Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας

Τι έπρεπε να είχε γίνει, τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη

Η έννοια του «πολλαπλασιαστή» έχει προταθεί από την κεϋνσιανή θεωρία για την περιγραφή μιας συγκεκριμένης αιτιακής σχέσης δύο μεταβλητών οι οποίες συνηθέστερα, αλλά όχι πάντα, είναι το επίπεδο του ΑΕΠ και κάποια μορφή δημοσιονομικής δαπάνης (είσπραξης). Ακολουθώντας το σχετικό εγχειρίδιο εργασίας του ΔΝΤ [2], ας προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε, κατά προσέγγισιν, τον πλέον στοιχειώδη «πολλαπλασιαστή» (impact multiplier) της δημόσιας δαπάνης για τα κρίσιμα χρόνια της ελληνικής οικονομίας. Αυτός καθορίζεται ως ο λόγος της αύξησης/μείωσης του ονομαστικού ΑΕΠ προς την αυτόνομη αύξηση/μείωση της πρωτογενούς δημοσιονομικής δαπάνης σε μία ορισμένη περίοδο [ΔΥ(t)/ΔG(t)]. Το 2008, λοιπόν, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε (σε σχέση με το προηγούμενο έτος) κατά 7 δισεκατομμύρια, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 10. Ο «πολλαπλασιαστής» της περιόδου ήταν 10/7=1,43. Είχε δηλαδή μια σημαντική τιμή που μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η δημοσιονομική επέκταση πράγματι βοήθησε την αύξηση του ΑΕΠ σημαντικά. Το 2009, όμως, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε κατά 13 δισεκατομμύρια ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2. Ο «πολλαπλασιαστής»: -2/13=-0,15. Σχεδόν μηδενικός, με ανεπαίσθητα αρνητική τάση, που υπονοεί ότι η σημαντική δημοσιονομική επέκταση δεν κατάφερε να έχει καμμία θετική επίπτωση επί του επιπέδου του ΑΕΠ. Αυτό φανερώνει την ύπαρξη καμπής στην πορεία μεγέθυνσης του ΑΕΠ και μάλιστα -πράγμα που είναι πολύ σημαντικό- προ της ελεύσεως του ΔΝΤ, της Τριμερούς και του Μνημονίου. (Ο ψύχραιμος παρατηρητής, δηλαδή, πρέπει να συγκρατήσει εδώ το γεγονός ότι η σημαντική αυτόνομη αύξηση της δημοσιονομικής δαπάνης δεν είχε το παραμικρό «πολλαπλασιαστικό» αποτέλεσμα, γεγονός που χρήζει ερμηνείας η οποία έως σήμερα δεν έχει δοθεί, αλλά και που δημιουργεί, κατ΄ αρχήν, την υποψία ότι η ελληνική οικονομία είχε προσεγγίσει ένα επίπεδο πέραν του οποίου δεν ήταν δυνατή η μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω και αν η δημοσιονομική επέκταση ήταν πλέον τερατώδης σε μέγεθος. Κάτι που δημιουργεί, επίσης, την υποψία ότι από κάποιο σημείο διόγκωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και μετά, οι «αναπτυξιακές» ιδιότητες του «πολλαπλασιαστή» -όποιες και αν ήταν προηγουμένως- ατονούν και μηδενίζονται). Το 2010 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε, ως συνέπεια του σταθεροποιητικού προγράμματος, κατά 13 δισεκατομμύρια και το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 9 δισεκατομμύρια. Ο «πολλαπλασιαστής» διαμορφώθηκε ως εξής: -9/-13=0,7. Μία τιμή μάλλον λογική, η μόνη κοντά στις αρχικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Το 2011 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε 6 δισεκατομμύρια ενώ το ονομαστικό, πάντα, ΑΕΠ μειώθηκε 14. Ο «πολλαπλασιαστής»: -14\-6=2,33. Μία «εκρηκτική» τιμή, πολύ μακριά από την αρχική εκτίμηση του ΔΝΤ. Το 2012 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε κατά 5 δισεκατομμύρια ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ κατά 13. Ο «πολλαπλασιαστής», -13/-5=2,6, δείχνει να παίρνει, πλέον καταστροφικά μεγάλη τιμή, εάν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι εμφανίζεται σε περίοδο συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Η εικόνα που δίνεται από την εκτίμηση της τιμής του στοιχειώδους και βραχυχρόνιου, αυτού, δημοσιονομικού «πολλαπλασιαστή» δεν είναι ούτε σαφής, ούτε διαφωτιστική. Το εύρος της διακύμανσής του σε διάρκεια 5 ετών (από το -0,15 έως το +2,6) είναι τόσο μεγάλο και η συμπεριφορά του τόσο ιδιοσυγκρασιακή ώστε να μην παρέχει την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πρόβλεψης και προγραμματισμού της οικονομικής πολιτικής. Για να έχει κάποια χρηστική αξία ένας «πολλαπλασιαστής» θα πρέπει να είναι, έστω και κατά προσέγγιση, «γραμμικός», δηλαδή οι τιμές του αφ’ ενός μεν από περίοδο σε περίοδο, αφ’ ετέρου δε από επίπεδο εισοδήματος σε επίπεδο εισοδήματος να μην μεταβάλλονται δραματικά, ώστε μέσω της σταθερότητάς του να μπορεί να εκτιμηθεί, έστω και πάλι κατά προσέγγισιν, τι επιπτώσεις θα έχει στο επίπεδο του ΑΕΠ μία συγκεκριμένη αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής. (Γι’ αυτό το ΔΝΤ χρησιμοποιούσε έναν «πολλαπλασιαστή» με τιμή 0,5, δηλαδή «γραμμικό»).

Αντίθετα αν ο «πολλαπλασιαστής» έχει διαγραμματικά μια εικόνα «πορείας μεθυσμένου», ή μία εικόνα καμπύλης με ισχυρή ροπή κυρτότητας ή κοιλότητας μετά από ένα ορισμένο σημείο μείωσης (αύξησης) του ΑΕΠ, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν χρηστικό εργαλείο πρόβλεψης. Μόνο που οι μηχανισμοί που χαράσσουν οικονομική πολιτική δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά με μη-γραμμικούς «πολλαπλασιαστές» και την απροσδιοριστία και την αβεβαιότητα που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Για τον λόγο αυτό δημιουργούν μέσους όρους και «γραμμικοποιούν» τα δεδομένα, αντιμετωπίζοντας, εν τούτοις, ένα γνωστό πρόβλημα της στατιστικής το οποίο είναι το εξής: όσο πιο μεγάλο εύρος της μεταβλητής, και όσο πιο μεγάλη διασπορά της τιμής της υποβάλλεις στην διαδικασία της «γραμμικοποίησης», τόσο πιο μεγάλο κίνδυνο αντιμετωπίζεις να χάσεις σε ακρίβεια. Έτσι, καμιά φορά αναγκάζονται, όπως συμβαίνει σήμερα με το ΔΝΤ, να αναφερθούν σε μη-γραμμικούς «πολλαπλασιαστές», ιδιαίτερα αν διαπιστωθεί ότι οι εκτιμήσεις τους, που στηρίζονται συνήθως σε κάποιους rules of thumb, (όπως για παράδειγμα ότι στις «μικρές ανοιχτές οικονομίες» ο δημοσιονομικος «πολλαπλασιαστής» είναι 0,5) αποδειχθούν ανακριβείς.