Πώς η γεωργία μπορεί να μοχλεύσει την ανάπτυξη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η γεωργία μπορεί να μοχλεύσει την ανάπτυξη

Το δυναμικό του ελληνικού αγροτικού τομέα είναι ικανό να δώσει λύσεις και γρήγορα

Η Ελλάδα της κρίσης βρίσκει την αγροτική οικονομία με αγρότες δύο ταχυτήτων. Μια πολύ μικρή μερίδα κατάφερε να δημιουργήσει βιώσιμες εκμεταλλεύσεις 500 και 1000 στρεμμάτων με μηχανικό εξοπλισμό που σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούν για εκτέλεση εργασιών με αμοιβή. Διαθέτουν νέας τεχνολογίας μηχανικό εξοπλισμό που τους εξασφαλίζει μικρό κόστος με χαμηλές αποσβέσεις και ικανοποιητικό εισόδημα. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, έχει μείνει με τα μικρά πολυτεμαχισμένα αγροκτήματα και σήμερα δεν έχει αρκετό εισόδημα για να ζήσει. Είναι προφανές ότι με τις σημερινές μεγάλες καλλιέργειες που επικρατούν στη Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα δεν είναι δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες των οικογενειών τους. Οι δρόμοι μπροστά μας είναι δύο: είτε ενισχύουμε τη τάση για μεγέθυνση των αγροκτημάτων οπότε πρέπει να βρούμε απασχόληση σε αυτούς που θα εγκαταλείψουν τη γεωργία, πράγμα μάλλον αδύνατο με τις σημερινές συνθήκες, είτε να ενισχύσουμε δραστηριότητες που μπορούν να δώσουν εισόδημα και απασχόληση στους αγρότες. Οι σημερινές καλλιέργειες έχουν μικρό κύκλο εργασιών (γύρω στα 60 ευρώ/στρέμμα για το σκληρό σιτάρι και λιγότερο από 200 ευρώ/στρέμμα για τις ποτιστικές, βαμβάκι και καλαμπόκι) ενώ η απασχόληση είναι μικρότερη από 30-40 ημερομίσθια για 100 στρέμματα καλλιέργειας. Είναι προφανές ότι για τους μικρούς παραγωγούς χρειαζόμαστε εναλλακτικές λύσεις που θα δώσουν μεγάλους κύκλους εργασιών και απασχόληση. Δύο είναι οι κύριες κατευθύνσεις: στροφή προς την κτηνοτροφία, στροφή προς τα οπωροκηπευτικά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κτηνοτροφία μπορεί να δώσει εισόδημα και απασχόληση καθώς απαιτεί εργασία 365 ημερών το χρόνο. Υπάρχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα για ανάπτυξη γαλακτοπαραγωγού προβατοτροφίας καθώς υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες απορρόφησης του γάλακτος για παραγωγή φέτας. Φαίνεται ότι οι δυνατότητες εξαγωγής ελληνικής φέτας είναι πολύ μεγάλες. Το ίδιο ισχύει για το αγελαδινό γάλα αλλά και το κρέας για το οποίο η χώρα έχει ελλειμματική παραγωγή. Τεράστια ποσά δαπανώνται κάθε χρόνο για εισαγωγή προϊόντων ζωικής παραγωγής. Οι κτηνοτρόφοι της χώρας παρά τα κατά διαστήματα προγράμματα ανάπτυξης της κτηνοτροφίας έχουν αφεθεί χωρίς ουσιαστική βοήθεια. Η επιμονή των δημόσιων υπηρεσιών στις βαριές εγκαταστάσεις στάβλων που επιβαρύνουν με τις πολύ υψηλές αποσβέσεις το κόστος, η έλλειψη έρευνας για βελτίωση του ζωικού πληθυσμού και η συνεχής στήριξη σε εισαγόμενους πληθυσμούς ζώων, για καλύτερη εκμηχάνιση των εργασιών και για παραγωγή φτηνών ζωοτροφών και βελτιωμένη διατροφή είναι χαρακτηριστικά στοιχεία που δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη οικονομικά βιώσιμης κτηνοτροφίας. Στη προβατοτροφία υπάρχει σοβαρό πρόβλημα από τις εισαγόμενες φυλές καθώς η φέτα είναι πιστοποιημένη να παράγεται με γάλα συγκεκριμένων φυλών ζώων.

