερις ξεκίνησαν από το Ισραήλ, τέσσερις από το Ιράν. Παρά το γεγονός ότι ο Stuxnet και ο Flame ήταν πιο σοβαρές, οι απόπειρες του Ιράν να εισβάλλει στις ιστοσελίδες της αμερικανικής κυβέρνησης δεν ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένες. Και η επιμονή του Ισραήλ για ένοπλη συμβατική επίθεση αποδεικνύει ότι ακόμη και οι πιο εξελιγμένες ηλεκτρονικές επιθέσεις δεν αλλάζουν τη συμπεριφορά του κράτους.

Οι ηλεκτρονικές επιθέσεις είναι σπάνιες και όταν προκύπτουν τα κράτη είναι προσεκτικά στη χρήση της δύναμής τους. Όπως συμβαίνει και με την συμβατική και την πυρηνική σύγκρουση, ισχύουν ορισμένες από τις αρχές της αποτροπής και της εξασφαλισμένης αμοιβαίας καταστροφής. Όποιος επιτίθεται στον κυβερνοχώρο αντιμετωπίζει τη σοβαρή απειλή της αντεπίθεσης: οι τεχνικές αναπαράγονται και χρησιμοποιούνται εναντίον εκείνου που ξεκίνησε τον κυβερνο-πόλεμο. Όταν εφαρμοστούν οι διαδικασίες, ένα ηλεκτρονικό όπλο μπορεί εύκολα να αντιγραφεί και να χρησιμοποιηθεί από εξοπλισμό προηγμένης τεχνολογίας με πρόσβαση σε ένα κρίσιμο σύστημα, όπως το δίκτυο του υπουργείου Άμυνας, στο οποίο έχουν διεισδύσει με επιτυχία χάκερ ξένων κυβερνήσεων.

Η ευκολία έναρξης μιας επίθεσης, μακράν του να κάνει πιο συνηθισμένες τις διακρατικές ηλεκτρονικές επιθέσεις, κρατά πραγματικά αυτήν την τακτική υπό έλεγχο. Η ηλεκτρονική άμυνα των περισσότερων χωρών είναι αδύναμη και ένα κράτος που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αδυναμία ενός αντιπάλου μπορεί να είναι εξίσου ευάλωτο, προκαλώντας εύκολα αντίποινα. Ένας άγραφος αλλά ισχυρός διεθνής κανόνας σχετικά με τους μη στρατιωτικούς στόχους περιορίζει περαιτέρω τους όρους του ηλεκτρονικού πολέμου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες υπεύθυνες δυνάμεις θα πρέπει να περιορίσουν τη χρήση αυτής της τακτικής, προκειμένου να αποφευχθεί η κλιμάκωση. Επιθέσεις όπως του Flame και του Stuxnet είναι επικίνδυνες, επειδή σπάνε το πρότυπο της αμοιβαίας επωφελούς αυτοσυγκράτησης. Αυτές οι επιθέσεις προκάλεσαν μικρές ζημιές στο τέλος, αλλά εξακολουθούν να ενθαρρύνουν άλλα κράτη να υπερτιμούν τις δυνατότητές τους. Ο βασικός κίνδυνος είναι ότι ένα κράτος θα χρησιμοποιήσει καταχρηστικά την τακτική και θα ωθήσει άλλα κράτη να κάνουν το ίδιο.

Υπάρχει επίσης η ανησυχία ότι ορισμένες χώρες θα αντιδράσουν υπερβολικά στην ηλεκτρονική απειλή πατάσσοντας τις ελευθερίες που κάνουν το Ίντερνετ έναν ανοιχτό και δυναμικό χώρο. Μια παρανοϊκή κυβέρνηση θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να αναπτύξει ακραίες άμυνες, όπως έναν διακόπτη, που θα δίνει την δυνατότητα να σταματά η μεταφορά όλων των εισερχόμενων και εξερχόμενων ηλεκτρονικών δεδομένων. Ένα τέτοιο δραστικό βήμα θα έχει αντίστροφα αποτελέσματα στην κοινωνία, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο τα διεθνή πρότυπα και η επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας.

Η συνεργασία σχετικά με την απειλή του ηλεκτρονικού πολέμου προέρχεται από ένα απίθανο μέρος: την Εσθονία. Μια μικρή χώρα με πληθυσμό μόλις πάνω από 1.000.000, έχει γίνει παγκόσμιος ηγέτης στην προώθηση κανόνων στον κυβερνοχώρο και νόμων που κρατούν σε τάξη τα κράτη, τόσο τα δημοκρατικά όσο και τα αυταρχικά. Η Εσθονία εδραιώθηκε στο προσκήνιο μετά την ηλεκτρονική επίθεση του 2007 και την μετέπειτα διεθνή καταδίκη της Ρωσίας ως υπαίτιας. Αντί να επιτεθεί στον εισβολέα, η μικρή πολιτεία δημιούργησε ένα παγκόσμιο φόρουμ για να συζητήσει την περίπτωσή της. Από τότε, έχει φιλοξενήσει το Διεθνές Συνέδριο για την Ηλεκτρονικό Πόλεμο τέσσερις φορές. Το συνέδριο αυτό είναι ένα παρακλάδι του ΝΑΤΟ και φιλοξενεί χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία.

Οι συναντήσεις έχουν προωθήσει επιτυχώς τη θέσπιση κανόνων και διαδικασιών συγκρατημένης συμπεριφοράς στον κυβερνοχώρο. Οι εξελίξεις περιλαμβάνουν τη συμφωνία ότι η εδαφική κυριαρχία ισχύει στον κυβερνοχώρο ενός κράτους και ότι ο ηλεκτρονικός πόλεμος καλύπτεται από το άρθρο 51 του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο επιτρέπει σε ένα κράτος να αναλάβει δράση ως απάντηση σε μια επίθεση. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ηλεκτρονικές επιθέσεις τώρα κατηγοριοποιούνται σε μια κλίμακα έντασης ώστε να βοηθήσουν να προσδιοριστεί ποια θα μπορούσε να είναι η κατάλληλη διεθνής αντίδραση.