Τα χημικά όπλα δεν χαράζουν «κόκκινες γραμμές» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα χημικά όπλα δεν χαράζουν «κόκκινες γραμμές»

Γιατί δεν πρέπει να ανησυχούμε για τα χημικά της Συρίας
Περίληψη: 

Παρά το γεγονός ότι τα χημικά όπλα θεωρούνται συχνά όπλα μαζικής καταστροφής, στην πραγματικότητα δεν είναι. Στην περίπτωση του αερίου σαρίν, πρέπει να απελευθερωθούν πολλοί τόνοι υπό ευνοϊκές συνθήκες για να μπορέσει να προκαλέσει ζημιά πολύ μεγαλύτερη από όση τα συμβατικά εκρηκτικά. Με άλλα λόγια, όσο κι αν γίνει κακή χρήση των χημικών όπλων από τον Άσαντ, δεν θα αλλάξει τους βασικούς υπολογισμούς των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο JOHN MUELLER είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο και ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Cato. Είναι ένας από τους συγγραφείς του πρόσφατου βιβλίου Terror, Security, and Money: Balancing the Risks, Costs, and Benefits of Homeland Security.

Οι αντάρτες στην Συρία ίσως είναι δικαιολογημένοι που αναρωτιούνται για το ποια μπορεί να είναι η πολιτική των ΗΠΑ απέναντί τους. Κατά καιρούς, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχει αφήσει να εννοηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να κάνουν πολλά για να τους βοηθήσουν, γιατί κανένας από αυτούς δεν έχει υποστεί βλάβες από αέρια. Απειλώντας με «τεράστιες συνέπειες» αν το συριακό καθεστώς κάνει χρήση χημικών όπλων, φάνηκε να λέει ότι η πρώτη χημική επίθεση θα αναγκάσει τους Αμερικανούς να ενεργήσουν, χρησιμοποιώντας βία. Αν και είναι κατανοητό, είναι πιθανό να υπάρχει μια σημαντικά εσφαλμένη ερμηνεία του μηνύματος της Ουάσιγκτον.

Η αντίληψη ότι η θανάτωση με αέρια είναι πιο κατακριτέα από το να σκοτώνεις με σφαίρες ή θραύσματα, προέκυψε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο τα χημικά όπλα (που εισήγαγαν οι Γερμανοί το 1915) χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς. Οι Βρετανοί τόνισαν την απάνθρωπη πτυχή αυτών των όπλων ως μέρος της συνεχιζόμενης προσπάθειάς τους να προσελκύσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με το μέρος τους στον πόλεμο. Εκτιμάται ότι οι Βρετανοί τετραπλασίασαν τον αριθμό των θυμάτων από αέρια από την πρώτη γερμανική επίθεση για να προκαλέσουν δραματικές εντυπώσεις.

Στην πραγματικότητα, τα χημικά όπλα αντιπροσώπευαν πολύ λιγότερο από το 1% των θανάτων στις μάχες εκείνου του πολέμου και, κατά μέσο όρο, χρειαζόταν πάνω από ένας τόνος αερίου για την πρόκληση ενός και μόνο θανάτου. Μόνο περίπου το 2% με 3% εκείνων που δηλητηριάστηκαν με αέρια στο δυτικό μέτωπο έχασαν τελικά την ζωή τους. Αντιθέτως, τα τραύματα από παραδοσιακά όπλα αποδείχθηκαν 10 έως 12 φορές πιο πιθανό να είναι μοιραία. Μετά τον πόλεμο, κάποιοι στρατιωτικοί αναλυτές όπως ο Basil Liddell Hart, κατέληξαν να πιστεύουν ότι ο χημικός πόλεμος ήταν συγκριτικά πιο ανθρώπινος - αυτά τα όπλα θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν στρατιώτες χωρίς να σκοτώσουν πολλούς.

Αλλά η άποψη αυτή χάθηκε απέναντι σε αυτό που είχαν προβάλλει οι Βρετανοί προπαγανδιστές - ότι τα χημικά όπλα ήταν φρικτά και πρέπει, συνεπώς, να απαγορευτούν. Ως επί το πλείστον, οι ένοπλες δυνάμεις των μαχόμενων εθνών ήταν πολύ ευτυχείς με το να απαλλαγούν από αυτά τα όπλα. Όπως καταλήγει η επίσημη βρετανική πολεμική ιστορία (σε μια… υποσημείωση), τα αέρια «έκαναν τον πόλεμο άβολο ... τον έκαναν άνευ αντικειμένου».

