Κακή φήμη… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κακή φήμη…

Ο Ομπάμα έχει πλήξει την αξιοπιστία του - και την Συρία;
Περίληψη: 

Ο διάλογος για το τι πρέπει να γίνει στην Συρία έχει αποπροσανατολιστεί λόγω συζητήσεων σχετικά με την αξιοπιστία και το κύρος. Αλλά και η λογική και τα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η φήμη είναι ως επί το πλείστον νοερή. Ο Ομπάμα δεν πρέπει να επιτρέψει στους φόβους ότι οι άλλοι μπορεί να πιστεύουν ότι είναι αναποφάσιστος να τον οδηγήσουν στην καταστροφή. Αντ' αυτού, θα πρέπει να επικεντρωθεί στα πραγματικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην Συρία και στο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τα κατακτήσει.

Ο JONATHAN MERCER είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών [1] στο Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Σιάτλ και συνεργάτης στο Κέντρο Διεθνών Σπουδών [2] στο London School of Economics.

Ο κόσμος μπορεί να πιστεύει σε εκπληκτικά πράγματα. Σε μια συνέντευξη με την Melissa Block του NPR νωρίτερα αυτό το μήνα, η Susan Ahmad, η αγγλόφωνη εκπρόσωπος του Επαναστατικού Συμβουλίου της Συρίας, δήλωσε [3] ότι οι ισραηλινές επιθέσεις της περασμένης εβδομάδας στην Συρία θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα μιας συμπαιγνίας μεταξύ του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ και των Ισραηλινών. Και είναι τεκμηριωμένο ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν πίστευε ότι στα εβραϊκά, το όνομα του ιαπωνικού χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων Pokémon σήμαινε «Είμαι Εβραίος".

Δεν υπερβαίνει τα όρια της φαντασίας, λοιπόν, ότι ο Άσαντ πιστεύει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα είναι ανίκανος και αναποφάσιστος. Τουλάχιστον αυτή ήταν η ανησυχία μεταξύ πολλών αμερικανικών κύκλων από τότε που ο Ομπάμα εγκατέλειψε τις παλαιότερες προειδοποιήσεις ότι η χρήση των χημικών όπλων στην Συρία θα αποτελούσαν μια «κόκκινη γραμμή». Είναι πιθανό ότι το καθεστώς Άσαντ ή οι αντάρτες της Συρίας υπερέβησαν αυτό το όριο στα τέλη Απριλίου και... δεν συνέβη τίποτα. Σύμφωνα με κάποιους στρατηγιστές η αμερικανική αξιοπιστία απειλείται! Όχι μόνο με την Συρία, όπως το έθεσαν οι ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές Τζον Μακέιν και Λίντσεϊ Γκράχαμ στα τέλη του Απριλίου, «αλλά και με το Ιράν, την Βόρεια Κορέα, καθώς και όλους τους εχθρούς και τους φίλους μας».

Από τότε, η συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει στην Συρία έχει αποπροσανατολιστεί από άλλες συζητήσεις για το πώς η κεντρική φήμη των ΗΠΑ έχει πληγεί και εάν για να προστατευθεί αξίζει να πάνε σε πόλεμο.

Υπάρχουν δύο τρόποι για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά: μέσω στοιχείων και μέσω της λογικής. Η πρώτη προσέγγιση είναι εύκολη. Οι ηγέτες θεωρούν ότι άλλοι ηγέτες που ήταν αναποφάσιστοι στο παρελθόν, θα είναι αναποφάσιστοι και στο μέλλον και ότι ως εκ τούτου οι απειλές τους δεν είναι αξιόπιστες; Όχι. Η εκτεταμένη και βαθιά έρευνα διαλύει αυτή την αντίληψη. Σε μελέτες των διαφόρων πολιτικών κρίσεων που οδηγούν μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο [4] και εκείνων που έλαβαν χώρα πριν και κατά την διάρκεια του Πολέμου της Κορέας [5] , διαπίστωσα ότι οι ηγέτες πράγματι ανησυχούν για την φήμη τους. Αλλά οι ανησυχίες τους συχνά ήταν αδικαιολόγητες.

