Γιατί ο Πούτιν στηρίζει τον Άσαντ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί ο Πούτιν στηρίζει τον Άσαντ

Μπερδεύοντας την Συρία με την Τσετσενία
Περίληψη: 

Η αμέριστη υποστήριξη του Βλαντιμίρ Πούτιν προς το καθεστώς Άσαντ στην Συρία εξηγείται καλύτερα από τον φόβο απέναντι στα διασπασμένα κράτη και τον σουνιτικό ισλαμισμό – φόβοι με τους οποίους ήρθε αντιμέτωπος άμεσα, κατά την διάρκεια της άγριας καταστολής των αποσχιστικών τάσεων της Τσετσενίας από την Ρωσία.

Η FIONA HILL είναι βασική συνεργάτιδα για την Εξωτερική Πολιτική στην έδρα Stephen και Barbara Friedman στο Ινστιτούτο Brookings και συγγραφέας, μαζί με τον Clifford Gaddy, του βιβλίου Mr. Putin: Operative in the Kremlin.

Λίγα θέματα περιγράφουν καλύτερα τα όρια της «επανεκκίνησης» των σχέσεων της κυβέρνησης Ομπάμα με την Ρωσία από την κρίση στη Συρία. Για περισσότερο από ένα χρόνο, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν και απέτυχαν να συνεργαστούν με την Ρωσία για να βρεθεί μια λύση με στόχο τον τερματισμό της βίας. Η Μόσχα αντιτίθετο σταθερά στην διεθνή επέμβαση για την ανατροπή του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, υποστηρίζοντας ότι η σύγκρουση πρέπει να επιλυθεί μέσω διαπραγματεύσεων και ότι ο Άσαντ πρέπει να συμμετέχει σε κάθε μεταβατική ρύθμιση που οδηγεί σε μια νέα κυβέρνηση. Παρά το γεγονός ότι ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, προσέγγισε πρόσφατα τους ηγέτες της συριακής αντιπολίτευσης, οι συνομιλίες δεν αποτέλεσαν καμία ένδειξη ότι το Κρεμλίνο επανακαθορίζει σοβαρά τις θέσεις του για την Συρία. Και αυτό είναι περίεργο: το κύριο εμπόδιο για οποιαδήποτε αλλαγή στους υπολογισμούς της Ρωσίας είναι ο ίδιος ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, του οποίου η αποστροφή για βίαιες ανατροπές καθεστώτων είναι έντονη και σταθερή.

Γιατί ο Πούτιν προσέφερε τέτοια ακλόνητη υποστήριξη στον Άσαντ; Εκ πρώτης όψεως, η Μόσχα φαίνεται να επωφελείται από τις εξαγωγές όπλων προς την Συρία και εξαρτάται από την καλή θέληση του καθεστώτος για να διατηρήσει την πρόσβασή της στην ναυτική βάση στο μεσογειακό λιμάνι της Ταρτούς. Αλλά αυτά είναι οριακά και συμβολικά συμφέροντα. Ο Πούτιν έχει ως πραγματικό κίνητρο για να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ τον φόβο του για την κατάρρευση του κράτους - έναν φόβο που αντιμετώπισε πιο άμεσα κατά την προσπάθεια απόσχισης της Τσετσενίας από την Ρωσία στον Βόρειο Καυκάσο, η οποία κατεστάλη βίαια με έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και επιχειρήσεις αντιεξέγερσης μεταξύ 1999 και 2009. (Στην Ρωσία, οι δημοκρατίες είναι ημι-αυτόνομες ομοσπονδιακές οντότητες που περιλαμβάνουν τα ιστορικά εδάφη των μη- ρωσικών εθνικών ομάδων της χώρας). Σε μια σειρά συνεντεύξεων που έδωσε το 2000 για μια εγκεκριμένη βιογραφία, ο Πούτιν δήλωσε ότι «η ουσία της .. . κατάστασης στον Βόρειο Καύκασο και στην Τσετσενία ... είναι η συνέχιση της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ .... Αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα για να σταματήσει, η Ρωσία ως κράτος στην σημερινή της μορφή, θα πάψει να υπάρχει .... Ήμουν πεπεισμένος ότι αν δεν σταματήσουμε αμέσως τους εξτρεμιστές [στην Τσετσενία], τότε σε ελάχιστο χρόνο θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια δεύτερη Γιουγκοσλαβία σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας – μια γιουγκοσλαβοποίηση της Ρωσίας». Και γνωρίζουμε πώς αισθάνεται Πούτιν για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 2005 ο ίδιος την αποκάλεσε ως την «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του εικοστού αιώνα», ένα σχόλιο που είχε ως στόχο να θρηνήσει την κατάρρευση του σοβιετικού κράτους και όχι την διάλυση του κομμουνισμού.

