Η Ελλάδα σε αναζήτηση ρόλου στο νέο περιφερειακό περιβάλλον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα σε αναζήτηση ρόλου στο νέο περιφερειακό περιβάλλον

Η Ανατολική Μεσόγειος, το αέριο, οι επίβουλοι και οι ΗΠΑ

Οι τελικές αποφάσεις της ισραηλινής κυβέρνησης πιθανότατα θα ληφθούν σε περίπου ένα χρόνο, και πάντως όχι άμεσα. Άρα, η δημοσιοποίηση απόψεων από διάφορους κύκλους είναι είτε φιλολογική είτε εντάσσεται στη λογική υποστήριξης (lobbying) συγκεκριμένων σχεδίων είτε αποτελεί ευσεβή πόθο, εντούτοις, δεν δεσμεύει κανέναν. Εδώ και καιρό έχει ανοίξει εντός του Ισραήλ μια έντονη δημόσια συζήτηση για το τι συμφέρει περισσότερο τη χώρα.

Α. Να κρατήσει τη συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής του για εγχώρια κατανάλωση ώστε αφενός να αναπτύξει καθαρότερες μορφές ενέργειας (αλλάζοντας το ενεργειακό του μείγμα υπέρ του αερίου), αφετέρου να εκμηδενίσει την εξάρτησή του από εισαγωγές από κράτη που δεν είναι πάντα επαρκώς αξιόπιστα για το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα;

Β. Να εξάγει σχετικά περιορισμένες ποσότητες αερίου στα γειτονικά κράτη προκειμένου να τα «εξευμενίσει», εφόσον προτάξουν το κοινό όφελος της συνεργασίας; Πρώτοι υποψήφιοι είναι η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Δυτική Όχθη (μικρές ποσότητες που δεν ξεπερνούν τα 2 δισ. Κυβικά μέτρα ετησίως), ενώ έπονται η Τουρκία, και -υπό προϋποθέσεις- ακόμη και η Αίγυπτος. Υπενθυμίζεται ότι το 40% του αερίου που κατανάλωνε το Ισραήλ προερχόταν μέχρι πρόσφατα από το Κάιρο. Η αδιάλειπτη από τη δεκαετία του 1980 τροφοδοσία, ωστόσο, διακόπηκε πριν μερικούς μήνες, στον απόηχο συνεχών βομβιστικών επιθέσεων στο δίκτυο αγωγών αλλά και λόγω σχετικής απόφασης της κρατικής εταιρείας της Αιγύπτου. Πλέον υπάρχουν δύο νέα δεδομένα, από τη μια η έναρξη λειτουργίας του ισραηλινού πεδίου Tamar που διοχετεύει τις ποσότητές του στην ισραηλινή αγορά και από την άλλη η καθίζηση της αιγυπτιακής οικονομίας που καθιστά σχεδόν απαραίτητη την επαναλειτουργία του αγωγού αερίου προς το Ισραήλ. Συνέπεια αυτών, οι διαπραγματεύσεις θα γίνουν σε νέα, επωφελέστερη για το Τελ Αβίβ, βάση.

Γ. Να εξαχθούν ποσότητες προς την Ευρώπη είτε μέσω αγωγού είτε με τη μορφή LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου); Η υφεσιακή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας προβληματίζει ως προς τη ζήτηση αλλά και την μερικώς αναγκαστική πτώση των τιμών

Δ. Να τροφοδοτηθεί η διψασμένη ασιατική αγορά με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG); Η σχετικά μεγάλη απόσταση σε συνάρτηση με τον ανταγωνισμό από χώρες με τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες (όπως το Κατάρ) και ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Αυστραλία, δυσχεραίνουν το εν λόγω εγχείρημα.