Βέβαια, κάποιοι στρατοί περιστασιακά εξακολουθούσαν να βλέπουν σε αυτά έναν σκοπό. Το Ιράκ έκανε εκτεταμένη χρήση χημικών όπλων στον πόλεμο 1980-1988 κατά του Ιράν (με μικρές διαμαρτυρίες από το εξωτερικό). Η φονική αποτελεσματικότητά τους σε αυτή την σύγκρουση παραμένει αμφιλεγόμενη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Ιράν, από τους 27.000 Ιρανούς που δηλητηριάστηκαν με αέρια μέχρι τον Μάρτιο του 1987, μόνο 262 έχασαν τη ζωή τους.

Άλλα επεισόδια σε αυτόν τον πόλεμο - ιδίως, η χημική επίθεση της Βαγδάτης στην ιρακινή κουρδική πόλη Halabja το 1988 - έχουν εκληφθεί ως παραδείγματα για τις εκτεταμένες καταστροφικές δυνατότητες των χημικών όπλων. Είναι κοινώς παραδεκτό ότι 5.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα των επιθέσεων με αέρια. Αλλά η πολιορκία της πόλης γινόταν επί σειρά ημερών και περιελάμβανε και εκρηκτικά πυρομαχικά. Επιπλέον, οι δημοσιογράφοι που είχαν μεταβεί στην πόλη λίγο μετά την επίθεση ανέφεραν ότι είδαν «εκατοντάδες» πτώματα. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι από αυτούς αναφέρουν 5.000 θύματα, ο αριθμός αυτός αποδείχθηκε ότι προέρχεται από τις ιρανικές αρχές, ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά παραλείπεται σε μεταγενέστερους υπολογισμούς. Οι Ιρανοί ισχυρίστηκαν επίσης ότι επιπλέον 5.000 τραυματίστηκαν από τα χημικά όπλα, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι μια επίθεση που σκότωσε 5.000 θα είχε πλήξει συνολικά πολύ περισσότερους. Οι Ιρακινές δυνάμεις χρησιμοποίησαν επίσης χημικά όπλα σε άλλες πόλεις της περιοχής. Σε δύο από αυτές τις επιθέσεις, οι πιο ακραίες αναφορές υποστηρίζουν ότι 300 ή 400 άτομα μπορεί να έχουν σκοτωθεί. Σύμφωνα με όλες τις άλλες εκτιμήσεις, πέθαναν λιγότεροι από 100. Και οι περισσότερες από αυτές τις εκτιμήσεις συμπεραίνουν ότι ο αριθμός των νεκρών ήταν κάτω από 20.

Στην Δύση, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος τερματιζόταν, γινόταν μόδα η φράση «όπλα μαζικής καταστροφής». Νωρίτερα, ο όρος είχε προκύψει γενικά ως ένα δραματικό συνώνυμο των πυρηνικών όπλων ή των όπλων με παρόμοια καταστροφική ικανότητα που μπορεί να αναπτυχθούν στο μέλλον. Το 1992, όμως, η φράση αυτή κωδικοποιήθηκε ρητά στην αμερικανική νομοθεσία και αποφασίστηκε να περιλαμβάνει όχι μόνο τα πυρηνικά όπλα αλλά επίσης και τα χημικά και τα βιολογικά. Στη συνέχεια, το 1994, τα ραδιολογικά όπλα προστέθηκαν στη λίστα. (Το 1994 μπήκαν επίσης τα εκρηκτικά στην λίστα). Ως αποτέλεσμα, βάσει του νόμου αυτού, σχεδόν όλα τα όπλα, εκτός από τα σύγχρονα τουφέκια και τα πιστόλια, θεωρούνται όπλα μαζικής καταστροφής: Τα μουσκέτα των επαναστατικών πολέμων, οι σιδερένιες βόμβες της εποχής του ποιητή Francis Scott Key (1779 – 1843) και τα «όπλα της πατάτας», όλα πληρούν τις προδιαγραφές).

Ένα και μόνο πυρηνικό όπλο μπορεί να προκαλέσει πράγματι μαζική καταστροφή: Ένα χημικό όπλο μόνο του δεν μπορεί. Για να προκαλέσουν εκτεταμένες ζημιές τα χημικά όπλα, πρέπει να χρησιμοποιηθούν πολλά από αυτά - όπως ακριβώς συμβαίνει με τα συμβατικά όπλα. Όπως σημείωσε η προεδρική συμβουλευτική επιτροπή το 1999, θα χρειαζόταν ένας ολόκληρος τόνος αερίου σαρίν που θα απελευθερωνόταν υπό ευνοϊκές καιρικές συνθήκες για να γίνουν καταστροφές σαφώς μεγαλύτερες από εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με συμβατικά εκρηκτικά.