Ποιες διεξόδους έχει πλέον η Κύπρος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποιες διεξόδους έχει πλέον η Κύπρος

Ο τραγικός τρόπος διαχείρισης μιας κρίσης
Περίληψη: 

Μέχρι το τέλος του 2011 η Κύπρος εθεωρείτο παράδειγμα ενός επιτυχημένου και αναβαθμισμένου μικρού κράτους της Μεσογείου, που αναγεννήθηκε από τις στάχτες της καταστροφής τού 1974 και το οποίο ενίσχυσε την πολιτική και στρατηγική του θέση με την ανεύρεση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) του. Ακολούθησε η χρηματοπιστωτική κρίση και οι λανθασμένοι χειρισμοί που οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή της. Τώρα χρειάζεται πολιτικός και στρατηγικός αναπροσανατολισμός.

Ο ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ είναι καθηγητής στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Κρίση είναι εκείνη η κατάσταση απρόσμενων, έκρυθμων και ταχύτατων εξελίξεων που εμπεριέχει την προοπτική σύγκρουσης ή κατάληξης σε αποτελέσματα με απρόβλεπτες ή και καταστροφικές συνέπειες για τον ή τους εμπλεκόμενους. Η κρίση είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζωής αλλά και της πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς, και, κατά την κινεζική αντίληψη, εμπεριέχει την προοπτική των αντιφατικών στοιχείων της επιτυχίας ή της καταστροφής. [1]

Τα αίτια μιας κρίσης, όπως και κάθε σύγκρουσης ή μοιραίου συμβάντος, συνήθως υφέρπουν, χωρίς ωστόσο να την προκαλούν. Αρκεί όμως ένα γεγονός, τυχαίο ή από πρόκληση, ένας λανθασμένος χειρισμός ή απόφαση που ως πυροκροτητής θα θέσει τις διαδικασίες σε κίνηση. Τούτο κατέστη φανερό στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδιαίτερα μετά την κρίση της Κούβας, και οδήγησε αφενός τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων να μελετήσει πρώτη το φαινόμενο, αφετέρου τον πρώην Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Μακναμάρα να διατυπώσει την άποψη ότι εφεξής δεν θα πρέπει να σκεπτόμαστε και να δρούμε με όρους εξωτερικής πολιτικής, αλλά με όρους διαχείρισης κρίσης.

Έκτοτε, και προς αντιμετώπιση του φαινομένου, για πολιτικοστρατιωτικές και οικονομικές καταστάσεις έντονου ανταγωνισμού και υψηλού κινδύνου ή για την αντιμετώπιση φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών, έχουν δημιουργηθεί από κρατικούς ή άλλους φορείς αντίστοιχοι μηχανισμοί διαχείρισης κρίσεων και, φυσικά, ο απαραίτητος σχεδιασμός και εκπαίδευση των στελεχών. Βασικό στοιχείο τού σχεδιασμού και της εκπαίδευσης είναι η ύπαρξη έμπειρου πυρήνα διαχείρισης κρίσης, η σαφής διάγνωση της κατάστασης, η ύπαρξη εναλλακτικών στρατηγικών που να στηρίζονται σε συντελεστές ισχύος, καθώς και ο απαραίτητος συντονισμός μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στη διαχείριση της κρίσης. Κύρια δε απαίτηση κατά τη διαχείριση μιας κρίσης είναι η με ψυχραιμία υιοθέτηση αποφάσεων εξαιρετικής σημασίας (με υψηλό κόστος) και φυσικά υπό, την προσδιοριζόμενη από το μεγάλο κόστος και τον περιορισμένο χρόνο, μεγάλη πίεση.

Η τελευταία περιπέτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση εσωτερικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης, η οποία, λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Κύπρος, της θέσης της στη διεθνή σκακιέρα, αλλά και της τρέχουσας συγκυρίας στην ευρύτερη περιοχή της, συνδυάζει στο έπακρο τη χρηματοπιστωτική και την πολιτικοστρατιωτική διάσταση. Η εν λόγω κρίση χαράχθηκε ήδη στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων και, μετά από την απαιτούμενη και στην επιστημονική μελέτη ψύχραιμη σκέψη, εκτιμώ ότι θα διδάσκεται, τουλάχιστον από τους Έλληνες μελετητές, ως ένα από τα κορυφαία παραδείγματα μιας τραγικά λανθασμένης διαχείρισης κρίσης.

