Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε. | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε.

Διλήμματα στα Τίρανα, 100 χρόνια μετά την ανεξαρτησία
Περίληψη: 

Στην σχετικά σύντομη διαδρομή της ως ανεξάρτητη χώρα, η Αλβανία έχει αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα. Σήμερα, έχοντας αποκτήσει ιστορική εμπειρία στους δημοκρατικούς θεσμούς και με μια οικονομία που λειτουργεί έστω και με προβλήματα, η Αλβανία καλείται να βάλει τις βάσεις της μελλοντικής της πορείας. Αλλά τα εθνικά της διλήμματα είναι τέτοια που την κρατούν ακόμα καθηλωμένη.

Ο Δρ. ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι διδάκτωρ ιστορίας του ΑΠΘ και διευθύνων σύμβουλος της μεταφραστικής εταιρείας Literatus

Το τιθέμενο ερώτημα αν η Αλβανία βαδίζει εντός ή εκτός Ευρώπης μόνον ρητορικό και άτοπο δεν είναι. Η Αλβανία, τα τελευταία είκοσι χρόνια του μεταπολιτευτικού της βίου, πορεύεται ιδιότυπα μεταξύ Ευρώπης και εκτός αυτής, ηθελημένα ή μη. Ο δύσκολος αυτός γείτονας, εν τέλει, αισθανόμενος βαθύτατα αδικημένος από το ιστορικό παρελθόν του, προσπαθεί «να κερδίσει το χαμένο έδαφος», να αποκαταστήσει τις «ιστορικές αδικίες» που διεπράχθησαν εις βάρος του και, εκδηλώνοντας άλλοτε συμπλέγματα ηττοπάθειας και άλλοτε άκρατης εθνικιστικής υπεροψίας, καθίσταται περισσότερο υπολογίσιμος παράγοντας στα Βαλκάνια από ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν. Παρότι η αλβανική κοινωνία έχει πλήρη επίγνωση ότι τόσο το πλέγμα της ηττοπάθειας όσο και ο εθνικιστικός εθισμός είναι αδιέξοδα, αρέσκεται, ωστόσο, να ζει στον αστερισμό των εθνικιστικών μυθευμάτων περί ιστορικής κατάφορης αδικίας και βολεύεται με το άλλοθι και το πρόσχημα της αποκατάστασης, χωρίς να καταβάλει προσπάθειες να απογαλακτιστεί και να αυτονομηθεί από το νηπιώδες και εριστικό αυτό πλέγμα.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

Στις 28 Νοεμβρίου 1912 –πριν από ακριβώς 100 χρόνια- ο Αλβανός εθνικιστής και βαθύτατα ελληνομαθής Ισμαήλ Μπέι Βλόρα (1844-1919) κατόρθωσε, έπειτα από πολλά χρόνια κοπιωδών προσπαθειών και αγώνων, να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος. Με την ενέργεια αυτή, η αλβανική αναγεννησιακή κίνηση είχε καταφέρει να διεγείρει, τρόπον τινά, την νυσταλέα εθνική συνείδηση των Αλβανών. Έτσι, η γεωγραφική έως τότε έκφραση, όπως προκλητικά αποκαλούσε την Αλβανία ο Γερμανός καγκελάριος Μπίσμαρκ, αποκτούσε κρατική υπόσταση και εθνική συνείδηση, σε πείσμα όσων υποτιμούσαν την ύπαρξή της στο κέντρο των Βαλκανίων. Η σοβαρή, ωστόσο, ιστοριογραφία, διίσταται στις απόψεις της εάν η ανεξαρτησία της Αλβανίας συνιστά όντως έργο των Αλβανών εθνικιστών και των αγώνων των ιδίων των Αλβανών ή είναι απόρροια των συγκρουόμενων συμφερόντων της διεθνούς διπλωματίας και, πρωτίστως, της επιμονής της Αυστροουγγαρίας να αποτρέψει την έξοδο της Ιταλίας προς τα Δυτικά Βαλκάνια και το διαμελισμό της μικρής χώρας από την Ελλάδα και την Σερβία.

