Πώς τα χημικά όπλα έγιναν ταμπού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς τα χημικά όπλα έγιναν ταμπού

Και γιατί η Συρία δεν θα υπερβεί τα εσκαμμένα
Περίληψη: 

Σήμερα, θεωρείται δεδομένο ότι η χρήση χημικών όπλων – όπως φέρεται να έχει κάνει το καθεστώς Άσαντ- είναι εντελώς απαράδεκτη. Παρατηρητές έχουν συμπεράνει ότι οι άνθρωποι απλώς διατηρούν ένα ιδιαίτερο φόβο για αυτά ή ότι οι ένοπλες δυνάμεις δεν τα έχουν θεωρήσει ποτέ χρήσιμα. Στην πραγματικότητα, η πάταξή τους είναι αποτέλεσμα δεκαετιών διεθνούς εργασίας.

Ο RICHARD PRICE είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και ανώτερος σύμβουλος του Πρύτανη του Πανεπιστημίου της British Columbia.

Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας έχει ήδη στοιχίσει πάνω από 60.000 ζωές. Ωστόσο, δεν είναι αυτοί οι θάνατοι – αν και τραγικοί- αλλά η χρήση των χημικών όπλων που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει ως το όριο πέρα από το οποίο η συμπεριφορά του συριακού καθεστώτος θα γίνει μη ανεκτή. «Η χρήση των χημικών όπλων είναι και θα είναι εντελώς απαράδεκτη», είπε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, απευθυνόμενος στον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ- Άσαντ, στις 3 Δεκεμβρίου 2012. «Αν κάνετε το τραγικό λάθος να χρησιμοποιήσετε τα όπλα αυτά, θα υπάρξουν συνέπειες και θα λογοδοτήσετε». Την ίδια μέρα, η υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, έκανε εξίσου σοβαρές προειδοποιήσεις, δηλώνοντας ότι η χρήση χημικών όπλων «αποτελεί κόκκινη γραμμή για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Τώρα, με εκθέσεις που βγάζουν στην επιφάνεια ότι το συριακό καθεστώς μπορεί να χρησιμοποίησε μια ουσία γνωστή ως «Agent 15» (ένα παραισθησιογόνο χημικό) σε μια επίθεση τον περασμένο Δεκέμβριο, αξίζει να εξεταστεί γιατί χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει την χρήση χημικών όπλων εντελώς απαράδεκτη - και τι θα σήμαινε αν η Ουάσιγκτον δεν περιοριζόταν στα λόγια και ανταποκρινόταν στην επίθεση του Άσαντ με σοβαρά αντίποινα.

Εδώ χρειάζεται λίγη ιστορία. Η Συνθήκη για τα Χημικά Όπλα (Chemical Weapons Convention , CWC), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1997, απαγορεύει όχι μόνο την χρήση χημικών όπλων αλλά και την παραγωγή, την κατοχή και την μεταφορά τους. Με υποστήριξη από 188 χώρες σε όλον τον κόσμο, η CWC είναι μια από τις πιο ευρέως τηρούμενες διεθνείς συνθήκες και έχει δημιουργηθεί για να συμβολίσει την ιδέα ότι είναι δυνατόν να «εκπολιτιστεί» η διεξαγωγή του πολέμου - προφανώς ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Η CWC σηματοδότησε την κορύφωση της διπλωματίας που καταδικάζει τα χημικά όπλα για περισσότερο από έναν αιώνα και, καθώς κυλά ο χρόνος, η χρήση, ακόμα και η κατοχή, των όπλων αυτών έγινε ένα διεθνές ταμπού. Αυτή η παράδοση στηρίζει την πρόσφατη δήλωση της Κλίντον ότι «η συμπεριφορά του καθεστώτος του Άσαντ είναι κατακριτέα. Οι ενέργειες εναντίον τού ίδιου τού λαού του ήταν τραγικές», και όπως συνέχισε, «αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, μεταξύ της φρίκης που έχει ήδη υποστεί ο συριακός λαός και της κίνησης προς αυτό που θα ήταν ένα διεθνώς καταδικαστέο βήμα: της χρήσης των χημικών όπλων».