Στο τομέα της κτηνοτροφίας φαίνεται να αναπτύσσονται σημαντικές δράσεις ομάδων παραγωγών. Η ΘΕΣ ΓΑΛΑ πέτυχε να κάνει από κοινού πώληση του αγελαδινού γάλακτος με σημαντική επιτυχία υψηλότερων τιμών αλλά και σχεδιαζόμενη προσπάθεια προς την κατεύθυνση της παραγωγής ζωοτροφών μέσω συμβολαιακής γεωργίας. Μια προσπάθεια που, αν πετύχει, θα επιφέρει σημαντική μείωση του κόστους διατροφής και παραγωγής του γάλακτος. Παρόμοιες προσπάθειες φαίνεται να αναπτύσσονται και στους προβατοτρόφους. Η επίτευξη συμφωνιών άμεσων πωλήσεων από τη φυτική στη ζωική παραγωγή θα αποτελέσει μια μικρή επανάσταση. Η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής σήμερα είναι τραγική. Για να καταλάβει κανείς την παθογένεια του συστήματος αρκεί ένα παράδειγμα: Οι γεωργοί που παράγουν κριθάρι ή ζωοτροφές σε ένα χωριό αδυνατούν να πωλήσουν κατ’ ευθείαν στους κτηνοτρόφους. Το κριθάρι στη περίοδο συγκομιδής του 2012 πωλήθηκε 130-150 ευρώ/τόνο και σήμερα πωλείται από τους εμπόρους στους κτηνοτρόφους πάνω από 250 ευρώ/τόνο.

Τα οπωροκηπευτικά, είναι καλλιέργειες που απαιτούν πολλή ανθρώπινη εργασία αλλά έχουν υψηλό κύκλο εργασιών (πάνω από 1000 ευρώ/στρέμμα) και δίνουν υψηλό εισόδημα. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστούν και καλλιέργειες αρωματικών φυτών που μπορούν να δώσουν υψηλή προστιθέμενη αξία και πρώτη ύλη για μια βιομηχανία αιθερίων ελαίων κλπ. Η χώρα μας διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα για τη καλλιέργεια και εξαγωγή οπωροκηπευτικών όπως:

α) Τη συμμετοχή στην ΕΕ, δηλαδή σε μια αγορά 700.000.000 κατοίκων που στο μεγαλύτερο ποσοστό ζουν στις βορειότερες περιοχές της Ηπείρου και εισάγουν προϊόντα που παράγονται στις Νότιες χώρες. Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν καταφέραμε να δούμε την ΕΕ ως μια μεγάλη αγορά και ευκαιρία για αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας για να βελτιώσουμε τις οικονομικές μας επιδόσεις. Ειδικότερα στο γεωργικό τομέα πάντα σκεφτόμαστε με όρους επιδοτήσεων και εισροών εισοδήματος.

β) το καλό κλίμα της Ελλάδας και τα πολλά μικροκλίματα που μπορούν να παράγουν υψηλής ή μέσης ποιότητας προϊόντα. Οι Νότιες και Νησιωτικές περιοχές μπορούν να παράγουν υψηλής ποιότητας προϊόντα εκτός εποχής. Οι Κεντρικές και Βόρειες περιοχές μπορούν να παράγουν καλής ποιότητας αλλά και ανταγωνιστικού κόστους προϊόντα με την εκμηχάνιση των καλλιεργειών οπωροκηπευτικών που μπορούν να εξαχθούν άμεσα στις ευρωπαϊκές αγορές.

γ) την εύκολη πρόσβαση στις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μέσω Βουλγαρίας και Ρουμανίας (χωρίς σύνορα και καθυστερήσεις) και των νέων οδικών αξόνων που κατασκευάζονται. Στο προσεχές μέλλον η είσοδος και των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ θα διευκολύνει ακόμα περισσότερο τις μεταφορές.

δ) την τεράστια εμπειρία των Ελλήνων γεωργών σε εκμηχανισμένες καλλιέργειες και την ικανότητά τους να υιοθετούν καινοτόμες καλλιέργειες και τεχνικές καλλιέργειας.

ε) το μεγάλο ερευνητικό προσωπικό που υποχρησιμοποιείται και θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη του γεωργικού τομέα.