Και στα δύο ενδεχόμενα εξαγωγής LNG, η Κύπρος, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, φάνταζε ως ο ιδανικός προορισμός για την υγροποίηση του ισραηλινού αερίου. Το Τελ Αβίβ, χωρίς να έχει αναθεωρήσει τις θέσεις του, φαίνεται να σκέπτεται εκ νέου τα οφέλη μιας τέτοιας επιλογής. Πάντως, και λόγω των οικονομικών δυσχερειών της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση που δεν συμπεριληφθεί ισραηλινό φυσικό αέριο, η προοπτική δημιουργίας τερματικού σταθμού LNG αποκλειστικά για τη διαχείριση των ποσοτήτων της Κύπρου, αυτή τη στιγμή δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.

Προκειμένου να έχουμε μια τάξη μεγέθους για τις δυνατότητες της Ανατολικής Μεσογείου, βάσει των υφιστάμενων ευρημάτων –που προφανώς θα αναθεωρηθούν προς τα πάνω- Ισραήλ και Κύπρος διαθέτουν περίπου 950 και 500 δισ. κυβικών μέτρων αερίου προς κατανάλωση και διάθεση σε βάθος χρόνου. Όταν, λοιπόν, η Ρωσία παράγει άνω των 600 δισ. κυβικών μέτρων αερίου ετησίως, είναι αντιληπτή η τεράστια διαφορά δυναμικότητας. Από την άλλη, η αναμονή ανακαλύψεων νέων κοιτασμάτων σε Κύπρο και Ισραήλ, καθώς και η δραστηριοποίηση της Ελλάδας (αλλά εσχάτως και του Λιβάνου), με τον εύλογο προσανατολισμό της Αιγύπτου επίσης προς την αναζήτηση νέων πηγών που θα διευκολύνουν τη διαχείριση της οικονομικής της κρίσης, αποτελούν ενθαρρυντικούς παράγοντες για την ανάδειξη της Ανατολικής Μεσογείου σε συμπληρωματική –ή ακόμη και καθοριστική- συνισταμένη της ενεργειακής εξίσωσης.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Εντούτοις, για να αποτρέψουμε δυσμενείς για τον ευρύτερο ελληνισμό καταστάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλουμε αφενός να καταστούμε χρήσιμοι για τους ισχυρούς δρώντες (εντός και εκτός περιοχής), αφετέρου να «δέσουμε» τις σχέσεις μας υπό το κοινό συμφέρον, που ποικίλει ανάλογα την περίπτωση. Δεν μπορεί να δεχόμαστε στωικά το γεγονός ότι η Τουρκία συνομιλεί σχεδόν με όλες τις μεγάλες δυνάμεις τόσο για διεθνή όσο και περιφερειακά ζητήματα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πιθανόν να θελήσει να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες της με ανταλλάγματα στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά.

Πρέπει, αφού εντοπίσουμε τα σημεία ενδιαφέροντος, να δούμε επισταμένως το πώς εμείς μπορούμε να προσφέρουμε (ασφαλώς με το γεωπολιτικό αζημίωτο) τις υπηρεσίες μας, εξελισσόμενοι σε μέρος της λύσης προβλημάτων που ταλανίζουν την περιφέρεια αντί σε μέρος του ίδιου του προβλήματος.

Και αν η χρησιμότητα της γειτονικής Τουρκίας είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη της δικής μας σε θέματα όπως η Συρία και το Ιράν, στο ενεργειακό ζήτημα (και τις προεκτάσεις του) η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο. Να αναλάβει πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωσή της στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητά της να συν-διαμορφώνει τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. Εντός του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει να αναδείξει τη σημασία τής Ανατολικής Μεσογείου για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ευρώπης και να «κουμπώσει» σε αυτή την προοπτική τον καθοριστικό ρόλο Κύπρου και Ελλάδας, τόσο χάριν της ωριμότητας επιχειρηματικών σχεδίων όσο και της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας.

Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Λίβανος), καθιστά την Κύπρο έναν ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η «προβλέψιμη» Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά τον μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μια περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική διαδρομή για τη διαμετακόμιση αερίου.