Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ

Οι Βόρειοι, οι Νότιοι και η αμερικανική ήττα

Λίγοι ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι της εποχής εκείνης πίστευαν ότι η στρατιωτική κατάσταση είχε μόνιμα και αδιαμφισβήτητα κλίνει υπέρ αυτών. Πολύ λιγότεροι, μάλιστα, ήταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι η νίκη ήταν κοντά. Καταλάβαιναν ότι τα κέρδη τους στην ύπαιθρο, την επαύριο του Τετ, ήταν περιορισμένα σε συγκεκριμένες περιοχές και δεν συνεπάγονταν ενίσχυση της λαϊκής στήριξης προς την κυβέρνηση της Σαϊγκόν, η οποία παρέμενε ανίκανη, αυταρχική και διεφθαρμένη. Η μαζική χρήση δύναμης πυρός, που θεωρήθηκε απαραίτητη για την εκκαθάριση και τη διατήρηση εδαφικής επικράτειας, δεν συνέβαλε στο να κερδηθεί η συναίνεση των ανθρώπων. Κατ’ επανάληψη οι αμερικανικές οικονομικές εκθέσεις εξέφραζαν δυσφορία για το γεγονός ότι οι αρχές του Νοτίου Βιετνάμ ήταν ανίκανες να εισπράξουν φόρους, πλην ορισμένων αστικών περιοχών και ότι, κατά συνέπεια, η κυβέρνηση δεν είχε πιθανότητες επιβίωσης χωρίς τη στήριξη της Ουάσιγκτον. Οι κομμουνιστές, εν τω μεταξύ, συνέχιζαν να εισπράττουν φόρους, να ανεφοδιάζονται με τρόφιμα και να επιστρατεύουν φαντάρους. Με άλλα λόγια, να κάνουν όλα όσα οφείλει να είναι ικανή να κάνει μια κυβέρνηση που ελέγχει την επικράτειά της.

Η πολιτική του Βορείου Βιετνάμ σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια του πολέμου είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου «Ο Πόλεμος του Ανόι». Το βιβλίο της Νγκουγιέν βασίζεται σε μια ποικιλία υλικού, δημοσιευμένου και αρχειακού, στη βιετναμέζικη γλώσσα, όχι όμως σε πρακτικά από το Πολιτικό Γραφείο του Βορείου Βιετνάμ ή σε άλλες υψηλού επιπέδου πηγές, οι οποίες παραμένουν διαβαθμισμένες. Το βιβλίο εστιάζει στο πώς η ηγεσία του Βορείου Βιετνάμ χειριζόταν τον πόλεμο και, ειδικότερα, τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις από την εποχή της επίθεσης στο Τετ μέχρι την υπογραφή της εκεχειρίας, το 1973. Αναμφισβήτητα, «Ο Πόλεμος του Ανόι» αποτελεί μείζον επίτευγμα και μία από τις πλέον σημαντικές επιστημονικές εργασίες πάνω στην ύστερη και μάλλον υποβαθμισμένη σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας φάση του αγώνα.

Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΟΪ

Βασικός πρωταγωνιστής στην ιστορία της Νγκουγιέν είναι ο Λε Ντουάν, ηγετική, αν και σκοτεινή, φυσιογνωμία στην ιεραρχία των Βορείων κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου. Γεννημένος στο κεντρικό Βιετνάμ, ο Λε Ντουάν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του πολεμώντας τους Γάλλους στα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Νγκουγιέν ακολουθεί τα βήματά του κατά τη σταδιακή άνοδό του στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Η εικόνα που αναδύεται είναι ενός καταρτισμένου και ανηλεούς γραφειοκράτη πολεμιστή, με κοσμοαντίληψη και στρατηγικές θέσεις που σφυρηλατήθηκαν στο καμίνι του Α΄ Πολέμου της Ινδοκίνας, του ανθρώπου που στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60, μαζί με τον πιστό του σύμμαχο Λε Ντουκ Θο, κατατρόπωσε όποιον απειλούσε την εξουσία του.