Για τον Πούτιν, η Συρία θυμίζει πολύ την Τσετσενία. Και οι δύο συγκρούσεις οδήγησαν το κράτος απέναντι σε ανομοιογενείς και ακέφαλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου κατέληξαν να περιλαμβάνουν εξτρεμιστικές σουνιτικές ισλαμικές ομάδες. Κατά την άποψη του Πούτιν - αυτό που ο ίδιος τονίζει επανειλημμένα σε συναντήσεις με Αμερικανούς και Ευρωπαίους ομολόγους του – η Συρία είναι το τελευταίο πεδίο μάχης σε μια παγκόσμια πάλη πολλών δεκαετιών μεταξύ των κοσμικών κρατών και του σουνιτικού ισλαμισμού, που ξεκίνησε στο Αφγανιστάν με τους Ταλιμπάν, στην συνέχεια μετακινήθηκε στην Τσετσενία και διέσχισε μια σειρά από αραβικές χώρες. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του (πρώτα ως πρωθυπουργός το 1999 και στη συνέχεια ως πρόεδρος το 2000) και ήρθε αντιμέτωπος με τον πόλεμο της Τσετσενίας, ο Πούτιν εξέφρασε τον φόβο του για τον σουνιτικό ισλαμιστικό εξτρεμισμό και τους κινδύνους που δημιουργούν οι ομάδες τζιχαντιστών στην Ρωσία με τον μεγάλο, εγχώριο σουνίτικό μουσουλμανικό πληθυσμό της, ο οποίος συγκεντρώνεται στον Βόρειο Καύκασο, στην περιοχή του Βόλγα και σε μεγάλες πόλεις όπως η Μόσχα. Η επιθυμία του να συγκρατήσει τον εξτρεμισμό είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο Πούτιν προσέφερε βοήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες στην μάχη με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Επίσης, είναι ο λόγος για τον οποίο η Ρωσία διατηρεί στενές σχέσεις με το σιιτικό Ιράν, πράγμα που λειτουργεί ως αντίβαρο στις δυνάμεις των σουνιτών.

Στην περίπτωση της Τσετσενίας, ο Πούτιν κατέστησε σαφές ότι η ανακατάληψη της δημοκρατίας από τις «εξτρεμιστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης» άξιζε κάθε θυσία. Σε μια ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 1999, υποσχέθηκε να καταδιώξει τους Τσετσένους αντάρτες και τους τρομοκράτες, ακόμη και «στο αποχωρητήριο». Έκανε ακριβώς αυτό και μερικοί ηγέτες της αντιπολίτευσης σκοτώθηκαν από πυραυλικές επιθέσεις ευρισκόμενοι στις πιο ευάλωτες στιγμές τους. Η τσετσενική πρωτεύουσα Γκρόζνι μετατράπηκε σε ερείπια. Δεκάδες χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν, μαζί με μαχητές της Τζιχάντ που ήρθαν στην Τσετσενία με την υποστήριξη εξτρεμιστικών ομάδων από τον αραβικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Συρίας. Η Μόσχα και άλλες πόλεις της Ρωσίας υπέστησαν καταστροφικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Η αντιμετώπιση του Πούτιν στην Τσετσενία αποτέλεσε προειδοποίηση για το τι θα συμβεί με τους αντάρτες και τους τρομοκράτες - και μάλιστα σε ολόκληρες πληθυσμιακές ομάδες - αν απειλούσαν το ρωσικό κράτος. Είτε θα τους εξάλειφαν είτε θα τους γονάτιζαν - ακριβώς η μοίρα που εύχεται ο Πούτιν να έχουν οι αντάρτες της Συρίας σήμερα.

Μετά από δύο δεκαετίες αποσχιστικών συγκρούσεων, ο Πούτιν ανάσχεσε την εξέγερση της Τσετσενίας. Ο Ραμζάν Καντίροφ, ο πρώην επαναστάτης που υποτάχθηκε στην Μόσχα, ηγείται σήμερα της δημοκρατίας. Ο Πούτιν χορήγησε στον Καντίροφ και τους υποστηρικτές του αμνηστία και τους έδωσε την εντολή να καταδιώξουν τους άλλους μαχητές και τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ο Καντίροφ ανακατασκεύασε το Γκρόζνι (με άφθονα κεφάλαια από την Μόσχα) και δημιούργησε τη δική του εκδοχή της ισλαμικής και τσετσενικής δημοκρατίας, η οποία έχει καταδικαστεί από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για βίαιη καταστολή των διαφορών.