Στην πραγματικότητα, ο μαζικός εξισλαμισμός του αλβανικού στοιχείου από τον 17ο κιόλας αιώνα, συνοδευόμενος από μια σειρά προνομίων, καθυστέρησε, εκ των πραγμάτων, την εθνική αφύπνιση των Αλβανών στις προσπάθειές τους να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, όπως είχαν πράξει οι γείτονές τους Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι κλπ, αφού οι μουσουλμάνοι Αλβανοί πάντοτε ήταν άρρηκτα δεμένοι και συντεταγμένοι με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο εξισλαμισμός άνοιγε το δρόμο της εξέλιξης, του χρηματισμού, του πλούτου και της ισχύος. Έχοντας, λοιπόν, συνδέσει την τύχη και την ευημερία τους με την ύπαρξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί προνομιούχοι εξισλαμισθέντες διάκειντο δυσμενώς προς κάθε προσπάθεια αλλαγής του status quo που θα έθιγε τα συμφέροντά τους και τα αποκτηθέντα προνόμια [1]. Ωστόσο, αμέσως μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους, μερίδα των Αλβανών μπέηδων και γαιοκτημόνων, νοσταλγούντων της Υψηλής Πύλης, εξηγέρθησαν και ζήτησαν την επαναφορά του παλαιού καθεστώτος και του οθωμανικού δεσποτισμού, οδηγώντας την χώρα σε απροσμέτρητο όλεθρο, γιατί οι αποσταθεροποιητικές και αποσχιστικές τους ενέργειες έθεταν σε κίνδυνο το νεοσύστατο κράτος και, από την άλλη, άνοιγαν τις ορέξεις των γειτόνων για το διαμελισμό του.

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αδιαφορούσαν ή δεν επεδείκνυαν ζωηρό ενδιαφέρον για την τύχη της Αλβανίας. Μάλιστα, το 1913, στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων αποφασίστηκε ο οριστικός διαμελισμός της, αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη ότι η χώρα δεν έπρεπε να διαμελιστεί. Προτάθηκε, αντ' αυτού, να καταστεί πριγκιπάτο υπό τον Γερμανό πρίγκιπα William Wied. Προσθέτως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αντέδρασαν στις βλέψεις των γειτόνων. Εντούτοις, οι μουσουλμανικές καταβολές των Αλβανών εθνικιστών και οι δεσμοί τους με την οθωμανική Τουρκία παρέμεναν ισχυρές. Η οπισθοδρομική τους εμμονή και η νοσταλγία συνέτειναν ώστε το 1914, η Αλβανία να βρεθεί στο χείλος ενός εμφυλίου σπαραγμού, όταν ξανά οι σκοταδιστικές δυνάμεις επιχείρησαν να επαναφέρουν το παλαιό καθεστώς υπό την Τουρκία. Ο βαθύτατος αυτός διχασμός, μεταξύ των προοδευτικών και φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, αφενός, και των οπισθοδρομικών και φιλο-οθωμανικών υπολειμμάτων αφετέρου θα συνεχίσει για πολλές δεκαετίες, ανακινούμενος μάλιστα και έξωθεν. Υπό κάποια έννοια, το ενδόμυχο δίλημμα, αν δηλαδή (πρέπει να) ανήκει η Αλβανία στη Δύση ή στην Ανατολή, εξακολουθεί να υφίσταται, υποβόσκον, ακόμα και σήμερα, και να χαρακτηρίζει, ως ενός σημείου, την αλβανική κοινωνία των πολιτών ή οποία σε περιόδους ύφεσης και κρίσεων εμφανίζεται διχασμένη.

Στη συνέχεια, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία, ως μέλη της Κοινωνίας των Εθνών, αδιαφορώντας για την τύχη της Αλβανίας, δήλωναν ότι δεν θα αντιδρούσαν σε περίπτωση οριστικού διαμελισμού της χώρας, αλλά η παρεμβατική πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Woodrow Wilson (άσκησε βέτο στην σχετική ψηφοφορία το 1922) απέτρεψε για μια ακόμα φορά το ενδεχόμενο διαμελισμού της Αλβανίας. Η σωτήρια ενέργεια του Αμερικανού προέδρου αποτελεί σημείο αναφοράς για τους Αλβανούς και τη σύγχρονη ιστορία τους. Η ίδια σχεδόν ευεργετική πρωτοβουλία προς όφελος του αλβανικού έθνους θα επαναληφθεί με την στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ υπό τον Πρόεδρο Κλίντον στην εκπνοή του περασμένου αιώνα (1999), όταν διέταξε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς στο Κόσσοβο με τα γνωστά αποτελέσματα για όλη την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Οι δυο αυτές πολιτικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, σε κομβικά σημεία της νεότερης αλβανικής ιστορίας, εξηγούν την καταφανή αλβανική προσκόλληση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και, αντίστοιχα, την επίσης καταφανή εύνοια των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Αλβανία και, θα λέγαμε, την αποστροφή των Τιράνων προς τους Ευρωπαίους, η πολιτική των οποίων χαρακτηρίζεται από κωλυσιεργία, παλινωδίες και προσκόμματα.