Σκοπός του παρόντος είναι να τεθεί η τρέχουσα κρίση στην ιστορική της προοπτική – αντιπαραβάλλοντας ό,τι ίσχυε μέχρι το τέλος του 2011 – και στη συνέχεια να επιχειρηθεί η ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και των πιθανών συνέπειών της.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα μικρό κράτος με έκταση 9.251 τ.χλμ. και πληθυσμό στην ελεύθερη περιοχή 862.000 κατοίκους. Μετά την εισβολή του 1974, το 36,2% του εδάφους της τελεί υπό τουρκική κατοχή. Έκτοτε η Δημοκρατία, βιώνει τις συνέπειες της παράνομης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας εναντίον της, σε καθημερινή βάση.

Η Δημοκρατία, μετά την καταστροφή του 1974, κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί, να αναπτυχθεί και να καταγράψει ορισμένες πολύ σημαντικές επιτυχίες. Πρώτη επιτυχία της ήταν η διεθνοποίηση του Κυπριακού, το οποίο κατόρθωσε επί σαράντα σχεδόν χρόνια να το κρατήσει ανοικτό, να περιορίσει τις αναγνωρίσεις του ψευδοκράτους και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να παραμένει η μοναδική διεθνώς αναγνωρισμένη κρατική οντότητα στο νησί.

Δεύτερη επιτυχία ήταν η απορρόφηση και η αποκατάσταση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, η οικιστική και τουριστική ανοικοδόμηση στις ελεύθερες περιοχές και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της στα διεθνώς υψηλότερα. Οι οικονομικοί δείκτες είναι χαρακτηριστικοί: κατά το έτος 2001, όταν είχαν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην ΕΕ, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Δημοκρατίας επί του ΑΕΠ ήταν 2,1%, το δημόσιο χρέος 58,7% και το κατά κεφαλήν εισόδημα 14.500 δολάρια.

Τρίτη επιτυχία, μετά από προσπάθειες που άρχισαν το 1989, ήταν η ένταξη της Δημοκρατίας, την 1η Μαΐου 2004, στην ΕΕ, χωρίς προηγουμένως να έχει λυθεί το Κυπριακό. Μάλιστα, η ένταξη στην ΕΕ δημιούργησε τις συνθήκες ώστε αφενός να εκφραστούν οι πολίτες κατά το δυνατόν ελεύθερα στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν (24.04.2004) και αφετέρου στην αντιμετώπιση των όποιων συνεπειών της απόρριψής του. Η ένταξη στην ΕΕ ενδυνάμωσε το κύρος της διχοτομημένης Δημοκρατίας, αύξησε πολιτικά την ασφάλειά της, προσέφερε έναν ακόμη πολιτικό και οικονομικό συντελεστή ισχύος στις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού, ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των πολιτών και οδήγησε τελικώς στην υιοθέτηση του Ευρώ (2008).

Η τέταρτη και πιο πρόσφατη επιτυχία ήταν ο εντοπισμός υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και, φυσικά, η στρατηγική που οδήγησε σε αυτόν. Τα αποθέματα φαίνεται να είναι σημαντικά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις Γεωλογικής Έκθεσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ, στη θαλάσσια έκταση μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ υπάρχουν 122 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου, ενώ, συγκριτικά όλες οι χώρες της ΕΕ μαζί διαθέτουν 86.2 τρις κυβικά πόδια φυσικού αερίου. [2] Η κυβέρνηση της Κύπρου στις 28 Δεκεμβρίου 2011 εξήγγειλε ότι μόνο στο «αλίπεδο 12» υπάρχουν μεταξύ 5 και 8 τρισ. κυβικά πόδια φυσικού αερίου με μέση τιμή τα 7 τρισ. Η καθαρή του αξία υπολογίζεται σε 21 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχεί στο 10% του συνολικού φυσικού αερίου στην ΑΟΖ και δύναται να ικανοποιήσει τις ανάγκες της Κύπρου για τα επόμενα 200 χρόνια. [3]