Σημαντική είναι η συμβολή του βιβλίου της Νγκουγιέν στην αποκάλυψη της σφοδρότητας των εσωτερικών διαμαχών μεταξύ σκληροπυρηνικών, όπως ο Λε Ντουάν και ο Λε Ντουκ Θο, που επιθυμούσαν επιθετική στρατηγική «ολοκληρωτικού πολέμου» στον Νότο, και μετριοπαθών, με βασικούς εκπροσώπους τον Χο και τον Βο Νγκουγιέν Γκιαπ, που τάσσονταν υπέρ της στρατηγικής «πρώτα ο Βορράς», με προτεραιότητα στην παγίωση του ελέγχου του κομμουνιστικού κόμματος στον Βορρά και την επανένωση της χώρας, χωρίς πόλεμο μεγάλης κλίμακας. Μετά τη ρήξη των σινο-σοβιετικών σχέσεων και την εξάπλωση της εξέγερσης στο Νότιο Βιετνάμ στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το σχίσμα αποτυπώθηκε στις αντιτιθέμενες παρατάξεις που παρουσιάζει η Νγκουγιέν: οι σκληροπυρηνικοί χρησιμοποιούσαν τις αντιιμπεριαλιστικές παραινέσεις του Μάο Τσετούνγκ για να προωθήσουν τις θέσεις τους ενώ οι μετριοπαθείς υιοθέτησαν τις εκκλήσεις του Νικίτα Χρουστσόφ για «ειρηνική συνύπαρξη».

Η ιστορικός δεν εξηγεί ακριβώς το πώς και το πότε ο Λε Ντουάν σταθεροποίησε την εξουσία του, αναμφίβολα λόγω των προφανών εμποδίων υπό τα οποία εργάστηκε: είναι πολύ δύσκολο να καταλήξεις σε οριστικά συμπεράσματα για τις διαμάχες στους κόλπους του Πολιτικού Γραφείου, χωρίς πρόσβαση στα αρχεία του. Σε ποικίλες περιστάσεις η Νγκουγιέν αναγκάζεται να υποθέσει ότι ο Λε Ντουάν «θα πρέπει»να είχε σκεφτεί αυτό ή «μάλλον» ήθελε να κάνει το άλλο. Το βιβλίο της αναφέρεται στην «ανάληψη της εξουσίας» από τον Λε Ντουάν το 1960, αλλά με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ο Λε Ντουάν δεν απέκτησε τον πλήρη έλεγχο πριν από τα μέσα της δεκαετίας. Ακόμη και τότε, όμως, η εξουσία μετατοπιζόταν από τη μια παράταξη στην άλλη, κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της σύγκρουσης. Όσο για τον Χο, έναν περιέργως περιθωριακό χαρακτήρα του βιβλίου, έπαψε να είναι κεντρικό πρόσωπο στην πολιτική σκηνή στο Ανόι του τέλους της δεκαετίας του ’50, αλλά συνέχισε για μερικά χρόνια μετά να υπηρετεί παρασκηνιακά στα άδυτα της εξουσίας και να παίζει σημαντικό διπλωματικό ρόλο απέναντι στο Πεκίνο και τη Μόσχα. Η Νγκουγιέν δέχεται αυτήν την άποψη αλλά δεν την αναπτύσσει περαιτέρω.

Ίσως κάποιος θα περίμενε από τη συγγραφέα να εξηγήσει περισσότερο τους συχνούς ισχυρισμούς της ότι ο Λε Ντουάν είχε την πρόθεση να διεξαγάγει «ολοκληρωτικό πόλεμο» και να τα «παίξει όλα για όλα» στο Νότιο Βιετνάμ. Αντιθέτως, όμως, είναι μάλλον σαφές ότι και οι δύο παρατάξεις στο Ανόι πάντοτε ευελπιστούσαν ν’ αποφύγουν -ει δυνατόν- τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Όταν μετά τα μέσα του 1959 ενέτειναν τη στρατιωτική εμπλοκή τους, το έπραξαν με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε ν’ αποφύγουν κλιμάκωση των επιχειρήσεων από αμερικανικής πλευράς. Τον Απρίλιο του 1965, όταν ήταν σε εξέλιξη η αμερικανοποίηση του πολέμου, ο Λαϊκός Στρατός του Βιετνάμ διατηρούσε στον Νότο τέσσερα συντάγματα, που αριθμούσαν περίπου 6.000 άνδρες. Πρόκειται, βεβαίως, για υπολογίσιμη δύναμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση «ολοκληρωτικού πολέμου».