Γιατί τα χημικά όπλα χαρακτηρίστηκαν ως τόσο απαράδεκτα; Οι παρατηρητές συνήθως ερμήνευαν αυτό το ταμπού με εικασίες, ότι οι άνθρωποι είτε διατηρούν έναν μοναδικό φόβο για τα δηλητήρια, είτε ότι τα χημικά όπλα δεν είναι χρήσιμα στις ένοπλες δυνάμεις. Αλλά αυτές οι θεωρίες δεν στηρίζονται σε κάποια έρευνα. Από την βαλλίστρα ως το πυροβόλο και το υποβρύχιο, πολλές νέες οπλικές τεχνολογίες κατά την διάρκεια της ιστορίας έχουν τύχει υποδοχής με διαμαρτυρίες ότι αγγίζουν το όριο της αποδεκτής συμπεριφοράς, ακόμα και σε πόλεμο. Επιπλέον, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αμερικανική Λεγεώνα υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα τα δηλητηριώδη αέρια ήταν ένα από τα πιο ανθρωπιστικά όπλα πολέμου, προτιμότερα από τα εκρηκτικά και τις ξιφολόγχες, τα οποία συχνά αφήνουν επιζώντες ακρωτηριασμένους να υποφέρουν από τρομακτικές λοιμώξεις. Αυτό που ενδυνάμωσε την προσοχή του κόσμου, ώστε να προσπαθήσουν να απαγορεύσουν αυτά τα όπλα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ο φόβος ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με καταστροφικά θανατηφόρα αποτελέσματα κατά του άμαχου πληθυσμού – ιδίως στους μελλοντικούς πολέμους, στους οποίους η αεροπορική ισχύς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει μεγάλες πόλεις.

Το γεγονός αυτό υποσκάπτει την παραδοχή ότι οι ένοπλες δυνάμεις έχουν αποφύγει τα χημικά όπλα επειδή πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να τους φανούν χρήσιμα. Η προσπάθεια να αποτραπεί η χρήση τους ξεκίνησε, στην πραγματικότητα, με την Συνθήκη της Χάγης το 1899, που απαγόρευσε την χρήση των βλημάτων που απελευθέρωναν «ασφυξιογόνα ή επιβλαβή αέρια». Παρατηρώντας την ευρεία και καταστροφική χρήση των χημικών όπλων κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι διπλωμάτες συμφώνησαν στο Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925, που διεύρυνε την απαγόρευση όχι μόνο των βλημάτων, αλλά και κάθε «ασφυξιογόνου, δηλητηριώδους ή άλλου αερίου». Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε οι σύμμαχοι ούτε οι Γερμανοί εξαπέλυσαν χημικά όπλα στην πρώτη γραμμή ή σε εκστρατείες βομβαρδισμού εναντίον πόλεων. (Και οι δύο πλευρές εκτιμάται ότι δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένες για την έναρξη του χημικού πολέμου και φοβήθηκαν τα αμοιβαία αντίποινα). Είναι σημαντικό, ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές περιορίζονταν επίσης από κανόνες και νόμους που είχαν ήδη ξεχωρίσει τους χημικούς παράγοντες εκτός από τους άλλους τύπους όπλων. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, για παράδειγμα, ήταν σθεναρά αντίθετος με την χρήση αερίων στον πόλεμο. Ήταν δύσκολο για τους στρατιωτικούς ηγέτες να ιδιοποιηθούν ένα όπλο το οποίο η Ουάσιγκτον είχε δεσμευτεί να μην χρησιμοποιήσει πρώτη, παρά τις κάποιες εκτιμήσεις σχετικά με την ενδεχόμενη χρησιμότητά του στο πεδίο μάχης. Ο Αμερικανός στρατηγός Alden H. Waitt υποστήριξε ότι «το αέριο είναι το πλέον υποσχόμενο από όλα τα όπλα για να αντιμετωπίσει την άμυνα στις σπηλιές», την οποία οι Ιάπωνες χρησιμοποίησαν με τόσο βάναυση αποτελεσματικότητα κατά την διάρκεια του πολέμου στον Ειρηνικό).