Για παράδειγμα, όταν η Βόρεια Κορέα επιτέθηκε στην Νότια Κορέα το 1950, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Dean Acheson, ήταν βέβαιος ότι η αξιοπιστία της Αμερικής απειλείτο. Πίστευε ότι οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στην Δύση ήταν σε κατάσταση σχεδόν πανικού, καθώς περίμεναν να δουν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αντιδράσουν. Ήταν λάθος. Όταν ένας Βρετανός υπουργός επισήμανε στον Βρετανό Πρωθυπουργό, Clement Attlee, ότι η Κορέα ήταν «μια μάλλον μακρινή υποχρέωση», ο Attlee απάντησε, «Μπορεί να είναι μακρινή, αλλά παρ' όλα αυτά είναι υποχρέωση». Από την πλευρά τους, οι Γάλλοι όντως ανησυχούσαν, αλλά όχι επειδή αμφισβητούσαν την αξιοπιστία των ΗΠΑ. Αντ' αυτού, φοβούνταν ότι η αμερικανική αποφασιστικότητα θα οδηγούσε σε ένα μεγάλο πόλεμο πάνω σε ένα στρατηγικά ασήμαντο κομμάτι εδάφους. Αργότερα, όταν ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Acheson φοβήθηκε ότι οι Κινέζοι ηγέτες θεωρούσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν «πολύ αδύναμες ή δίσταζαν να πάρουν μια πραγματική θέση», όπως το έθεσε η CIA και θα μπορούσε ως εκ τούτου να «είναι θύμα εκφοβισμού ή μπλόφας ώστε να υποχωρήσει απέναντι στην ισχύ των Κομμουνιστών». Στην πραγματικότητα, ο Μάο δεν σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Πίστευε ότι οι Αμερικανοί επεδίωκαν να καταστρέψουν την επανάστασή του, ίσως και με πυρηνικά όπλα.

Ομοίως, ο Ted Hopf, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης, διαπίστωσε [6] ότι η Σοβιετική Ένωση δεν πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αναποφάσιστες να εγκαταλείψουν το Βιετνάμ: Αντ' αυτού, οι σοβιετικοί αξιωματούχοι έμειναν έκπληκτοι που οι Αμερικανοί θα θυσίαζαν τόσα πολλά για κάτι που οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ως εφαπτόμενο με τα αμερικανικά συμφέροντα. Και στη μελέτη [7] των αναμετρήσεων του Ψυχρού Πολέμου, ο καθηγητής Daryl Press από το Κολλέγιο Dartmouth διαπίστωσε ότ η φήμη δεν είχε σημασία. Κατά την διάρκεια της κουβανικής κρίσης, οι Σοβιετικοί απείλησαν να επιτεθούν στο Βερολίνο απαντώντας σε οποιαδήποτε αμερικανική χρήση βίας κατά της Κούβας. Παρά την μακρά ιστορία των σοβιετικών σε μπλόφες και μεγαλοστομίες για το Βερολίνο, οι πολιτικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες πήραν αυτές τις απειλές στα σοβαρά. Όπως δείχνει η ιστορία, οι φήμες δεν έχουν καμία σημασία.

Τα επιχειρήματα δεν φαίνονται ποτέ να κερδίζουν βασιζόμενα μόνο σε αποδεικτικά στοιχεία, όμως, γι’ αυτό υπάρχει η δεύτερη προσέγγιση. Απλά, η η λογική πίσω από τον ισχυρισμό ότι τα θέματα φήμης αυτο-αναιρούνται: η κοινή γνώση μιας αξίωσης αλλάζει τις συμπεριφορές με τρόπους που την υπονομεύουν. Για παράδειγμα, αν γνωρίζουμε ότι ένα συγκεκριμένο σημάδι κάνει την δέσμευσή μου να φαίνεται αξιόπιστη, το ξέρετε και εσείς. Θα μπορούσατε να απαξιώσετε αυτό το σήμα, αν νομίζετε ότι έχω λόγο να παραπλανήσω. Η λογική σκοτώνει την στρατηγική, με άλλα λόγια, γιατί κάτι που μπορώ να συμπεράνω, μπορείτε να το συμπεράνετε κι εσείς. (Και μπορώ να συνάγω την πιθανή απαξίωσή σας). Αυτό η λογική του «σκέφτεται ότι σκέφτεται ότι σκέφτεται» είναι μέρος του πώς οι άνθρωποι κάνουν σχέδια στρατηγικής και λέγεται αναδρομικότητας (recursion).[8]